Του Γιάννη Μαστοράκη
Είπες να γυρίσεις στο χωριό σου, γιατί δεν άντεχες άλλο την ιδέα των συσσιτίων.
Εν πρώτοις ο γέρος σου δεν χάρηκε τα μάλα, – είχε βολευτεί με τη Βουλγάρα του. Τα χωράφια έχουν δοθεί στους ξένους μεσιακά. Άντε να τα πάρεις και να αρχίσεις εσύ να τα καλλιεργείς. Δεν έχεις ευρώ ούτε για ένα βενζινοπρίονο. Πώς να χτίσεις μια υποδομή δεκαετιών μέσα σε λίγους μήνες, ενώ τα έξοδα τρέχουν… Και οι δυνάμεις σου έχουν αρχίσει να σε εγκαταλείπουν: Λίγο το κρασί, λίγο το τσιγάρο, λίγο η ηλικία, λίγο τα προσωπικά προβλήματα, λίγο τα περιττά κιλά…
Πού είναι εκείνες οι εποχές που ερχόσουν ως επιτυχημένος εξ Αθηνών με το αστραφτερό γιωταχί σου. Τώρα αυτό έχει παλιώσει και φέτος σκέφτεσαι να παραδώσεις και τις πινακίδες του…
Κοίταξε ρε παιδάκι μου, μερικοί που έμειναν εδώ, έχουν φτιαχτεί κατά κάποιο τρόπο…
Και άντε να πας μεροκάματο, στις ελιές… Οι Αλβανοί ακόμα το κρατάνε στα 35-40 με τα δόντια όμως, γιατί ήδη οι επελαύνοντες Πακιστανοί το κατεβάζουν στα 20 για να μπουν στην αγορά. Όλοι τους νεότατοι, βγάζουν λεφτά και είναι χαρούμενοι και αισιόδοξοι …
Η αγορά εργασίας τον έχει τιμολογήσει στα 20 ευρώ. Το ξέρει καλά. Και τι να μου κάνουν 20 ευρώ εμένανε; Και ποιον να παρακαλέσω να με πάρει για δουλειά;
Μια αδιόρατη ανατριχίλα τον καταλαμβάνει, όταν σκέφτεται τι θα σκέφτεται ο πατέρας του ή οι υπόλοιποι κάτοικοι: ‘Να άλλος ένας αποτυχημένος που μας προέκυψε. Επιτέλους τι ποινή πρέπει σήμερα να του επιβάλουμε, για το ότι κάποτε μας εγκατέλειψε γεμάτος έπαρση για τη μεγάλη ζωή των αστικών κέντρων;’
Οι σκέψεις αυτές σε οδηγούν ξανά στο αλκοόλ. Είσαι πιασμένος στη φάκα. Ο Οδυσσέας, όταν κάποτε γύρισε στην Ιθάκη του, βρήκε τη γυναίκα του να τον περιμένει ακόμα μεν, αλλά τους μνηστήρες έτοιμους να τον κατασπαράξουν. Δεν το σκέφτηκε καν: Ντύθηκε ζητιάνος –αυτή τη φορά -και τους νίκησε.
Βέβαια αυτός ήταν ο πορθητής της Μ. Ασίας. Δεν ήταν κανένας τυχαίος άνθρωπος.
Από τους ‘συντρόφους του’ δεν είχε μείνει κανένας ζωντανός…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου