Το παραδοσιακό χωριό Παλιοί Πόροι μοιάζει με πέρασμα στον πολύχρωμο κόσμο της φύσης στις πλαγιές του Ολύμπου
Υπό το βλέµµα του Ξένιου ∆ιός Είναι να το έχει ο τόπος να σε προσκαλεί κοντά του. Και εδώ στον Κάτω Όλυμπο το κεραυνοβόλο βλέμμα του Ξένιου Δία συντηρεί μια τέτοια ατμόσφαιρα.
Έτσι, σε μια παλαιότερη επίσκεψή μας στον ξενώνα Αγνάντι, ψηλά στον Παλιό Παντελεήμονα, η κυρία Πόπη στρώνει τον σοφρά μπροστά στο τζάκι με όλα του Ολύμπου τα καλά: λουκάνικο, γαλοτύρι, σπετσοφάι και τσίπουρο από κούμαρα, διάφανο και μυρωδάτο. Οπως μας εξηγεί, εδώ στη σκιά του θρόνου του Ξένιου Δία, η μητέρα την Κυριακή δεν έτρωγε ποτέ τη μερίδα της, αλλά τη φύλαγε μήπως και χτυπήσει την πόρτα κάποιος ξένος. Γι’ αυτό η φιλοξενία είναι εδώ παλιά, αρχαία, παράδοση.
Μια παράδοση που διατηρείται όπως το φυσικό περιβάλλον του θεϊκού βουνού σε δυο φαράγγια, του Ενιπέα και του Ουρλιά, και στους τρεις πανέμορφους παραδοσιακούς οικισμούς, τους Παλιούς Πόρους, την Ανω Σκοτίνα και τον Παλιό Παντελεήμονα. Ο τελευταίος οικισμός είναι ήδη γνωστός και πολύ αγαπημένος προορισμός.
Αλλά μαζί με τους άλλους δημιουργεί μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και γοητευτική ενότητα.
Είχε νοµίσει τότε πως πάτησε την κορυφή. Αλλά, όπως αποδείχτηκε αργότερα , η κορυφή – ο Μύτικας– ήταν δώδεκα µέτρα ψηλότερα από εκεί που είχε φτάσει, και ο Μπουασονά και ΜποΜποβύ είχαν ήδη προηγηθεί. Από τότε ο Όλυμπος τον καλούσε να γυρίσει.
Σαράντα χρόνια αργότερα, σαν έχασε το παιδί του και ήταν πικραµένος έως θανάτου, πήρε τη γυναίκα του, ξεκίνησαν από τη µακρινή Καλιφόρνια και ήρθαν στην Ελλάδα για να ανεβεί ξανά στον Όλυμπο, να κερδίσει τα δώδεκα µέτρα που του έλειπαν. Να ήταν άραγε γι’ αυτό; Για τα δώδεκα µέτρα;
Καθώς καθόµαστε στο καταφύγιο του Ολύµπου, οι δυο µας, κοιτάζοντας από πάνω µας το Στεφάνι και τον Μύτικα που έµελλε να φτάξουµε την άλλη µέρα, τον ρώτησα: – Γιατί ήρθατε τώρα, στη λύπη σας, στον Ολυµπο; Ήρθατε για τα δώδεκα µέτρα; Ήρθατε για να ξεχάσετε; ∆εν αποκρινόταν. Γύρισα, τον κοίταξα. Ο άνθρωπος έκλαιγε. Σιγανά, διακριτικά, αυτός που είχε κερδίσει τον Βόρειο Πόλο, που είχε ανεβεί στα Ιµαλάια, έκλαιγε. Θέλησα να ζητήσω συγγνώµην.
– Οχι, είπε. Εγώ λυπούµαι που δεν µπόρεσα να επιβληθώ στον εαυτό µου. Οχι, δεν ήρθα να ξεχάσω. Ήρθα να καταλάβω. Μες στην οµορφιά του Ολύµπου, µες στην οµορφιά των απλών ανθρώπων, η Μάρτζορυ κ’ εγώ, τώρα που είµαστε λυπηµένοι, ήρθαµε να καταλάβουµε τον άνθρωπο. Κάτω απ’ τα αιώνια πράγµατα, απ’ την αιώνια οµορφιά, να εξηγήσουµε τη µοίρα. Οχι να ξεχάσουµε. Να εννοήσουµε.
Ηλίας Βενέζης, Μάρτιος 1956
Έτσι ο δρόµος που ξεφεύγει λίγο µετά το κάστρο του Πλαταµώνα από τα κιγκλιδώµατα της Εθνικής οδού (34 χλµ. από την Κατερίνη προς την Αθήνα) και ανηφορίζει µε φιδίσιες κινήσεις στην πλαγιά του Ολύµπου, φαίνεται σαν να διατρέχει την παλέτα ενός ευφάνταστου ζωγράφου.
Και µέσα από αυτές τις αδιάκοπες «στρώσεις» χρωµάτων, αναδύονται τα σπίτια του οικισµού, άνθη της πέτρας, του ξύλου και του κεραµιδιού, φτιαγµένα τον 17ο και 18ο αιώνα. Και ανάµεσά τους, όλα καµωµένα από τα ίδια φυσικά υλικά, η βρύση µε το αδιάκοπο µουρµούρισµά της που ταξιδεύει τα φύλλα του πλατάνου, η πλακόστρωτη πλατεία, η εκκλησιά. Και παντού σωροί από κοµµένα ξύλα, «πυροµαχικά» για τη µάχη µε τον χειµώνα που εκδηλώνεται και µε ξαφνικές επελάσεις της οµίχλης που τυλίγει το τοπίο µε µυστηριώδες πέπλο.
Πάµε αριστερά και στα διαλείµµατα της οµίχλης, στην απέναντι πλαγιά προβάλλουν τα σκόρπια σπίτια τού επίσης παλιού οικισµού (Ανω Σκοτίνα, 11 χλµ.). Αν ο καιρός ήταν ανοιχτός θα σταµατούσαµε στη θέση Προφήτης Ηλίας για να θαυµάσουµε την πανοραµική θέα προς την παραλία της Πιερίας. Φανταστείτε ότι αυτή εδώ η δασική θέση είναι πίστα απογείωσης «παραπέντε». Τώρα όµως µας οδηγεί ο καπνός της καµινάδας που σµίγει µε την οµίχλη. Θέλουµε ακόµη 5 χλµ. ως τον παλιό οικισµό και µια παράκαµψη ανεβαίνει στη βρύση στον Κατή (12 χλµ.). Ο κεντρικός δρόµος τραβά για την Καλλιπεύκη (10 χλµ.) και η παράκαµψη είναι τελικά που θα µας φέρει πάνω από τον οικισµό (2 χλµ.).
Τα σπίτια της παλιάς Σκοτίνας στέκονται µε τέτοιο τρόπο στην πλαγιά που λες ότι έχουν σταµατήσει για να θαυµάσουν τη θέα προς τον Θερµαϊκό κόλπο. Αυτός ο παραδοσιακός οικισµός έχει σκαρφαλώσει πιο ψηλά απ’ όλους, στα 750 µέτρα υψόµετρο. Μια παλιά εκκλησία καµωµένη από τα ίδια υλικά µε τα σπίτια τραβά το µάτι. Αλλά η πρόσκληση, µε «σήµατα» καπνού, έρχεται από δίπλα, από ένα µεγάλο σπίτι µε βιολετί χρώµα. Είναι ο ξενώνας Συντριβάνη, µια ζεστή γωνιά του χωριού, αφού το τζάκι του δεν σταµατά να δουλεύει…
Χάρη Αγίου ∆ιονυσίου του Ενιπέα και του Ουρλιά
Ο ίδιος ο ιδρυτής του, ο Αγιος ∆ιονύσιος, το ευλόγησε να είναι ανυπότακτο και να βοηθά πάντα τους υπόδουλους Έλληνες, είτε κλέφτες ήταν είτε αντάρτες. Οπως λέει η παράδοση, εκείνος πρώτος άρχισε να βοηθά τους αγωνιστές του Ολύµπου. Το ίδιο έκαναν µετά και οι καλόγεροι, ως πρόσφατα, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης. Γι’ αυτό καταστράφηκε πολλές φορές. Τελευταία, το 1943 από τους Γερµανούς.
Ενας ευαίσθητος Γερμανός στρατιώτης φωτογράφισε το µοναστήρι προτού το υπονοµεύσουν µε εκρηκτικά και το ανατινάξουν. Χρόνια µετά, έστειλε τις φωτογραφίες στον δήµαρχο του Λιτόχωρου και πάνω σε αυτές στηρίχθηκαν για να ανακαινίσουν το µνηµείο οι επιστήµονες του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ανέλαβαν να κλείσουν µια από τις τελευταίες πληγές του πολέµου.
Έχτισαν ξανά πέτρα-πέτρα το µοναστήρι και µαζί 450 χρόνια Ιστορίας (χτίστηκε στα 1530-1546). Οι καλόγεροί του µονάζουν λίγο πιο κάτω, στο νέο µοναστήρι, το οποίο είναι άβατο για τις γυναίκες. Το παλαιό όµως µπορούν να το χαρούν όλοι, έτσι τυλιγµένο στην αχλή της χαράδρας, µε υπόκρουση το πέρασµα του Ενιπέα.
Ο καθένας µπορεί να χαθεί µέσα στη µαγεία του φαραγγιού του Ενιπέα. Πολύ ή λίγο, δεν έχει σηµασία, αφού ο χαρακτήρας αυτού του τοπίου αποκαλύπτεται από τα πρώτα βήµατα. Από την άκρη του Λιτόχωρου ξεκινούν δύο πεζοπορικές διαδροµές. Η µία είναι κανονική, µε όλες τις απαιτήσεις µιας ανηφορικής διαδροµής 10,5 χλµ. και πέντε ωρών µέσα στο µαγικό φαράγγι που καταλήγει στα Πριόνια, στο ξύλινο περίπτερο, δίπλα στον καταρράκτη, µε τη φασολάδα, το λουκάνικο, τη φέτα και το κρασί.
Η άλλη, η σύντοµη διαδροµή περίπου µιας ώρας, έχει και αυτή το δικό της γούστο και είναι πρωτότυπη. Απολαµβάνεις όλη τη µεγαλοπρέπεια του φαραγγιού περπατώντας πάνω σε µια τσιµεντένια πλατιά... υδρορρόη, αυτή που φέρνει το νερό στο Λιτόχωρο.
Το «µονοπάτι» συµπορεύεται µε το κανονικό στην αριστερή όχθη του φαραγγιού, ώσπου αυτό που πάει για τα Πριόνια αρχίζει να ανηφορίζει στην κατάφυτη πλαγιά Έτσι αρχίζεις να περπατάς πάνω στην υδρορρόη, η οποία πολλές φορές διασχίζει το... χάος Είναι όµως προστατευµένη µε σιδερένια, πράσινα, κιγκλιδώµατα Οι πλαγιές είναι κατακόρυφες και οι γκρίζοι βράχοι που πετάγονται µέσα από το δάσος διανθίζονται µε µερικά δέντρα.
Οι κορφές παίζουν συνεχώς κρυφτό µε την οµίχλη. Περπατάς µε τη µουσική υπόκρουση του νερού που κυλά κυριολεκτικά και µεταφορικά κάτω από τα πόδια σου. Το τέλος αυτής της διαδροµής είναι ένα σύστηµα καταρρακτών που «πηδούν» από κολυµπήθρα σε κολυµπήθρα, λαξευµένες στον γρανίτη.
Ο Ενιπέας είναι η κλασική είσοδος στον Ολυµπο. Τώρα αναδεικνύεται και µια νέα. Το φαράγγι της Ουρλιάς. Από το Λιτόχωρο κατευθύνεσαι προς το ∆ίον (10 χλµ.), στο αρχαιολογικό πάρκο του οποίου ο επισκέπτης µπορεί να πραγµατοποιήσει το πιο γοητευτικό ταξίδι στο παρελθόν. Από αυτή την ιερή πόλη των Μακεδόνων, η είσοδος του φαραγγιού της Ουρλιάς απέχει 4,5 χλµ.
Το φαράγγι ανοίγεται πίσω από δύο πολύ όµορφους καταρράκτες που αφήνουν τα νερά τους να πέφτουν σε πράσινες λίµνες. Ο χαλικοστρωµένος από εδώ και πάνω δρόµος ανεβαίνει για άλλα 8 χλµ., όπου ετοιµάζεται το νέο ορειβατικό καταφύγιο της Κοροµηλιάς.
Νοµίζουµε όµως ότι το ύφος και το ήθος του οικισµού παραµένουν αναλλοίωτα. Απλώς, τώρα τα µοιράζονται όλο και περισσότεροι επισκέπτες. Το ήθος ενός οικισµού είναι η ψυχή του και τα τέλεια διατηρηµένα κτίσµατα, τα πλακόστρωτα, η πλατεία, θα ήταν ένα άψυχο µουσείο, ένα αξιοθέατο και όχι ένας τόπος για να τον ζήσεις.
Και στον Παλιό Παντελεήµονα όλα αυτά τα στοιχεία της µακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι γοητευτικά και αυθεντικά, όσο η κυρία Πόπη θυµάται την παλιά παράδοση της φιλοξενίας.
Μια άλλη παράδοση στον Παλιό Παντελεήµονα είναι το τσίπουρο από κούµαρα. Κάθε αρχή του χειµώνα, ως και τα Χριστούγεννα, οι κουµαριές στις γύρω πλαγιές του Κάτω Ολύµπου είναι φορτωµένες µε κατακόκκινα κούµαρα. Οι κάτοικοι της περιοχής τα τρυγούν και τα αποθηκεύουν σε βαρέλια ως την άνοιξη.
Τότε, κατά τον Μάιο, παίρνουν φωτιά τα «καζαναριά», όπως εκείνο του Μιχάλη Χατζή στον Νέο Παντελεήµονα, βράζουν τα κούµαρα και βγάζουν τσίπουρο. Αυτή τη διαδικασία, που βέβαια συνοδεύεται και µε το ανάλογο κέφι, ακολουθούν τα περισσότερα νοικοκυριά και το προϊόν το κρατούν κυρίως για λογαριασµό τους.
Πριν από µερικά µόλις χρόνια οι επισκέπτες του Παλιού Παντελεήµονα έβρισκαν τσίπουρο µόνο στον Πλάτανο, στη µία από τις δυο ταβέρνες που υπήρχαν στην πλατεία του µαγικού χωριού. Αυτή η ταβέρνα είχε και το µοναδικό τηλέφωνο. Τώρα, δέκα χρόνια µετά, όλα µοιάζουν διαφορετικά, αλλά η ιεροτελεστία του τσίπουρου παραµένει ίδια.
Απλώς συµβαίνει σε περισσότερα σηµεία. Και οι κουµαριές συνεχίζουν να στολίζονται µε κατακόκκινους καρπούς. Τις βλέπεις καθώς κατηφορίζεις για τον Πλαταµώνα (7 χλµ.). Και εκείνες σε αφήνουν να δεις από ψηλά το µεσαιωνικό κάστρο να προβάλλεται σε γαλάζιο φόντο. Συναντάς τον Νέο Παντελεήµονα (3 χλµ.)
και µετά την εθνική οδό, 35 χλµ. από την Κατερίνη. Ετσι η µελωδία µιας άλλης εποχής σβήνει σιγά-σιγά από τα αφτιά σου και περνά στη µνήµη και τελικά στην καρδιά σου.
Στην Ανω Σκοτίνα, στον ξενώνα «Traditional Mountain» (Συντριβάνη, τηλ. 23520 91271 και 23520 91444, sintrivanis.gr/hotelmountain).
Στον Παλιό Παντελεήμονα, στους ξενώνες «Αγνάντι» (τηλ. 23520 22128, 6978018866), «Πλειάδες» (τηλ. 23520 22661, 6979621810, pliades.gr), «Πάνθεον» (τηλ. 23520 22717, 6976294929, pantheon-pieria.gr), «Το Χάνι», του δικτύου Guest Inn (τηλ. 23520 22367).
Στο Λιτόχωρο, στη «Βίλα Πάνθεον» (τηλ. 23529 83931, villapantheon.gr).
Στον Παλιό Παντελεήμονα, στις ταβέρνες γύρω από την πλατεία, στον παραδοσιακό «Πλάτανο» για χοιρινό με μανιτάρια, κότσι χοιρινό, αρνάκι στάμνας και σούβλας, στον «Ολυμπο» για κεμπάπ χοιρινό και αρνίσιο, σπετσοφάι, γίγαντες.
Στο Λιτόχωρο, στο «Γαστροδρόμιο εν Ολύμπω» για γκουρμέ επιλογές όπως ριζότο με βασιλομανίταρο, τσουκνίδα και λάδι τρούφας ή μοσχαρίσια μάγουλα βρασμένα σε μπίρα ή κουνέλι σε σάλτσα δυόσμου και ξινόγαλου.
Στον Παταμώνα, στην ταβέρνα «Τζάκι».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου