Πρόσφατα επισκέφτηκα τον αγιασμένο γέροντα Νεκτάριο στο μοναστήρι της Παναγίας Καλυβιανής (κοντά στις Μοίρες Ηρακλείου Κρήτης - ένα κέντρο μεγάλης ανθρωπιστικής δράσης) και, όταν με ρώτησε «τι κάνω», του απάντησα ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΑ: «Αμαρτίες κάνω, γέροντα». Τότε μου απάντησε: «Να μη λες "αμαρτίες", να λες "λάθη"».
Με αφορμή αυτή τη γεμάτη αγάπη και παρηγοριά κουβέντα, ψαρεύω & ανεβάζω το παρακάτω άρθρο.
Η λέξη αμαρτία σημαίνει σφάλμα στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Αυτό σημαίνει και στους ορθόδοξους αγίους: ένα λάθος, που εμποδίζει τον άνθρωπο να γίνει θεός. Μόνο στη δυτική Ευρώπη η αμαρτία θεωρήθηκε έγκλημα που πρέπει να τιμωρηθεί (και η Εκκλησία εκεί κατάντησε ένας σκληρός θεσμός εξουσίας, ιδίως κατά το Μεσαίωνα).
Στην ορθόδοξη παράδοση η αμαρτία θεωρήθηκε μια ασθένεια που ο άνθρωπος καλείται να τη θεραπεύσει ο ίδιος με τη μετάνοια (= μεταβολή του νου, δηλαδή αλλάζοντας μυαλά). Σκοπός της θεραπείας αυτής δεν είναι η απλή αποφυγή «αμαρτωλών πράξεων», αλλά κάτι πολύ πιο ριζικό: η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή από τις ριζωμένες εκείνες ιδέες ή συνήθειες, που τραβούν τον άνθρωπο στην αμαρτία ξανά και ξανά. Τέτοια πάθη είναι η φιλαργυρία, η φιληδονία, η φιλαυτία, η φιλαρχία κ.τ.λ. (βλ. παρακάτω αναλυτικότερα).
Η Εκκλησία, με το θεσμό του πνευματικού πατέρα (εξομολόγου, αλλά και γενικά πνευματικού διδασκάλου, άντρα και γυναίκας), δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε μετάνοια, απλώς βρίσκεται εδώ για να βοηθήσει τον άνθρωπο, αν αυτός το θέλει, να θεραπευτεί από τα απίστευτα ψυχικά τραύματα που του προκαλεί η ασθένεια που ονομάζεται αμαρτία.
Μόνον όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως θεραπευτήριο ψυχών, τότε είναι αληθινά ορθόδοξη Εκκλησία। Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τη στελεχώνουν είναι οι ίδιοι ασθενείς και η Εκκλησία δε μπορεί να λειτουργήσει σωστά –δε θεραπεύει.
Γι’ αυτό σήμερα, που ο άνθρωπος νιώθει άρρωστος ψυχικά, είναι της μόδας τα διάφορα συστήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (π.χ. ινδικής), αλλά και δυτικής (διάφορες προτεσταντικές ομάδες «χαρισματούχων»), που του υπόσχονται ότι θα τον βοηθήσουν να ξαναβρεί την ηρεμία του, τη γαλήνη, την ισορροπία, την αρμονία, την «ανώτερη συνειδητότητά του»… Μόνο που και τότε ακόμη, κατά την ορθόδοξη ανθρωπολογία, ο άνθρωπος δεν έχει θεραπευτεί, απλώς έχει πάρει ένα «παυσίπονο», που μπορεί να έχει και παρενέργειες γι’ αυτόν. Η θεραπεία που προτείνει η ορθοδοξία δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι πολύ πιο πέρα: η θέωση.
Κάποια ανατολικά συστήματα διαλογισμού κ.τ.λ. μιλούν και για θέωση: «να βρει ο άνθρωπος τη θεϊκή σπίθα που έχει μέσα του, να πιστέψει στον εαυτό του, να κάνει θετικές σκέψεις, κι έτσι θα γίνει θεϊκός». Αντίθετα, για τους αγίους της ορθοδοξίας η θέωση δε μπορεί να πετύχει παρά με την ένωση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό –που σημαίνει και ένωση αγάπης με όλα τα άλλα πλάσματα του κόσμου, αφού ο Τριαδικός Θεός είναι Θεός της Αγάπης. Αν ο άνθρωπος δεν ενωθεί με το Θεό, μπορεί να νομίζει ότι έχει γίνει θεός, αλλά στην πραγματικότητα παραμένει σε κατάσταση γήινη, άρα ασθενής.
Όμως, για να ενωθεί με το Θεό, είναι απαραίτητη η κάθαρση από τα πάθη, που θα του επιτρέψει να ελαττώσει την αγάπη του προς τον εαυτό του και να αυξήσει την αγάπη του προς το Θεό και τους άλλους. Αυτό φυσικά διδάσκουν οι δικοί μας θεραπευτές, οι άγιοι, που έχουν πρώτα θεραπευτεί οι ίδιοι. Το διδάσκουν χωρίς να παίρνουν χρήματα ή οπαδούς γι’ αυτό. Δικαίωμά μας είναι αν θα τους εμπιστευτούμε ή όχι.
Μπορεί να μην τους εμπιστευόμαστε παρά μόνο όταν κάνουμε βόλτα σε άλλα συστήματα. Εκεί μπορεί να νομίσουμε ότι θεραπευτήκαμε και να καθίσουμε για τα καλά, να μην ξαναπλησιάσουμε την ορθοδοξία. Μπορεί να θεωρήσουμε κατάσταση υγείας την αθεΐα, τη γνώση, την τέχνη, πνευματικές καταστάσεις που μας φαίνονται «τέλειες» ή να εξαπατηθούμε και να νομίσουμε ότι δεν υπάρχει τέλειο, άρα καλά είμαστε εδώ, ασθενείς, αλλά «φυσιολογικοί» (τότε δεν έχουμε σπουδάσει τους αγίους και δεν ξέρουμε τη δική τους φυσιολογική κατάσταση).
Μπορεί όμως να διαπιστώσουμε με πόνο ότι δεν βρήκαμε τη θεραπεία. Και τότε ακόμη, έστω κι αν είμαστε γέροι, έστω κι αν είμαστε ψυχικά και σωματικά ερείπια, ακόμη κι αν έχουμε κάνει κακό στον εαυτό μας και σε άλλους, δεν είναι αργά. Σας παρακαλώ να θυμάστε ότι δεν είναι αργά. Η θεραπεία –η μετάνοια και η αγάπη– είναι πάντα εδώ και μας περιμένει. Και είναι εύκολη. Ξεκινάει δύσκολα, γιατί πρέπει να «νεκρώσουμε» το μέχρι τώρα λανθασμένο τρόπο ζωής μας, αλλά είναι σα μητρικό χάδι, που δεν τιμωρεί, αλλά ξεκουράζει. Η αμαρτία τιμωρεί, όχι η αγάπη –και ο Θεός είναι η αγάπη.
Η Εκκλησία, με το θεσμό του πνευματικού πατέρα (εξομολόγου, αλλά και γενικά πνευματικού διδασκάλου, άντρα και γυναίκας), δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε μετάνοια, απλώς βρίσκεται εδώ για να βοηθήσει τον άνθρωπο, αν αυτός το θέλει, να θεραπευτεί από τα απίστευτα ψυχικά τραύματα που του προκαλεί η ασθένεια που ονομάζεται αμαρτία.
Μόνον όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως θεραπευτήριο ψυχών, τότε είναι αληθινά ορθόδοξη Εκκλησία। Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τη στελεχώνουν είναι οι ίδιοι ασθενείς και η Εκκλησία δε μπορεί να λειτουργήσει σωστά –δε θεραπεύει.
Γι’ αυτό σήμερα, που ο άνθρωπος νιώθει άρρωστος ψυχικά, είναι της μόδας τα διάφορα συστήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (π.χ. ινδικής), αλλά και δυτικής (διάφορες προτεσταντικές ομάδες «χαρισματούχων»), που του υπόσχονται ότι θα τον βοηθήσουν να ξαναβρεί την ηρεμία του, τη γαλήνη, την ισορροπία, την αρμονία, την «ανώτερη συνειδητότητά του»… Μόνο που και τότε ακόμη, κατά την ορθόδοξη ανθρωπολογία, ο άνθρωπος δεν έχει θεραπευτεί, απλώς έχει πάρει ένα «παυσίπονο», που μπορεί να έχει και παρενέργειες γι’ αυτόν. Η θεραπεία που προτείνει η ορθοδοξία δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι πολύ πιο πέρα: η θέωση.
Κάποια ανατολικά συστήματα διαλογισμού κ.τ.λ. μιλούν και για θέωση: «να βρει ο άνθρωπος τη θεϊκή σπίθα που έχει μέσα του, να πιστέψει στον εαυτό του, να κάνει θετικές σκέψεις, κι έτσι θα γίνει θεϊκός». Αντίθετα, για τους αγίους της ορθοδοξίας η θέωση δε μπορεί να πετύχει παρά με την ένωση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό –που σημαίνει και ένωση αγάπης με όλα τα άλλα πλάσματα του κόσμου, αφού ο Τριαδικός Θεός είναι Θεός της Αγάπης. Αν ο άνθρωπος δεν ενωθεί με το Θεό, μπορεί να νομίζει ότι έχει γίνει θεός, αλλά στην πραγματικότητα παραμένει σε κατάσταση γήινη, άρα ασθενής.
Όμως, για να ενωθεί με το Θεό, είναι απαραίτητη η κάθαρση από τα πάθη, που θα του επιτρέψει να ελαττώσει την αγάπη του προς τον εαυτό του και να αυξήσει την αγάπη του προς το Θεό και τους άλλους. Αυτό φυσικά διδάσκουν οι δικοί μας θεραπευτές, οι άγιοι, που έχουν πρώτα θεραπευτεί οι ίδιοι. Το διδάσκουν χωρίς να παίρνουν χρήματα ή οπαδούς γι’ αυτό. Δικαίωμά μας είναι αν θα τους εμπιστευτούμε ή όχι.
Μπορεί να μην τους εμπιστευόμαστε παρά μόνο όταν κάνουμε βόλτα σε άλλα συστήματα. Εκεί μπορεί να νομίσουμε ότι θεραπευτήκαμε και να καθίσουμε για τα καλά, να μην ξαναπλησιάσουμε την ορθοδοξία. Μπορεί να θεωρήσουμε κατάσταση υγείας την αθεΐα, τη γνώση, την τέχνη, πνευματικές καταστάσεις που μας φαίνονται «τέλειες» ή να εξαπατηθούμε και να νομίσουμε ότι δεν υπάρχει τέλειο, άρα καλά είμαστε εδώ, ασθενείς, αλλά «φυσιολογικοί» (τότε δεν έχουμε σπουδάσει τους αγίους και δεν ξέρουμε τη δική τους φυσιολογική κατάσταση).
Μπορεί όμως να διαπιστώσουμε με πόνο ότι δεν βρήκαμε τη θεραπεία. Και τότε ακόμη, έστω κι αν είμαστε γέροι, έστω κι αν είμαστε ψυχικά και σωματικά ερείπια, ακόμη κι αν έχουμε κάνει κακό στον εαυτό μας και σε άλλους, δεν είναι αργά. Σας παρακαλώ να θυμάστε ότι δεν είναι αργά. Η θεραπεία –η μετάνοια και η αγάπη– είναι πάντα εδώ και μας περιμένει. Και είναι εύκολη. Ξεκινάει δύσκολα, γιατί πρέπει να «νεκρώσουμε» το μέχρι τώρα λανθασμένο τρόπο ζωής μας, αλλά είναι σα μητρικό χάδι, που δεν τιμωρεί, αλλά ξεκουράζει. Η αμαρτία τιμωρεί, όχι η αγάπη –και ο Θεός είναι η αγάπη.
Ορισμός της αμαρτίας
Αμαρτία: μια ασθένεια, κατά την οποία η αγάπη που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο δεν κατευθύνεται στο Θεό και το συνάνθρωπο, αλλά στο Εγώ του ανθρώπου και σε άλλα –πραγματικά ή φανταστικά– αντικείμενα (ο εγωιστής δεν αγαπά τον εαυτό του, αλλά το Εγώ του, ένα φανταστικό είδωλο του εαυτού του που έχει σχηματιστεί μέσα του με τα χρόνια).
Αμαρτωλός δηλαδή είναι εκείνος που δεν είναι φιλόθεος και φιλάνθρωπος αλλά φίλαυτος (αγαπά τον «εαυτό του»), φιλάργυρος, φιλήδονος, φιλόδοξος, φίλαρχος (αγαπά την εξουσία) κ.τ.λ., ακόμη και φιλόζωος («εγώ αγαπάω τα ζώα, αλλά όχι τους ανθρώπους» λένε κάποιοι, «γιατί οι άνθρωποι μ’ έχουν πληγώσει, ενώ τα ζώα ποτέ» –είναι προφανές ότι η στάση τους είναι αποτέλεσμα τραύματος, όχι υγείας).
Η αγάπη αυτή δεν τον ενώνει με τα όντα, αλλά προκαλεί διάσπαση ή, μάλλον, επιτείνει τη διάσπαση που προκλήθηκε στην αυγή της ιστορίας, με το προπατορικό αμάρτημα –που ήταν ακριβώς αυτού του είδους η αγάπη, η αγάπη του ανθρώπου προς τον (ειδωλοποιημένο) εαυτό του. Η κατάσταση αυτή της διάσπασης ονομάζεται «αμαρτία» (=σφάλμα) και θεωρείται από την ορθόδοξη πατερική παράδοση ασθένεια.
Οι μορφές αυτές αγάπης θεωρούνται πάθη και, όταν εισχωρήσουν βαθιά στην καρδιά, τη δεσμεύουν και εμποδίζουν το αυτεξούσιο να λειτουργήσει. Τότε ο άνθρωπος απαλλάσσεται απ’ αυτά με «συντριβή της καρδιάς», διαδικασία με την οποία βγαίνουν από την καρδιά του.
Ένα σύμπτωμα της αμαρτίας είναι και το ν’ αγαπά κάποιος την αρετή (την «ηθική») πιο πολύ από τον άνθρωπο, δηλαδή να μισεί ή να περιφρονεί τους ανήθικους –χωρίς να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την κακή πράξη ή τις κακές επιλογές του, ώστε να μισεί την κακία αλλά να αγαπά τον κακό. Φυσικά ο ίδιος βάζει τον εαυτό του στους «καλούς» ή, κάποιος άλλος, λέει ότι έτσι είναι η ζωή, «πρέπει να ’σαι κακός για να επιβιώσεις». Και πάλι, αγνοεί την επιβίωση των αληθινά υγιών, των αγίων.
Άλλο σύμπτωμα της αμαρτίας: το να περιορίζω την αγάπη μου μόνο στην οικογένειά μου και «στα συμφέροντα της οικογένειάς μου» και να μισώ τους «εχθρούς της οικογένειάς μου». Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του πιο πολύ από μένα δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 34-39), γιατί αυτή η αγάπη, και μάλιστα μετά από εκβιαστικές πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος, μπορεί να τον εμποδίζει από την υγιή αγάπη όλων των ανθρώπων, που είναι η αγάπη του Χριστού (Επαναστατήσατε ή ακόμα; [Προσοχή: Εγώ ξέρω καλύτερα ή ο Χριστός; Εγώ αγαπάω πιο πολύ τους δικούς μου ή ο Χριστός;]).
Όποιοι εμφανίζουν στην καρδιά τους αυτά τα συμπτώματα, δηλαδή όλοι ώς ένα βαθμό, κατά την ορθοδοξία, πάσχουν από την ασθένεια που ονομάζεται «αμαρτία».
Αμαρτωλός δηλαδή είναι εκείνος που δεν είναι φιλόθεος και φιλάνθρωπος αλλά φίλαυτος (αγαπά τον «εαυτό του»), φιλάργυρος, φιλήδονος, φιλόδοξος, φίλαρχος (αγαπά την εξουσία) κ.τ.λ., ακόμη και φιλόζωος («εγώ αγαπάω τα ζώα, αλλά όχι τους ανθρώπους» λένε κάποιοι, «γιατί οι άνθρωποι μ’ έχουν πληγώσει, ενώ τα ζώα ποτέ» –είναι προφανές ότι η στάση τους είναι αποτέλεσμα τραύματος, όχι υγείας).
Η αγάπη αυτή δεν τον ενώνει με τα όντα, αλλά προκαλεί διάσπαση ή, μάλλον, επιτείνει τη διάσπαση που προκλήθηκε στην αυγή της ιστορίας, με το προπατορικό αμάρτημα –που ήταν ακριβώς αυτού του είδους η αγάπη, η αγάπη του ανθρώπου προς τον (ειδωλοποιημένο) εαυτό του. Η κατάσταση αυτή της διάσπασης ονομάζεται «αμαρτία» (=σφάλμα) και θεωρείται από την ορθόδοξη πατερική παράδοση ασθένεια.
Οι μορφές αυτές αγάπης θεωρούνται πάθη και, όταν εισχωρήσουν βαθιά στην καρδιά, τη δεσμεύουν και εμποδίζουν το αυτεξούσιο να λειτουργήσει. Τότε ο άνθρωπος απαλλάσσεται απ’ αυτά με «συντριβή της καρδιάς», διαδικασία με την οποία βγαίνουν από την καρδιά του.
Ένα σύμπτωμα της αμαρτίας είναι και το ν’ αγαπά κάποιος την αρετή (την «ηθική») πιο πολύ από τον άνθρωπο, δηλαδή να μισεί ή να περιφρονεί τους ανήθικους –χωρίς να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την κακή πράξη ή τις κακές επιλογές του, ώστε να μισεί την κακία αλλά να αγαπά τον κακό. Φυσικά ο ίδιος βάζει τον εαυτό του στους «καλούς» ή, κάποιος άλλος, λέει ότι έτσι είναι η ζωή, «πρέπει να ’σαι κακός για να επιβιώσεις». Και πάλι, αγνοεί την επιβίωση των αληθινά υγιών, των αγίων.
Άλλο σύμπτωμα της αμαρτίας: το να περιορίζω την αγάπη μου μόνο στην οικογένειά μου και «στα συμφέροντα της οικογένειάς μου» και να μισώ τους «εχθρούς της οικογένειάς μου». Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του πιο πολύ από μένα δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 34-39), γιατί αυτή η αγάπη, και μάλιστα μετά από εκβιαστικές πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος, μπορεί να τον εμποδίζει από την υγιή αγάπη όλων των ανθρώπων, που είναι η αγάπη του Χριστού (Επαναστατήσατε ή ακόμα; [Προσοχή: Εγώ ξέρω καλύτερα ή ο Χριστός; Εγώ αγαπάω πιο πολύ τους δικούς μου ή ο Χριστός;]).
Όποιοι εμφανίζουν στην καρδιά τους αυτά τα συμπτώματα, δηλαδή όλοι ώς ένα βαθμό, κατά την ορθοδοξία, πάσχουν από την ασθένεια που ονομάζεται «αμαρτία».
Ποιοι είναι αυτοί οι ασθενείς;
Ας δούμε το ψυχογράφημα ενός ασθενούς κι ας διαπιστώσουμε πόσο υγιείς είμαστε (ο συγκεκριμένος ασθενής είναι θεολόγος και, υποτίθεται, συγγραφέας). [σημείωση "Νεκρού": το έχει εδώ].
Η θεραπεία
Ο δρόμος της θεραπείας είναι ο δρόμος της ταπείνωσης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπά τους πάντες, ακόμη κι αν «δεν αξίζουν» την αγάπη του. Ο δρόμος αυτός αρχίζει με τη μετάνοια και ολοκληρώνεται στη θέωση. Διαρκεί μια ζωή και απαιτεί σκληρό αγώνα. Λίγοι φτάνουν στο τέρμα, αλλά τουλάχιστον στο δεύτερο ή το τρίτο στάδιο είναι σχετικά «εύκολο» να φτάσει ο καθένας.
Πρώτο στάδιο: μετάνοια – ο άνθρωπος επιλέγει να αλλάξει τρόπο ζωής και να γίνει ταπεινός. Αν δεν είναι χριστιανός, με το στάδιο αυτό συνδέεται το βάπτισμα, δηλαδή η ένταξη του ανθρώπου στην παγκόσμια Εκκλησία. Σκοπός ύπαρξης της Εκκλησίας άλλωστε είναι αυτή η θεραπεία, γι’ αυτό τα παρακάτω αναφέρονται σε χριστιανούς.
Ας σημειωθεί όμως ότι:
«ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. 11, 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 242-243).
(Ο π. Σωφρόνιος του Essex είναι ένας από τους σύγχρονους Ρώσους αγίους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας - ["Νεκρός": βιογραφικό του με ένα κλικ]).
Επομένως μπορεί να σωθεί και ένας άνθρωπος που δεν εντάσσεται στην Εκκλησία, όμως η Εκκλησία είναι ο «ασφαλής δρόμος» (όχι ο «μόνος», αλλά ο «ασφαλής») που οδηγεί συνειδητά και με επίγνωση προς τη σωτηρία. Ωστόσο, ακατάλληλος δρόμος για τη σωτηρία είναι κάθε δρόμος που δε διδάσκει ταπείνωση και αγάπη.
Επομένως μπορεί να σωθεί και ένας άνθρωπος που δεν εντάσσεται στην Εκκλησία, όμως η Εκκλησία είναι ο «ασφαλής δρόμος» (όχι ο «μόνος», αλλά ο «ασφαλής») που οδηγεί συνειδητά και με επίγνωση προς τη σωτηρία. Ωστόσο, ακατάλληλος δρόμος για τη σωτηρία είναι κάθε δρόμος που δε διδάσκει ταπείνωση και αγάπη.
Δεύτερο στάδιο: εξομολόγηση (μια ανεπανάληπτη άσκηση ταπείνωσης) – θεία Μετάληψη (ένωση με το Θεό μέσω της βρώσης και της πόσης του ανθρώπινου Σώματος και Αίματός Του, πράγμα που δεν είναι αυτόματα η θέωση, αλλά το εφόδιο που σιγά σιγά θα με κάνει ικανό ν’ αγαπώ χωρίς όρια)
Σ’ αυτά τα δύο στάδια ο άνθρωπος μπορεί να μείνει χρόνια ή για πάντα. Μπορεί επίσης να πέφτει συνέχεια πίσω στο πρώτο στάδιο. Δεν πειράζει. Ας σηκώνεται ξανά. Όμως να μην κολλήσει, να μη βρίσκει ως υποκριτική δικαιολογία ότι δήθεν «είναι αδύναμος». Αφού ο Θεός είναι μαζί του, δεν είναι αδύναμος. Απλά, φοβάται τις δυσκολίες ή δε θέλει να προχωρήσει και λέει ψέματα στον εαυτό του.
Το να προχωρήσω από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο ή από το δεύτερο στο τρίτο είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να πολεμήσω με τον εαυτό μου, τις συνήθειές μου, τα συμφέροντά μου ή αυτά που με κάνουν να «νιώθω όμορφα». Αυτός ο αγώνας μερικές φορές προκαλεί μεγάλη ψυχική οδύνη και αναστάτωση. Συχνά απογοητευόμαστε ή κλαίμε. Όμως δεν είμαστε μόνοι. Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας. Η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν δεν είναι μια ψεύτικη παρηγοριά, αλλά ένα αληθινό μέσο να προχωρήσουμε.
Η θεία Μετάληψη και γενικά η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή (νηστεία, εκκλησιασμό κ.τ.λ.) αποσκοπεί στο να ανοίξει η «καρδιά» του ανθρώπου και να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει. Γι’ αυτό η εκκλησιαστική ζωή θεωρείται απαραίτητη.
Το να προχωρήσω από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο ή από το δεύτερο στο τρίτο είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να πολεμήσω με τον εαυτό μου, τις συνήθειές μου, τα συμφέροντά μου ή αυτά που με κάνουν να «νιώθω όμορφα». Αυτός ο αγώνας μερικές φορές προκαλεί μεγάλη ψυχική οδύνη και αναστάτωση. Συχνά απογοητευόμαστε ή κλαίμε. Όμως δεν είμαστε μόνοι. Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας. Η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν δεν είναι μια ψεύτικη παρηγοριά, αλλά ένα αληθινό μέσο να προχωρήσουμε.
Η θεία Μετάληψη και γενικά η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή (νηστεία, εκκλησιασμό κ.τ.λ.) αποσκοπεί στο να ανοίξει η «καρδιά» του ανθρώπου και να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει. Γι’ αυτό η εκκλησιαστική ζωή θεωρείται απαραίτητη.
Τρίτο στάδιο: κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη – ο άνθρωπος τους αγαπά πλέον όλους, και τους εχθρούς του, και προσεύχεται γι’ αυτούς. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι φτάνουν εδώ (πρώτο στάδιο αγιότητας). Σημειωτέον ότι «όσο μεγαλύτερη η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη της ψυχής. Όσο πληρέστερη η αγάπη, τόσο πληρέστερη η γνώση. Όσο θερμότερη η αγάπη, τόσο πιο πύρινη η προσευχή. Όσο τελειότερη η αγάπη, τόσο αγιότερος ο βίος», άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σελ. 443).
Τέταρτο στάδιο: φωτισμός του νου – ο άνθρωπος (άγιος) νιώθει το Άγιο Πνεύμα να ενεργεί μέσα του. Προσοχή: και στα προηγούμενα στάδια μπορεί να νομίζει ότι Το νιώθει, αλλά να είναι απάτη ή αυταπάτη. Γι’ αυτό χρειάζεται πάντα συμβουλή «γιατρού» (πνευματικού πατέρα, γέροντα).
Πέμπτο στάδιο: θέωση – ο άγιος βλέπει τον Τριαδικό Θεό (συνήθως ως Φως). Δε χρειάζεται λόγια ή προσευχές (αρκεί η «νοερά προσευχή»). Νιώθει τη χαρά και τον πόνο κάθε πλάσματος στη Δημιουργία (χαρμολύπη). Κάνει θαύματα. «Είναι θεός σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία» (άγ. Ισαάκ ο Σύρος), παραμένοντας άνθρωπος. Τότε η θεία Μετάληψη του προκαλεί ανέκφραστη χαρά, που δεν είναι «ιδέα του», αλλά πρόγευση του μελλοντικού πλήρους παραδείσου.
Οι εμπειρίες αυτού το σταδίου έρχονται και φεύγουν, αλλιώς ο άνθρωπος κινδυνεύει να τσακιστεί ή να νομίσει πως είναι ο Θεός (δηλ. θεός για τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας). Μόνο μετά το θάνατο και κυρίως μετά την ανάσταση των νεκρών (όταν θα έχει ολοκληρωθεί η ενότητα όλων των πλασμάτων που θέλουν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ενότητα) η θέωση θα είναι πλήρης, μόνιμη και διαρκής κατάσταση.
Ό,τι κι αν κάνουμε στην Εκκλησία, όλη η «εκκλησιαστική μας ζωή» (π.χ. η νηστεία, η εξομολόγηση, η προσευχή, η συμμετοχή μας στις εκκλησιαστικές τελετές και στα μυστηρια) αποσκοπεί στην επίτευξη αυτού του στόχου. Αν δεν την αξιοποιήσουμε, για να πλησιάσουμε έστω την κάθαρση (που είναι ένας εφικτός στόχος, αν και δύσκολος), τότε η εκκλησιαστική μας ζωή –και, ας μου επιτραπεί, όλη μας η ζωή– είναι στείρα.
Προσοχή
Η κατάσταση της θέωσης είναι «ακριβή». Οι άγιοι αγωνίζονται μια ζωή για να την πετύχουν και δίδεται μόνο στους ταπεινούς. Αν κάποιος, χωρίς να έχει φτάσει τουλάχιστον στην κάθαρση (ζωντανή, αληθινή και ανυποχώρητη αγάπη για όλους, συνδυασμένη με ταπείνωση), επιδιώκει να πετύχει το φωτισμό ή τη θέωση (για να απολαύσει τις υπερφυσικές εμπειρίες αυτών των σταδίων), κινδυνεύει. Πιθανόν θα ακολουθήσει μεθόδους, ασιατικές (γιόγκα κ.τ.λ.) ή ακόμη και χριστιανικές (προσευχή), αλλά χρησιμοποιημένες σαν μαγεία ή σα να είναι ασιατικές.
Οι ασιατικές μέθοδοι (διαλογισμός κ.τ.λ.) δεν είναι κατάλληλες για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ένωση με το Θεό, γιατί άλλωστε δεν αποσκοπούν σε κάτι τέτοιο. Δεν προϋποθέτουν μετάνοια, που συχνά είναι οδυνηρή, αλλά προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη. Θέτουν τον άνθρωπο στο κέντρο της προσπάθειας και προσπαθούν να ανασύρουν από «τα βάθη του» τις «κρυμμένες δυνάμεις του» και να επιτύχουν «αυτοπραγμάτωση», «αρμονία», «ανώτερη συνειδητότητα». Όμως η θέωση δεν είναι κάτι που αρχίζει τόσο γλυκά. Χωρίς κάθοδο στον άδη, δεν υπάρχει ανάσταση.
[Σε φιλοσοφικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως, αν το άπειρο είναι κομμάτι μας, τότε οποιαδήποτε “θέωσή μας”, δηλαδή ανάδειξη των δικών μας βαθύτερων δυνάμεων, μας αφήνει άτομα (όντα με υπαρκτικό κέντρο το Εγώ τους), ενώ, αν το άπειρο είναι ένα Άλλο Πρόσωπο (άπειρο πρόσωπο = θεός, και ένας μόνο άπειρος Θεός μπορεί να υπάρχει, αλλιώς δε θα ήταν άπειρος. Μόνο που, για μας, ο άπειρος Θεός είναι η ασύλληπτη σχέση αγάπης Τριών Προσώπων άπειρα αγαπητικών, που η άπειρη αγάπη Τους Τα ενοποιεί κι έτσι γίνονται Ένας Θεός), τότε η θέωσή μας μάς κάνει απείρως πρόσωπα (όντα με υπαρκτικό κέντρο ένα Άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν). Εννοείται πως τότε γινόμαστε κοινωνοί του απείρου, γι’ αυτό και η αγάπη μας διαχέεται σε όλα τα όντα, όπως η αγάπη του Θεού].
Το ίδιο ισχύει αν χρησιμοποιούμε την προσευχή ως «μέθοδο» ανάπτυξης των «δυνατοτήτων μας». Πιθανότατα:
Οι ασιατικές μέθοδοι (διαλογισμός κ.τ.λ.) δεν είναι κατάλληλες για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ένωση με το Θεό, γιατί άλλωστε δεν αποσκοπούν σε κάτι τέτοιο. Δεν προϋποθέτουν μετάνοια, που συχνά είναι οδυνηρή, αλλά προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη. Θέτουν τον άνθρωπο στο κέντρο της προσπάθειας και προσπαθούν να ανασύρουν από «τα βάθη του» τις «κρυμμένες δυνάμεις του» και να επιτύχουν «αυτοπραγμάτωση», «αρμονία», «ανώτερη συνειδητότητα». Όμως η θέωση δεν είναι κάτι που αρχίζει τόσο γλυκά. Χωρίς κάθοδο στον άδη, δεν υπάρχει ανάσταση.
[Σε φιλοσοφικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως, αν το άπειρο είναι κομμάτι μας, τότε οποιαδήποτε “θέωσή μας”, δηλαδή ανάδειξη των δικών μας βαθύτερων δυνάμεων, μας αφήνει άτομα (όντα με υπαρκτικό κέντρο το Εγώ τους), ενώ, αν το άπειρο είναι ένα Άλλο Πρόσωπο (άπειρο πρόσωπο = θεός, και ένας μόνο άπειρος Θεός μπορεί να υπάρχει, αλλιώς δε θα ήταν άπειρος. Μόνο που, για μας, ο άπειρος Θεός είναι η ασύλληπτη σχέση αγάπης Τριών Προσώπων άπειρα αγαπητικών, που η άπειρη αγάπη Τους Τα ενοποιεί κι έτσι γίνονται Ένας Θεός), τότε η θέωσή μας μάς κάνει απείρως πρόσωπα (όντα με υπαρκτικό κέντρο ένα Άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν). Εννοείται πως τότε γινόμαστε κοινωνοί του απείρου, γι’ αυτό και η αγάπη μας διαχέεται σε όλα τα όντα, όπως η αγάπη του Θεού].
Το ίδιο ισχύει αν χρησιμοποιούμε την προσευχή ως «μέθοδο» ανάπτυξης των «δυνατοτήτων μας». Πιθανότατα:
«θ’ αρχίσουν τότε –να φυλάει ο Θεός– οι “οράσεις”, οι “χαρισματικές” επισκέψεις. Όλα θα πάνε σχετικά εύκολα, η αγρυπνία, η νοερά προσευχή, η εγκράτεια στην τροφή και, εν συντομία, η πορεία προς την τελειότητα», απατηλά όμως. «Ο εχθρός θα τον παρακινεί σε αγώνες που δεν ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και συνεχώς θα του ψιθυρίζει: δες αυτό, δες εκείνο να η χάρη, να η τελειότητα, να εκείνος ο γνόφος ή το φως ή η αλήθεια κ.ο.κ. Με αυτά λοιπόν θα τον οδηγήσει προς την ολοκληρωτική απώλεια, εισάγοντας στη θέση της αλήθειας την πλάνη ή γεμίζοντας το νου και την καρδιά του με οίηση (=εγωισμό) και θα τον κάνει ανίκανο να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που είναι πάντοτε έτοιμη να μας επισκεφτεί… Ένα μόνο κατάλαβα, ότι δεν πρέπει ποτέ ο άνθρωπος να ορμά προς τα οράματα, προς τη θεωρία (=θέα του Θεού), προς τις υψηλές κατακτήσεις. Όλα αυτά είναι ο δρόμος της πλάνης… Μην επιθυμείτε οράματα, ακόμα και την ώρα των οραμάτων» (π. Σωφρόνιος, στο Αγώνας θεογνωσίας, κεφ. 13 – μετά θάνατον έκδοση της πολυκύμαντης αλληλογραφίας του με το Δαβίδ Μπάλφουρ, έναν Άγγλο ορθόδοξο).
Η επιθυμία και η επιδίωξη μεταφυσικών εμπειριών, ακόμη και μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική ζωή, κρύβει μια ιδιοτέλεια. Ο χριστιανός απλώς διψάει για το Θεό (θείος έρως) και προσεύχεται με την επιθυμία: «Θεέ μου, άνοιξε την αγκαλιά Σου και βάλε με μέσα, τον αμαρτωλό». Γι’ αυτό και η συνηθέστερη προσευχή των ορθόδοξων μοναχών είναι η λεγόμενη «μονολόγιστη ευχή»: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Η προσευχή αυτή δε ζητά τίποτα συγκεκριμενο από το Θεό, και συγχρόνως ζητά τα πάντα. Αφήνει όμως Εκείνον να ελεήσει τον άνθρωπο, όπως Εκείνος θέλει, δηλαδή όπως Εκείνος ξέρει.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου