Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Οι επαίτες θεοί



Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ καλή μου κοπέλα. Ευχαριστώ. Καλή τύχη να’ χετε. Ευχαριστώ. Με το χέρι τεντωμένο και τη σπονδυλική στήλη γυρτή, λέει και ξαναλέει ευχαριστώ. Για να φάω, ευχαριστώ. Δυο σκούρα μάτια πάνω από ένα μαύρο, ακόμα, μουστάκι. Ευχαριστώ, κύριε, ευχαριστώ. Και τα σαράντα του χρόνια μέσα σ’ ένα στενό σακάκι. Ευχαριστώ, ευχαριστώ, φίλε μου. Και όμως, το ΜΒ.335 δεν ήταν γούρικο. Μια υπόκλιση, ευχαριστώ. Λίγα κέρματα, λιγότερο από χίλιες λιρέτες. Ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν τάχα στους θεούς κι εκείνοι που τους αρέσει να μεταμφιέζονται σε ζητιάνους για να δοκιμάσουν πόσο έχει σκληρύνει η καρδιά των ανθρώπων;

Όταν «προσφέρουμε» νιώθουμε «λιγότερο φτωχοί», νιώθουμε ότι βρισκόμαστε κατά κάποιον τρόπο ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά στην οικονομική ιεραρχία.
Όταν πάλι το κάνουμε αυτό δημόσια, θεαματικά, μπροστά σε όλους, μας δίνεται η ευκαιρία να επιδείξουμε τον πλούτο μας και, έτσι, να κερδίσουμε κάποια ψίχουλα συμβολικού καθησυχασμού.

Επιτέλους, δε συγκαταλεγόμαστε σ’ εκείνους που πρέπει να «ζητήσουν» κάτι και, αν παρ’ ελπίδα μια μέρα αναγκαστούμε να το κάνουμε σε κάποιο σταθμό του μετρό ή έξω στους δρόμους, θα έχουμε πάντα την ελπίδα ότι, έχοντας κάποτε δώσει κάτι, αυτό το κάτι, με κάποιον άγνωστο και ανεξιχνίαστο τρόπο, θα μας επιστραφεί, προς δόξαν της παγκόσμιας αρχής, σύμφωνα με την οποία δεν έχει καμιά σημασία τι είναι αυτό που ανταλλάσσεται, ενώ έχει αποφασιστική σημασία το να μετράει στ’ αλήθεια γι’ αυτόν που δίνει ή παίρνει. [...]

«Είμαι μια γυναίκα δίχως σπίτι ούτε δουλειά. Σας παρακαλώ, μια μικρή βοήθεια.»
Στην έξοδο του μετρό, γραμμένο με το χέρι σ’ ένα άσπρο χαρτόνι. Και αυτή, καθισμένη χάμω, πάνω στις κοφτερές πέτρες των εβδομήντα της χρόνων. Ένας μικρός σωρός ανθρωπιά εκμηδενισμένη, ανυπεράσπιστη, ανήμπορη, νικημένη, δίχως πια διάθεση ούτε δύναμη για οποιαδήποτε γοητεία.
Μεγαλείο της ήττας που δεν κρύβεται απ’ τους άλλους ούτε από τον εαυτό της. [...]


Ο Βαραββάς γυρνάει στους σταθμούς με μια πινακίδα στο λαιμό - «Χρειάζομαι βοήθεια» - και τη μια γάμπα γυμνή. Εξήντα, ίσως εβδομήντα χρονών. Με κουρέλια άπλυτα εδώ και χρόνια, μοστράρει την καταρράκωση της σάρκας, και το κάνει μ’ ένα σαρκαστικό γελάκι, κάτω από ένα μεγάλο καουμπόικο καπέλο.
«Πώς πάει σήμερα Βαραββά;»
«Πέντε βαθμοί πιο κάτω από χτες, είπε η τηλεόραση. Μα εγώ ορμάω μέσα στ’ άντερα του μετρό και κοιτάω να βγάλω τίποτα...»
Χαιρετάει με μια κίνηση, ξεμακραίνει. Γύρω του πάλλονται μοναξιές σε τέτοιο βαθμό αραίωσης, που κανένα νόμισμα δε θα μπορέσει ποτέ να τις αποκαλύψει.
«Είμαι τρελός και μόλις βγήκα απ’ το τρελοκομείο, δεν έχω κανέναν, ούτε δραχμή» ` αυτή την πινακίδα έχει κρεμασμένη απ’ το λαιμό του. Το αριστερό χέρι δείχνει το πιστοποιητικό του ψυχιατρείου. Και το δεξί, ζητάει.
Κουβαλά το χοντρό σιωπηλό του σώμα, μπηγμένο, χωρίς να μεσολαβούν κάλτσες, μέσα σε παπούτσια που είναι υπερβολικά μεγάλα ακόμη και γι’ αυτόν, από τη μιαν άκρη του βαγονιού ως την άλλη, σιωπηλά. [...]
Δεν εισπράττει ούτε ένα βλέμμα, ούτε ένα κέρμα. Μονάχα διαψεύσεις.
Σάμπως τα τριάντα άτομα που ήταν εκεί μέσα να ήθελαν να του πουν επιδειχτικά : «Αν είσαι τρελός όπως λες με την πινακίδα και το πιστοποιητικό σου, ε, τότε γύρνα από κει που ήρθες: εδώ δεν υπάρχει για σένα ούτε θέση, ούτε φαί, ούτε λύπηση.»
Σκέφτομαι : πόσο φοβόμαστε όλοι τη σκιά της δικής μας τρέλας! [...]

Μακριά μαλλιά, τσαλακωμένα από νύχτες και νύχτες στη γύρα. Ανάμεσα είκοσι και τριάντα χρονών. Τζιν λιωμένο, ξεσκισμένο. Στα μάτια ένα αντιμάμαλο από κύματα και ίσκιους που μπερδεύει το βλέμμα στη γραμμή της ακροθαλασσιάς.
Πλησιάζει μουρμουρίζοντας τρεις λέξεις:
«Μου δίνεις κάτι;»
Δε στηρίζει το αίτημα σε κάποιους λόγους. Δεν αιτιολογεί ούτε επιχειρηματολογεί γι’ αυτό που ζητάει. Δεν δηλώνει για τι προορίζεται ο ενδεχόμενος οβολός. Η αποδοχή ή μη του αιτήματος του γίνεται αποκλειστικά συνάρτηση ενός αισθήματος. Ενοχή; Ευεργεσία; Δειλία; Δύναμη; Ευσπλαχνία για τον άνθρωπο που ταπεινώνεται σ’ αυτό το τεντωμένο χέρι; Φθόνος για το στρατήγημα που αυταρέσκεται σε αυτό το τεντωμένο χέρι; Θαυμασμός για τη σοφία που εκφράζει η παραίτηση από κάθε εξήγηση;
Για μια στιγμή περνά βολίδα μες στις σκέψεις μου το μήνυμα του Χασάν αλ Μπάσρι, ιδρυτή της πρώτης σουφικής σχολής :

Όποιος γνωρίζει το Θεό τον αγαπά
Όποιος γνωρίζει τον κόσμο παραιτείται απ’ αυτόν.

Βάζω το χέρι στην τσέπη και δίνω στον επαιτούντα μερικά κέρματα. Από αλληλεγγύη και τίποτ’ άλλο. Γιατί αυτός ο άνθρωπος μου άπλωσε ένα χέρι δίχως βάρος και το αίτημα του δεν ήταν εκβιασμός. Γιατί η διακριτική αίτηση του «κάτι» δε συνοδεύεται από την υποχρέωση συνημμένων εξηγήσεων.
Αλληλεγγύη: λέξη ξεθωριασμένη και εξαιρετικά παρεξηγημένη` διαφορετική από τη γενναιοδωρία ή την αναπλήρωση` να μη γίνει σύγχυσή της με την «ευσπλαχνία». Λέξη που σημαίνει το αίσθημα του ανήκειν στο είδος ως εκδήλωση του` την επείγουσα ανάγκη να αναλάβει κανείς, «εξ ολοκλήρου», μιαν αυθεντική ευθύνη για τη μοίρα τη δική του και του άλλου. Μια κίνηση που υπερβαίνει τις προσωπικές μας πεποιθήσεις καθώς και τις πολιτιστικές, θρησκευτικές ή πολιτικές διασυνδέσεις. Μια χειρονομία που δε ζητά από τον άλλον αλλά προσφέρεται, ανέκκλητα και πλέρια, όπως κάθε ζωτική παρόρμηση. *


* Ρενάτο Κούρτσιο, Μετρό, εκδόσεις επανοικειοποίηση, Αθήνα 2009, σελ. 29-34

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: