Βιβλιοπαρουσίαση
Με δέος, συστολή και επίγνωση της προσωπικής μου αδυναμίας τολμώ σήμερα να παρουσιάσω στη αγάπη σας ένα καινούργιο βιβλίο, που πιστεύω πως θα γίνει πνευματικό εντρύφημα χιλιάδων ψυχών της γενεάς «των ζητούντων τον Κύριον». Πρόκειται για το βιβλίο που πρόσφατα εκδόθηκε με τον τίτλο: «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ» του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Αριζόνας Η.Π.Α. 2008.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, υπήρχαν «πλήθος από προφορικές και γραπτές διδαχές, συμβουλές, υποδείξεις και πατρικές νουθεσίες του πατρός Εφραίμ του Φιλοθεΐτου, που έχουν ως αναφορά την υποδειγματική ζωή του οσίου Γέροντός του, δηλαδή του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού και Σπηλαιώτου».
Η προσφορά του αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου έγκειται στο γεγονός ότι «οι πολύτιμες αυτές αγιοπνευματικές αναφορές του πατρός Εφραίμ (Φιλοθεΐτου) στον όσιο Γέροντά του συνελέγησαν (από τον ίδιο) με ιδιαίτερη προσοχή στο βιβλίο αυτό, για να γνωρίσει το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον μεγάλο ησυχαστή του 20ου αιώνος, τον θεόπτη, τον ασκητή, τον απλανή εργάτη της νοεράς προσευχής και τον αναβιωτή της Παλαμικής παραδόσεως» (σ. 9-10). Ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος για δύομισυ χρόνια κοπίασε και αναλώθηκε για να διαμορφώσει, να συνδέσει και να επιμεληθεί κείμενα εμπειρικά που μας διέσωσε η αγάπη του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου. Τους ευχαριστούμε και τους δύο για την πνευματική αυτή προσφορά τους.
Φρονώ ότι το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει ένα σύγχρονο αγιορείτικο γεροντικό, χρησιμότατο στην πνευματική πορεία τόσο των μοναχών, όσο και των λαϊκών. Δεν είναι ένα βιβλίο θεωρητικό, διανοητικό, αλλά ένα βιβλίο που μας διασώζει καταγεγραμμένες πνευματικές εμπειρίες του Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, αλλά και πνευματικές εμπειρίες που είχαν όσοι συνδέθηκαν πνευματικά μαζί του, όπως ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο πρώτος συνασκητής του ο Γερο-Αρσένιος, ο παπα-Χαράλαμπος ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους και πολλοί άλλοι, οι οποίοι αξιώθηκαν υψηλών πνευματικών καταστάσεων χάρις στην καθοδήγηση και προσευχή του Γέροντός τους Ιωσήφ του ησυχαστού, αλλά και στην άκρα υπακοή, αγάπη και ευλάβεια που επέδειξαν στο πρόσωπο του Γέροντά τους.
Στις μέρες μας έχουμε κουρασθεί και έχουμε στεγνώσει από τη στείρα ακαδημαϊκή θεολογία, τη θεολογία των σαλονιών και της θολοκουλτούρας και σαν τα διψασμένα ελάφια αναζητούμε τη γνήσια θεολογία, που είναι καρπός της ερήμου, της ασκήσεως, της υπακοής και της προσευχής. Μια τέτοια θεολογία μας προσφέρει ο Γέροντας Ιωσήφ, στο από καιρό εκδοθέν βιβλίο υπό του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας» (1979) -που αποτελεί μια πολύτιμη συλλογή επιστολών του Γέροντος «προς μοναστάς και κοσμικούς»-, όσο και στο παρόν πόνημα που παρουσιάζουμε. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου π. Ιερόθεος Βλάχος έχει γράψει σχετικά με τον Γέροντα Ιωσήφ: «Η πραγματική Ορθόδοξη Θεολογία είναι εμπειρία, είναι γνώση του Θεού που δίδεται σε εκείνον του οποίου η καρδιά και ο νους έχουν καθαρθεί και φωτισθεί. Θεολόγοι κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι “οι διαβεβηκότες εν θεωρία“, και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο είναι κυρίως οι θεόπτες. Στην Καινή Διαθήκη η θεολογία ταυτίζεται με την Προφητεία και ο θεολόγος με τον Προφήτη, ο οποίος δέχεται τον δοξασμό, μετέχει δηλαδή της δόξης του Θεού. Με αυτήν την έννοια ο αείμνηστος γέροντας Ιωσήφ, όπως φαίνεται στο βιβλίο αυτό που σχολιάζουμε (εννοεί την «ΕΚΦΡΑΣΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ» που προαναφέραμε), είναι ένας θεολόγος, που γνωρίζει τον Θεό εξ εμπειρίας και οδηγεί απλανώς τους ανθρώπους σε αυτήν την γνώση, που ταυτόχρονα είναι κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό» (πηγή Διαδύκτιο: [παρέμβαση]
Ο Γέροντας Ιωσήφ είναι ο θεοδίδακτος ανανεωτής και συνεχιστής της ησυχαστικής παραδόσεως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλης της χορείας των Νηπτικών Πατέρων, σε μια εποχή μάλιστα που η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος είχε σιγήσει. Οπως αναφέρει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε, απέφευγε να συνομιλεί με τους άλλους Αγιορείτες πατέρες γιατί θα τον δηλητηρίαζαν. «Πως; Με το να μου πουν ότι ο Γέροντάς μου είναι πλανεμένος, ότι δεν βαδίζει καλά, ότι δεν ζη όπως όλοι οι άλλοι Αγιορείτες πατέρες. Διότι τότε η πλειονότητα των πατέρων θεωρούσαν την νήψι και την Νοερά προσευχή επικίνδυνα πράγματα, ταυτόσημα με την πλάνη. Με τέτοια λόγια θα χαλούσαν μέσα μου την πίστι και την εμπιστοσύνη στον Γέροντα από τον πόλεμο των λογισμών» (σ. 348). Μήπως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται; Μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα ζηλωτές στο Αγιον Ορος που αμφισβητούν τους συγχρόνους αγίους Γέροντες, που έχουν καταξιωθεί στην συνείδηση του λαού μας ο οποίος και επικαλείται ταπεινά την πρεσβεία τους;
Πνευματική ζωή δίχως πνευματικό καθοδηγητή δεν γίνεται. Γ αυτό, τον πρώτο καιρό που πήγε στο Άγιο Όρος ο Γέροντας Ιωσήφ μαζί με τον συνασκητή του π. Αρσένιο: «από τα τέλη του Φθινοπώρου του 1929 μέχρι τα μέσα του 1930 περιπλανώντο άοικοι, άστεγοι, ακτήμονες, σαν τους αρχαίους “βοσκούς”. Σπιθαμή προς σπιθαμή έψαχναν όλα τα καλύβια, όλες τις σπηλιές, όλες τις χαράδρες του Αγίου Όρους, στην προσπάθειά τους να βρουν όσα περισσότερα ψήγματα μπορούσαν από την ησυχαστική παράδοσι. Είναι αλήθεια, όμως, ότι η παλιά ζύμη είχε σχεδόν εξαφανισθή και γι αυτό πολύ θλιβόταν ο Γέροντας Ιωσήφ. Υπήρχαν βέβαια αρκετοί αγωνιστές, αλλά δεν είχαν το χάρισμα της πνευματικής νηπτικής καθοδηγήσεως» (σ. 93).
Εδώ ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του υμνογράφου των αναβαθμών: «Τοις ερημικοίς άπαυστος (=ακατάπαυστος) ο θείος πόθος εγγίνεται (=γεννιέται), κόσμου ούσι του ματαίου εκτός». Και πράγματι ο νεαρός Φραγκίσκος γεννημένος στην Πάρο το 1897 δεν έμεινε για πολύ στον μάταιο αυτό κόσμο. Η ενάρετη μητέρα του με θεία οπτασία πληροφορείται ότι ο γιός της δεν θα είναι για πολύ ακόμα κοντά της. Η Βουλή του Θεού τον προόριζε για άλλα πράγματα. Παραμένει μέχρι να γίνει έφηβος στην οικογένειά του και στα δεκαοκτώ του τον βρίσκουμε στον Πειραιά εργαζόμενο μέχρι να στρατευθεί στο πολεμικό ναυτικό. Απολυόμενος ασχολείται με το εμπόριο ως μικροπωλητής με κέντρο την Αθήνα.
Ο νεαρός Φραγκίσκος μελετά βίους αγίων από το “Νέον Εκλόγιον” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και πυρπολούμενος από θείο έρωτα αποφασίζει να γίνει μοναχός. Αξιώθηκε μάλιστα και θείου οράματος, με το οποίο τον καλούσε ο Θεός στην νέα του ζωή.
Μετά από πολλές περιπέτειες καταλήγει στο Άγιον Όρος σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών. Παραμένει για λίγο καιρό κοντά στη συνοδεία του Γέροντος Δανιήλ «και στη συνέχεια έζησε ως ερημίτης μέσα σε σπηλιές , με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, πτωχεία και αδιάλειπτη προφορική προσευχή. Ύστερα από δύο χρόνια σκληρών παλαισμάτων και κακοπαθειών και αφού έλαβε ουρανόθεν και υπερφυώς την Νοερά και καρδιακή προσευχή, δίκην απαλής αύρας, προερχομένης από το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως στη κορυφή του Άθωνα, συνεδέθη μετά του γέροντος Αρσενίου, με τον οποίον παρέμειναν αχώριστοι μέχρι την οσιακή κοίμησί του» (σ. 7).
Κατόπιν, γνωρίζεται με τον φημισμένο παπα-Δανιήλ -έγκλειστο ασκητή, λίαν σιωπηλό, και εφ όρου ζωής λειτουργό, από τον οποίο και έλαβε την ευλογημένη παράδοση της συνεχούς θείας μεταλήψεως. Αυτός ο Γέροντας «τόση χάρι βίωνε, ώστε όταν τελείωνε έπρεπε να περάση μια ώρα για να συνέλθη από τη Χάρι της θείας ιερουργίας. Και μόλις συνερχόταν, αμέσως πήγαινε στο κελλί του, για να συνεχίση και εκεί τα δάκρυα ώρες ολόκληρες». Σ αυτόν τον αγιασμένο ησυχαστή εξομολογούντο οι δύο υποτακτικοί. Γνώριζε μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια τα κρυπτά των καρδιών τους «γι αυτό και ο παπα-Δανιήλ έμπαινε κατευθείαν στην ουσία του προβλήματος και τους έδινε τις απαραίτητες συμβουλές» (σ. 66). Από αυτόν τον Γέροντα πήρε το πρόγραμμα και την τάξη ο Γέρων Ιωσήφ, το οποίο και παρέδωσε αργότερα στους υποτακτικούς του και εκείνοι με τη σειρά τους στις πολυάριθμες συνοδείες τους εντός και εκτός του Αγίου Όρους και της Ελλάδας.
Ο Γέροντας υπήρξε καταπληκτικός βιαστής στην αναζήτηση και κατάκτηση της θείας αγάπης. Γι αυτό και πλέοντας στο πέλαγος της θείας αγάπης αναφωνούσε: «Παύσον γλυκεία ΑΓΑΠΗ, τα ύδατα της Σης Χάριτος, ότι αι αρμονίαι των μελών μου διελύθησαν» (σ. 8). Ολα τα παραπάνω δεν υπήρξαν τυχαίες συμπτώσεις για τον Γέροντα. Διεξήγαγε μακροχρόνιους αιματηρούς αγώνες με τους δαίμονες. Αγρυπνούσε οκτώ με δέκα ώρες καθημερινά. Ζούσε με αυστηρότατη νηστεία, εγκράτεια και ακτημοσύνη, αγόγγυστη υπομονή. Εκανε απόλυτη υπακοή στον μετέπειτα απλούν Γέροντά του Εφραίμ τον βαρελά, καθώς και στον συμμοναστή του Γέροντος Εφραίμ του Βαρελά Γερο-Ιωσήφ. «Με όλες του τις δυνάμεις δόθηκε ο Φραγκίσκος στην μακαρία υπακοή, κάνοντας ό,τι μπορούσε, μ όλη του την καρδιά, για να τους αναπαύση. Αγάπησε τους Γεροντάδες του περισσότερο και από τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν έκανε υπακοή σαν αγγαρεία, αλλά με χαρά, που πηγάζει από αγάπη. Διότι όταν πραγματικά αγαπάς κάποιον, τότες αυθόρμητα κάνεις ό,τι μπορείς για να τον αναπαύσης» (σ. 72). Οι δύο συνασκητές, ο Φραγκίσκος και ο π. Αρσένιος ζούσαν σαν άγγελοι κοντά στα δύο γεροντάκια. «Ετοίμαζαν το φαγητό, καθάριζαν το σπίτι και έκαναν ό,τι χρειάζονταν με χαρά και αγάπη. (...) Τόση αγάπη είχαν στα γεροντάκια που τα χείλη τους έσταζαν μέλι. Ούτε πραγματικά παιδιά τους να ήταν» (...) «Και δεν άργησαν να δουν τους καρπούς. Χάρις στην υπακοή, όπως ήταν φυσικό, βρήκαν πολύ άνεσι στην προσευχή» (...) «Και πράγματι, καθ όλη εκείνη την περίοδο, τα δάκρυά του (του Φραγκίσκου) έτρεχαν, έτρεχαν ασταμάτητα σαν ποτάμι. Και η καρδιά του φλεγόταν από την αγάπη του Θεού και του πνευματικού του πατρός» (σ. 74). Γι αυτό και ο Γέροντας πάντοτε εκθείαζε την υπακοή και τη θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη αρετή. Η ζωή των δύο συνασκητών ήταν μια ζωή σιωπής και προσευχής «εν τοις όρεσι και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια΄, 38). Έψαχναν να βρουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα σπήλαια και τα καλύβια της περιοχής των Κατουνακίων. Εκαναν μεγάλους αγώνες πάντοτε με την ευλογία του πνευματικού τους. Παράλληλα μελετούσαν καθημερινά τα ασκητικά συγγράμματα των Πατέρων, πρωτίστως την Αγία Γραφή, ιδίως την Καινή Διαθήκη και τους Ψαλμούς, καθώς και τους Βίους των αγίων «που ξεκουράζουν τον νού, γλυκαίνουν την καρδιά, εμπλουτίζουν την διάκρισι και διεγείρουν τον ζήλο για μεγαλύτερα ασκητικά κατορθώματα» (σ. 76). Ενα από τα γεραντάκια, ο Γερο- Ιωσήφ εκοιμήθη εν Κυρίω. Αργότερα, με πρόταση του Γέροντος Εφραίμ, ο Φραγκίσκος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών (31η Αυγούστου 1925) και λαμβάνει το όνομα του μεταστάντος Γέροντος Ιωσήφ. Το 1928 οι δύο υποτακτικοί μετακομίζουν με το γέροντά τους για περισσότερη ησυχία στην Σκήτη του αγίου Βασιλείου, ώστε απερίσπαστα να καλλιεργήσουν την ευχούλα. Αναγκάστηκαν να κτίσουν από την αρχή τα κελλάκια τους με πολύ πενιχρά υλικά. «Σαν τα κοτέτσια ήταν (τα κελλιά τους) , όπου η πόρτα και το παράθυρο ήταν ένα και το αυτό. Αλλά η θέα από εκεί ήταν κάτι το εξαιρετικό» (σ. 86). Μετά την κοίμηση και του Γέροντος Εφραίμ οι δύο υποτακτικοί κληρονόμησαν ως εφόδιο και σκέπη την ευχή των Γεροντάδων τους. Ο Ιωσήφ σε ηλικία τριάντα δύο ετών έγινε κανονικός Γέροντας. Μετά την κοίμηση του Γέροντός τους Εφραίμ οι δύο υποτακτικοί επεδόθησαν σε ακόμα μεγαλύτερους αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, προσευχή. Κύριο μέλημά τους η νοερά προσευχή. Το 1938 μετακομίζουν στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Σ ένα από τα σπήλαια υπήρχε η Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί διαμόρφωσαν τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως το 1947. Το 1951 μεταφέρονται στην Νέα Σκήτη, στην καλύβη του Εύαγγελισμού της Θεοτόκου. Η αναχώρηση για την ουράνια πατρίδα του Γέροντος Ιωσήφ έγινε στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως τον είχε πληροφορήσει ο ίδιος ο Θεός.
Η ενδιαφέρουσα συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου