Αν ο εβραϊκός λαός, παρά τα θαύματα που πραγματοποίησε ο Μωυσής, αποδείχθηκε ανίκανος να υψωθεί στη θέα του Θεού, η προετοιμασία για τον Χριστό απαιτούσε πολύ περισσότερα. Γιατί, πώς να δεχθούν την ιδέα ότι αυτός ο ακατάληπτος, απόλυτος Θεός μπορεί να εμφανισθεί [//45] με μορφή[1] ανθρώπου, πώς να προσλάβουν αυτή τη μορφή του είναι; Για μας, όταν γεννηθήκαμε, η αγάπη προς τον Χριστό ριζώθηκε, όπως θα λέγαμε, κατά παράδοση· από τις καρδιές της μητέρας και του πατέρα, των πάππων και των προππάπων έφθασε στη δική μας καρδιά, και στην παιδική ηλικία ήταν αυταπόδεκτη. Όλα ήταν απλά και καθαρά: Αυτός είναι ο Θεός. Αλλά κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα έντονα αρνητικές συνέπειες των αναζητήσεων του ανθρώπου στον χώρο της Χριστολογίας: «Μπορούμε να λέμε πολλά σημαντικά πράγματα για τον θαυμαστό αυτό άνθρωπο, αλλά ωστόσο, το να σκεφτούμε ότι αυτός είναι Θεός είναι εντελώς ανόητο!». Πώς ο αχανής αυτός κόσμος θα μπορούσε να δημιουργηθεί από άνθρωπο, ακόμη και αν ήταν τόσο θαυμαστός, όσο ήταν ο Χριστός;
Για μένα η τοποθέτηση αυτή δεν παρουσίαζε τόση δυσκολία. Διότι από τα νεανικά μου χρόνια είχα την έφεση να γνωρίσω τον Δημιουργό μου, την Αρχή εκείνη στην οποία οφείλεται η ύπαρξή μου. Αν αγνοώ αυτή την Αρχή, αυτή την Πηγή της ζωής μου, πάσχω πάρα πολύ· πάσχω όχι μόνο από την ανεπάρκεια αυτή της γνώσεως, αλλά και γενικά από όλες τις παρατηρήσεις επάνω στην ανθρώπινη ζωή. Βλέπω τον εαυτό μου βυθισμένο κατά κάποιον τρόπο στον κατακλυσμό των παθημάτων ολόκληρης της ανθρωπότητος· τότε για μένα είναι φανερό ότι Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο είναι Θεός και οφείλει να φανερωθεί. Και πώς θα μπορούσε Αυτός να μας μιλήσει, αν δεν ελάμβανε τη μορφή μας; Και αυτό ακριβώς έγινε. Μας μίλησε στη γλώσσα μας, έζησε μαζί μας, στις συνθήκες της γης μας. Γεννήθηκε σαν τον τελευταίο φτωχό. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι Αυτός ήταν πιο πλούσιος από οποιονδήποτε [//46] άλλο. Δεν κατείχε καμία εξουσία στον κόσμο αυτό. Και σε αυτή, θα έλεγε κανείς, τη φρικτή θέση φανέρωσε την αληθινή Μορφή και του Αιώνιου Επουράνιου Πατρός και του τέλειου Ανθρώπου.
Όταν έτσι δέχεσαι τον Χριστό, τότε πολλοί λόγοι του Ευαγγελίου γίνονται ζωντανοί και εξαιρετικά εντυπωσιακοί. Για παράδειγμα, όταν διαβάζω τους λόγους: «Η γυνή όταν τίκτη λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον»[2]. Αν μελετήσουμε τη λογοτεχνία, όσο είναι δυνατό, σε όλη την ιστορία του κόσμου, θα δούμε ότι κανείς ποτέ δεν είπε τέτοια λόγια, λόγια απλά αλλά εξαιρετικά μεγαλειώδη. Μου έγινε ξεκάθαρο πως έτσι μπορούσε να μιλάει μόνο Εκείνος που δημιούργησε αυτό τον κόσμο. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίσθηκε ο άνθρωπος, η υψηλότερη μορφή κτίσματος ήταν ενδιαφέροντα και εξελιγμένα ζώα, των οποίων ωστόσο η φθαρτότητα απείχε από εκείνο που προέβλεπε και ήθελε να δημιουργήσει ο Θεός, δηλαδή την αθανασία του κτίσματος. Η αθανασία προκύπτει από τη μετοχή του κτιστού στη ζωή της Θεότητος[3].
απόσμασμα απο το βιβλίο "Γράμματα απο την Ρωσσία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου