Η ελληνική του καταγωγή δεν στάθηκε εμπόδιο για να αγαπηθεί από τους Τούρκους και να γίνει ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της χώρας. Στο τελευταίο «αντίο» ο Ταγίπ Ερντογάν τον κατευόδωσε στο γήπεδο της Φενερμπαχτσέ παρουσία χιλιάδων οπαδών
Το σύνθημα «Ver Leftere Yazsin Deftere» («Δώσε στον Λευτέρη, θα γράψει στο τεφτέρι») δονούσε την ατμόσφαιρα στο γήπεδο «Σουκρού Σαρφάτσογλου» της Φενερμπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη, την ώρα που ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συνόδευε το φέρετρο με τον θρυλικό Ρωμιό ποδοσφαιριστή που δοξάστηκε όσο κανένας Τούρκος συνάδελφός του στη γειτονική χώρα και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών. Περισσότεροι από 10.000 φίλαθλοι ήταν παρόντες και εκατομμύρια άλλοι παρακολουθούσαν από την τηλεόραση σε ζωντανή σύνδεση.
Ο Λεφτέρ Κιουτσούκ (μικρός) Αντωνιάδης έχει ακούσει χιλιάδες φορές αυτό το σύνθημα στις δεκαετίες του '50 και του '60, όταν μεσουρανούσε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα ως αρχηγός της εθνικής ομάδας της Τουρκίας, αλλά και αργότερα, μέχρι και τα βαθιά του γεράματα, όταν φίλαθλοι από όλη την Τουρκία, αλλά και μετανάστες από την Ευρώπη, τον επισκέπτονταν ομαδικά στο σπίτι του στην Πρίγκηπο για να του αποδώσουν φόρο τιμής.
Κρατούσε τις ισορροπίες
Ο «προφέσορας», όπως τον αποκαλούσαν λόγω της εξαιρετικής του ικανότητας στο σκοράρισμα, ανταπέδωσε την τιμή κρατώντας σε όλη του τη ζωή διακριτική στάση, ισορροπώντας ανάμεσα στην τουρκική του εθνικότητα και στην ελληνική καταγωγή, και μη μιλώντας ποτέ δημόσια για όσα τον πλήγωσαν. Και ήταν αρκετά.
Στο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης τον Σεπτέμβριο του 1955, ήταν ήδη μέλος της εθνικής ομάδας της Τουρκίας, αλλά δεν εξαιρέθηκε από τους ταραξίες, που επιτέθηκαν με πέτρες στο σπίτι του στην Πρίγκηπο, κραυγάζοντας «Χτυπάτε τον γκιαούρη».
«Η καρδιά του ράγισε τότε, αλλά δεν ήθελε να μιλάει γι' αυτό», λέει στο «Εθνος της Κυριακής» η σύζυγός του, Σταυρούλα Αντωνιάδου, που τον συντρόφευσε για 64 ολόκληρα χρόνια. «Είχαμε πάει στον κινηματογράφο και αφήσαμε στο σπίτι τη γυναίκα με τις δύο κόρες μας, όταν κάποιος μας συμβούλευσε να επιστρέψουμε. Κλειστήκαμε μέσα και είδαμε κάποιους να σπάζουν τα τζάμια με πέτρες», θυμάται.
«Εκλαιγα για μέρες», εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Λεφτέρ, στον Νεμπίλ Οζγκενρούρκ που έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, αλλά με κλειστή την κάμερα. Δεν ήθελε να μιλήσει ποτέ δημόσια γι΄ αυτά. Αλλά ούτε μήνυσε κανέναν, παρόλο που γνώριζε τους δράστες. «Δεν τα κάνει η κυβέρνηση αυτά, αλλά οι κατσαπλιάδες. Δεν είναι όλοι ίδιοι», είχε πει τότε στους οπαδούς της Φενέρ που έσπευσαν στο νησί και έστησαν ένα ανθρώπινο τείχος για να τον προστατεύσουν.
Τα «Σεπτεμβριανά» ήταν ένα από τα δύο γεγονότα που τον πλήγωσαν, με πρώτο το υπέρογκο χαράτσι του Carlik Vergisi (Φόρο Περιουσίας) που επιβλήθηκε το 1941 στις μειονότητες, με την ποινή του εκτοπισμού από την Τουρκία για όσους δεν τον πλήρωναν. Ο Λεφτέρ ήταν τότε 17 ετών. «Ο μπαμπάς μου τράβηξε πολλά εξαιτίας τους. Εκείνος λόγω της φτώχειας του σώθηκε από την εξορία, αλλά όλοι οι συγγενείς μου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία», είπε λίγο πριν φύγει από τη ζωή -αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν «έγραφε» η κάμερα- όπως αποκάλυψε αυτές τις μέρες η εφημερίδα «Millyet». Δεν ήταν από φόβο, αλλά από στενοχώρια, που δεν μοιραζόταν αυτές τις εμπειρίες του δημόσια, λένε όσοι τον γνώριζαν.
ΚΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ
Τίμησε με την παρουσία του την ελληνική κοινότητα
«Μία από τις άσβεστες μνήμες των παιδικών μου χρόνων είναι να πηγαίνω στο δημοτικό σχολείο και περπατώντας στην ανηφόρα να βλέπω τον Λεφτέρ να παίζει ποδόσφαιρο. Από 10-12 χρονών εντυπωσίαζε και ήξερε ότι θα γινόταν ποδοσφαιριστής», λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο κ. Δημήτρης Φραγκόπουλος, μία από τις εμβληματικές μορφές της ομογένειας της Πόλης και επί 35 χρόνια διευθυντής της Ζωγραφείου Σχολής, που μεγάλωσε στην Πρίγκηπο, στην ίδια γειτονιά με τον Λευτέρη. «Δεν είχαμε ιδιαίτερα στενή σχέση. Με εκτιμούσε και με προσφωνούσε ?δάσκαλε?, αλλά δεν ανοιγόταν ποτέ γιατί γνώριζε πως ό,τι έλεγε θα έμπαινε σε μεγεθυντικό φακό και μπορούσε να παρεξηγηθεί», σημειώνει.
Ο Λεφτέρ είχε στην καρδιά του την Ελλάδα, όπως διαβεβαιώνουν οι συγγενείς και φίλοι του. Την επισκεπτόταν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, μέχρι που ο γιατρός του συνέστησε ξεκούραση μετά μια περιπέτεια με την καρδιά του. Μεταξύ άλλων, του απαγόρευσε το γήπεδο αλλά και την παρακολούθηση αγώνων από την τηλεόραση, κάτι που τον «έριξε» πολύ. Δεν του απαγόρευσε, όμως, να ενημερώνεται για την οικονομική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. «Διάβαζε, μάθαινε για την κρίση και στεναχωριόταν. Κάθε βράδυ στην προσευχή του έβαζε και την Ελλάδα. Προσευχόταν να περάσουν γρήγορα τα δύσκολα», λέει η σύζυγός του. Οπως αναφέρει, ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, επισκεπτόταν την εκκλησία, ενώ άναβε καθημερινά το καντήλι στο σπίτι του, δίπλα στην εικόνα της Παναγίας.
Ο Λευτέρης δεν ήταν ενεργό μέλος της ελληνικής ομογένειας και δεν είχε σχέσεις με τις οργανώσεις της, αλλά αυτές δεν έπαψαν ποτέ να τον θεωρούν κομμάτι τους. «Είναι ένα καμάρι της ομογένειας. Τίμησε με την παρουσία του και την ελληνική κοινότητα», τόνισε ο Λάκης Βίγκας, πρόεδρος του Συνδέσμου Υποστήριξης Ρωμαίικων Ευαγών Ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης.
Βαρθολομαίος
Τα συλλυπητήρια του Πατριάρχη
Το καλοκαίρι του 2004, ο Αντωνιάδης περίμενε στην προκυμαία της Πριγκήπου τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, κατά την επίσκεψή του στο νησί. Ο κ. Βαρθολομαίος τον αποκάλεσε «Μπουγιούκ» (μεγάλο) Αντωνιάδη, αντί για «Κιουτσούκ» (μικρό) που είναι το όνομά του και του είπε πως η Ομογένεια καμαρώνει γι' αυτόν. Σε δήλωση με αφορμή τον θάνατό του, την περασμένη εβδομάδα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε τη βαθύτατη θλίψη του επισημαίνοντας πως «μια ξεχωριστή μορφή της Πολίτικης Ρωμιοσύνης εξέλιπε με τον θάνατο του θρυλικού ποδοσφαιριστή».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΓΝΑΤΙΑΔΗΣ
Οι άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα του
Θύμωνε όταν έλεγαν τη μάνα του Τουρκάλα
Ο πατέρας του λεγόταν Χριστοφής Αντωνιάδης και ο Λευτέρης απέκτησε και το Κιουτσούκ (μικροκαμωμένος). Ισως για να τον ξεχωρίζουν από τον αδελφό του, Πάνο ή Πανανή, που ήταν πιο γεροδεμένος και έπαιξε ποδόσφαιρο στην Πέρα Κλουμπ.
Το θέμα της καταγωγής της μητέρας του τον βασάνιζε πολύ. Είχε ζητήσει από δικηγόρους αλλά και συγγενείς του, κυρίως στην Ελλάδα, να υποβάλουν μηνύσεις στην περίπτωση που διάφορα έντυπα ανέφεραν την κυρα-Αργυρώ ως Τουρκάλα. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Λεφτέρ Αντωνιάδης συνέχιζε να φορά τον σταυρό στο στήθος του και μάλιστα κατά την ανάκρουση του Εθνικού ύμνου της Τουρκίας είχε το σθένος να βγάλει τον σταυρό του έξω από τη φανέλα...
«Τον πείραζε πολύ αυτή η ιστορία με τη μάνα του», θυμάται ο πρόεδρος του συλλόγου βετεράνων αθλητών από την Κωνσταντινούπολη, ο κ. Παράσχος Καλαβίτσογλου, που τον γνώριζε πολύ καλά. «Εμείς οι ίδιοι στείλαμε δυο-τρεις φορές εξώδικα σε εφημερίδες που βέβαια δεν υπέπιπταν σκοπίμως σε αυτό το λάθος», προσθέτει ο Ελληνας αθλητικός παράγοντας από την Πόλη.
Μαζί έπιναν συχνά-πυκνά τον καφέ τους στο Παλαιό Φάληρο, όπου ο Λεφτέρ είχε σπίτι, και στην παραλία της Γλυφάδας. Πάντα όμως επέστρεφε στην αγαπημένη του Πρίγκηπο. Εκεί άλλωστε γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια συντοπίτισσά του, τη Σταυριανή Μπεκιάρη του Γιάννη και της Μαρίας. Ο πατέρας της ήταν ψαράς, όπως και ο πατέρας του Λευτέρη. Απέκτησαν δύο κόρες που παντρεύτηκαν Βόσνιους μετανάστες στην Τουρκία, οι οποίοι και έλαβαν τουρκική υπηκοότητα. Ισως από εκεί να έλαβε μεγαλύτερη ώθηση η εσκεμμένη παραπληροφόρηση για την καταγωγή της μητέρας του.
Λάτρης της θάλασσας
Ο Λευτέρης υπήρξε ιδιόρρυθμος άνθρωπος και ποδοσφαιριστής. Απείλησε ότι δεν θα μετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948, αν δεν του δώσουν άδεια, για διακοπές, από τον στρατό έναν χρόνο νωρίτερα, όταν και υπηρετούσε τη θητεία του και τελικά τις κέρδισε. Λάτρευε την καλή ζωή, ήταν μποέμ τύπος, ενώ όπου κι αν πήγαινε πάντα συνοδευόνταν από μια ωραία γυναίκα...
«Διέθετε ένα κρις κραφτ, την εποχή της δόξας του, όταν και περνούσαν πολλά λεφτά από τα χέρια του και έκοβε βόλτες στη θάλασσα. Μια μέρα πέρασε από την παραλία της νήσου Αντιγόνης για να χαιρετήσει κάποιους γνωστούς του και πάνω στο σκάφος είχε τέσσερις κοπέλες με μαγιό», θυμάται σήμερα ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής της άρσης βαρών, Χρήστος Ιακώβου, που γεννήθηκε στην Αντιγόνη και γνώρισε πολύ καλά τον Αντωνιάδη.
Οι Τούρκοι φίλαθλοι, ιδιαίτερα της Φενερμπαχτσέ λάτρευαν τον Λευτέρη. Για να τον τιμήσουν, έστησαν ανδριάντα του στο Καντίκιοϊ της Πόλης, ενώ στην Πρίγκηπο, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη ένας δρόμος φέρει το όνομά του.
Αν όμως καμιά φορά δεν έπαιζε καλά, για να τον πικάρουν, τον αποκαλούσαν «κεφερέ γιουνάν», δηλαδή, «άθρησκε Ελληνα»... Και αυτός με νεύρα ανταπέδιδε, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, λέγοντας «σας γ... το σισιλέ (σόι) σας...
Ομως και στην Ελλάδα δεν είχε την πρέπουσα αντιμετώπιση. Στις 26/11/1955, η «Αθλητική Ηχώ» είχε τίτλο: «Ο γενίτσαρος Λευτέρης να φύγη από την Ελλάδα»! Και υπότιτλο: «Η επίσκεψίς του προεκάλεσε γενικήν αγανάκτησιν και η εμφάνισίς του εις ελληνικόν γήπεδον αποτροπιασμόν. Οταν αι εκκλησίαι μας κείνται ακόμη εις ερείπια και τα θύματα των τουρκικών αγριοτήτων παραμένουν χωρίς στέγη, δεν έχομεν καμμίαν διάθεσιν να βλέπωμε κυκλοφορούντα μεταξύ μας τον αρχηγόν της Εθνικής Τουρκίας και της Φενέρ Μπαξέ, ο οποίος ελησμόνησε τελείως και κατετρόπωσε πάντα την καταγωγήν του». Τότε, δύο μήνες μετά τον διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ο Λεφτέρ είχε έρθει στην Αθήνα και είχε προπονηθεί με την ΑΕΚ.
Ο Λευτέρης συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες (1948), έπαιξε σε Μουντιάλ (1954) όπου σκόραρε δύο φορές, έπαιξε στην Ιταλία (Φιορεντίνα), στη Γαλλία (Νις) αλλά και στην Ελλάδα, σε ηλικία 39 χρονών, στην ΑΕΚ για πέντε παιχνίδια, ενώ η προπονητική του καριέρα, το 1965, ξεκίνησε από το Αιγάλεω. Θρυλείται, δε, ότι το 1964, όταν ο Λεφτέρ Αντωνιάδης είχε έρθει στην Αθήνα, ο τότε πρόεδρος της ΑΕΚ, Αλέξανδρος Μακρίδης τού ζήτησε να υπογράψει ένα αυτόγραφο. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για συμβόλαιο.
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου