Μια σπάνια, απίστευτη φωνή με εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις, μια σπουδαία μαστόρισσα στον στίχο και αυτόφωτη στις μελωδίες της. Μια γυναίκα όλη ψυχή, που παλεύει από μικρό κορίτσι και έχει καταφέρει να σταθεί «αντρίκια» στον χώρο της, χωρίς να παρεκκλίνει από τις αξίες της ούτε να κάνει εκπτώσεις στα πιστεύω της. Αυτοάμυνά της ενάντια στις σειρήνες της δουλειάς της, η απόλυτη σιωπή. Αλλά όταν αποφασίζει να μιλήσει, έχει πάρα πολλά να πει...
Ανέκαθεν η συμπεριφορά της ήταν αντισυμβατική. Ετσι λειτουργούσε πάντα. Πλέον είναι χήρα, γιαγιά, αλλά παραμένει μια όμορφη γυναίκα και, όπως δηλώνει η ίδια, ερωτευμένη... Ανάλογα με τη συζήτησή μας γίνεται γλυκιά, μελιστάλαχτη, θεριεύει, πάλλεται... Οπως και αν είναι όμως, τα λόγια της βγαίνουν πάντα από τα βάθη της ψυχής της.
- Πόσο διαφορετικό θα είναι αυτό το ξεκίνημα των εμφανίσεών σας σε έναν χώρο διασκέδασης όταν τριγύρω μας συμβαίνουν όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά;
Μια ανακούφιση σε όλα αυτά τα τρομερά και αποτρόπαια, όπως σωστά λες, θα είναι το δικό μου πετραδάκι. Σκέφτηκα ένα λαϊκό πάλκο με την έννοια του «λαού». Να έχει, δηλαδή, τιμές λαϊκές το μαγαζί και να ακούει ο κόσμος καλό τραγούδι. Ενα πραγματικό λαϊκό πατάρι, όπως κάνανε παλιά, που πήγαιναν οι άνθρωποι με την ησυχία τους να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα. Αυτό που κάνουμε θα δώσει τόνωση στο λαϊκό τραγούδι. Να είναι κάτω χαλαρός ο κόσμος, όπως κάποτε, και όχι στην τσίτα.
- Φέτος σας συναντάμε στο «ACRO», έναν χώρο διαφορετικό από εκείνους που σας είχαμε συνηθίσει.
Το πάλκο αυτό που ήθελα να κάνω στην αρχή ήταν για το «Χάραμα» στην Καισαριανή. Επικοινώνησαν, λοιπόν, οι δύο συνεργάτες μου, η Κυριακή Αιλιανού και ο Ντίνος Νταλής, και λένε στον τότε επιχειρηματία «η Ελένη θέλει το μαγαζί». «Δυστυχώς δεν το έχω πλέον εεγώ» τους απάντησε εκείνος και έτσι προχωρήσαμε πλέον με τον εξαιρετικό κύριο Ηλία Μαροσούλη. Είναι η πρώτη φορά αποκαλώ «κύριο» έναν επιχειρηματία, γιατί του αξίζει, καθώς γνωρίζεις καλά ότι συνειδητά εγώ δεν τραγουδάω σε μεγάλες πίστες, παρά μόνο σε μπουάτ ή σε μουσικές σκηνές και σε χώρους με «ψυχή», φιλικούς προς εμένα... Δέχτηκα όμως και απειλές από μαγαζί της περιοχής, επειδή δεν ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους...
- Ο τρόπος διασκέδασης όπως τον είχαμε συνηθίσει θα αλλάξει; Σας προβληματίζει αυτό ως καλλιτέχνιδα;
Δεν υπάρχει ανάσταση χωρίς σταύρωση. Αυτήν τη στιγμή, και ειδικά το λαϊκό τραγούδι, περνάει έναν καλλιτεχνικό μεσαίωνα. Ενώ το έντεχνο δεν θα τον περάσει, καθώς οι άνθρωποι που το εκπροσωπούν και εκείνοι που μπορούν να το εισπράξουν έχουν ταξική συνείδηση. Οπότε το έντεχνο δεν κινδυνεύει, παρά μόνον το λαϊκό τραγούδι και αυτό οφείλεται στους μεσάζοντές του. Τώρα, εάν εννοείς πολλά ονόματα σε μια σκηνή; Ονόματα υπάρχουν, αξία δεν έχουν. Πάμε παρακάτω τώρα.
Ο ΝΤΑΛΑΡΑΣ, Η ΑΡΕΤΗ, Ο YAZDJIAN
- Το ταλέντο σας σας επέτρεπε να περνάτε με τη μεγαλύτερη ευκολία από το ένα είδος στο άλλο, δίνοντας πάντα τη σωστή ερμηνεία. Αυτός δεν είναι ο υψηλότερος στόχος ενός καλλιτέχνη;
Αυτός είναι ο λόγος που ο καλλιτέχνης ονομάζεται κλασικός τραγουδιστής. Ο κλασικός τραγουδιστής, για παράδειγμα ο Νταλάρας, τα λέει όλα: από μπαλάντα, δημοτικό μέχρι αμανετζίδικο. Να μπορείς χωρίς τσαλκάντζα να κάνεις «χρώμα» εκεί που το πονάει το τραγούδι, να το πειράξεις. Αυτό το έχεις ή δεν το έχεις. Διαφορετικά δεν γίνεται.
- Φωνές χαρακτηριστικές σαν τη δική σας υπάρχουν σήμερα;
Ξεχωρίζω την Αρετή Κετιμέ και τη Μυρτώ Ναούμ, γι’ αυτό και την έχω κοντά μου.
- Με ποιον συνάδελφό σας θα θέλατε να ξαναβρεθείτε;
Με τον Αρμένη Haig Yazdjian, που ήμασταν στο «Κύτταρο».
- Ποιο τραγούδι σας σημάδεψε περισσότερο;
«Ενα χειμωνιάτικο πρωί»… Εμενα και όλες τις γυναίκες της Ελλάδας.
- Το χειροκρότημα το επιζητείτε;
Θέλω το γενικό χειροκρότημα και ας μην ακούγεται. Με ενδιαφέρει να φεύγει ο κόσμος και να είναι γεμάτος χωρίς να ξέρει το γιατί. Βέβαια, αν κάνεις κάτι ωραίο και χειροκροτήσουν από κάτω, είναι εξίσου καλό γιατί νιώθεις ότι επικοινωνείς. Είμαι τραγουδίστρια της διπλανής πόρτα, γι’ αυτό έγραψα και το τραγούδι «Το απέναντι μπαλκόνι».
- Είστε μια καλλιτέχνις που εμφανίζεται μόνον όποτε θέλει να επικοινωνήσει αληθινά με το ακροατήριό της;
Πραγματικά ναι, γι’ αυτό και κάνω μεγάλες αποχές. Ελπίζοντας μετά να κάνω κάποια προγράμματα που να έχουν κάποια ποιότητα, έτσι νομίζω...
«ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΑ»
- Τι είναι αυτό που σας έκανε κάποια στιγμή να φύγετε από το τραγούδι;
Είχα την ανάγκη να μαζέψω τα κομμάτια μου, να μείνω μόνη μου με τον άντρα μου -ο Θεός να τον συχωράει- τον Βαγγέλη Ξύδη και με το παιδί μου, τον Νίκο. Είχα καταπιεί από μικρή πολλά και ήρθε η ψυχή μου και μπούκωσε... Αρχισα να τσακώνομαι με τους δικούς μου ανθρώπους και εκεί επάνω είπα «Οπα! Πρέπει να κάνω αποχή, να βρω την Ελένη που έχασα»... Πέθανε και ο άντρας μου και χρειάστηκα πολύ καιρό να πατήσω ξανά στα πόδια μου. Γι’ αυτό χάθηκα.
- Σας είχε κουράσει κάποια στιγμή η νύχτα;
Με κούρασε η νύχτα όταν είχα το παιδί μικρό, γιατί ήθελα να τον φροντίζω εγώ και να τρώει από έμενα και όχι από τη γυναίκα που είχα στο σπίτι. Τότε έτυχε να δουλεύω ταυτόχρονα σε δύο δουλειές και να μεγαλώνω και τον Νίκο.
- Αισθανθήκατε ποτέ ενοχές;
Αισθάνθηκα ένοχη όταν χώρισα από τον άντρα μου, που δεν ήταν για πολύ, αλλά ήταν πολύ για το παιδί μου. Χώρισα για έναν χρόνο. Ομως φρόντισα το παιδί μου να μην έχει κανένα πρόβλημα, αλλά θα προτιμούσα να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό.
- Είσαστε δύσκολος άνθρωπος;
Απ’ ό,τι μου λένε οι άνθρωποι που με αγαπάνε πολύ, δεν είμαι... Με εκείνους! Με όσους όμως δεν μπορώ να επικοινωνήσω, φαίνεται ότι είμαι δύσκολη έως σπαστικιά. Και αν χαλαστώ, μπορεί και να τα κάνω όλα «καλοκαιρινά»! Πάντα ήμουν αληθινή, ποτέ δήθεν...
- Ποια είναι τα καλλιτεχνικά απωθημένα σας;
Δεν έχω πια... Πάντως το απωθημένο μου ήταν ότι η φωνή μου ήταν πολύ λεπτή και δεν «πατούσε» καλά.
- Αλλο, πιο προσωπικό απωθημένο;
Ναι, με έπιασε και έμενα κάποτε ένας νεοπλουτισμός και έγινα αμερικανάκι. Τότε ήμουν πιο νέα και είχα ένα σπίτι 600 τ.μ. με πισίνα και αλεξίσφαιρα τζάμια. Να φανταστείς, κάποια στιγμή με την τρέλα που με είχε πιάσει με τη γνωστή ιστορία με τα χάπια, έμεινα για δυόμιση χρόνια στην προεδρική σουίτα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάννια», δίνοντας τότε 400.000 δρχ. την ημέρα. Σκέψου τι λεφτά θα είχα σήμερα! Εκεί μου την είχε βαρέσει... Αν με ρωτήσεις σήμερα γιατί το έκανα, σου έχω την απάντηση: ήθελα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου.
- Ποια είναι η σχέση σας με το χρήμα;
Ή σκ... ή λεφτά το ίδιο μου είναι. Αυτή είναι η σχέση μου με αυτό.
- Τι τίτλο θα δίνατε στη ζωή σας εάν γινόταν ταινία;
Θα ήταν πολύ θλιβερό, εάν δεν ήταν τόσο αστείο...
«Εξομολογούμαι, προσεύχομαι και ερωτεύομαι»
- Βρεθήκατε ποτέ σε αδιέξοδο;
Πολλές φορές. Και σε ψυχίατρο έχω πάει και στον πνευματικό μου πηγαίνω. Τον ψυχίατρο τον έκοψα, γιατί πλέον δεν τον χρειάζομαι και τον αντικατέστησα με τον παππούλη, στον οποίο πάω και εξομολογούμαι και προσεύχομαι. Για μένα η ζωή είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Ο έρωτας σε φέρνει στη ζωή και ο θάνατος σε παίρνει.
- Φλερτάρατε στη ζωή σας όσο έπρεπε;
Φλέρταρα τόσο πολύ που κάποια στιγμή έκανα λάθος και έκλεισα στα Κάτω Πατήσια ραντεβού στο ίδιο σημείο με δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Ευτυχώς που με ειδοποίησε η ξαδέλφη μου και μου είπε «πρόσεξε, είναι και οι δύο εδώ, περίμενε να διώξω τον έναν». Εχω δώσει και έχω εισπράξει πολλή αγάπη. Σήμερα που μιλάμε, έπειτα από πολύ καιρό είμαι ξανά ερωτευμένη με έναν σχεδόν συνομήλικό μου... Είμαι στα καλύτερά μου αυτήν την εποχή, το είχα πολύ ανάγκη.
- Ποιο είναι το alter ego σας τα τελευταία χρόνια;
Η συνεργάτις μου, η Κυριακή Αιλιανού, την αγαπώ και την εκτιμώ πολύ. Την άκουσα για πρώτη φορά στον ραδιοφωνικό σταθμό Μελωδία και θέλησα να τη συναντήσω, και από τότε είναι πάντα δίπλα μου. Με τις καλές μου και τις κακές μου, δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Τη νιώθω οικογένειά μου. Μαζί φτιάξαμε και το πρόγραμμα για το μαγαζί.
- Τι νοσταλγείτε και τι απεχθάνεστε από το χτες;
Την αθωότητά μου και απεχθάνομαι αυτό που απέκτησα: έγινα λίγο πονηρή, από άμυνα.
«Αν έφαγα ψωμί σαν πρώτη φίρμα, το χρωστώ σε εκείνους με το “βάρα μου το ντέφι”»
- Θέλω να σας πάω αρκετά χρόνια πίσω, τότε που ξεκινούσατε από αυτό το «μεγάλο σχολείο» των πανηγυριών, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων.
Ναι, ξεκίνησα από τα πανηγύρια καθώς πήγαινα μαζί με τους γονείς μου και έβλεπα τη μητέρα μου να βαράει το ντέφι, κάτι που μου άρεσε πολύ και ήθελα να το κάνω και εγώ. Τα αφτιά μου γεμίζανε ωραίους ήχους. Τι ωραία που παίζανε! Τα καλοκαίρια, λοιπόν, που τελείωνα το σχολείο μου, με έπαιρναν μαζί τους και τραγουδούσα συρτά, καλαματιανά, με μια φωνούλα έτσι σαν γατάκι λίγο... Ηταν όμως και ένα μεγάλο σχολείο για μένα, καθώς άκουσα και γνώρισα σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως τον Φώτη Χαλκιά, τον Τάσο Χαλκιά, τον Βαγγέλη Σαλέα και άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες και ανθρώπους που με βοήθησαν πολύ. Οπως καταλαβαίνεις, είχα και έχω «πάτωμα μαόνι».
- Ενώ γεννηθήκατε στην Αθήνα, από νωρίς αρχίσατε να οργώνετε την επαρχία.
Ημουν πάρα πολύ χαρούμενη που συμμετείχα και όταν έρθεις να δεις το πρόγραμμά μου, θα καταλάβεις γιατί. Εκεί ήταν ο πατέρας του Τάκη Σούκα, ο Φώτης, που με προστάτευε σαν πατέρας μου. Οπότε καταλαβαίνεις πώς νιώθω εγώ που ο Τάκης είναι μαζί μου φέτος στο πρόγραμμα; Αν έφαγα ψωμί ως πρώτη φίρμα, το χρωστώ σε εκείνους με το «βάρα μου το ντέφι». Από τότε άρχισα να γίνομαι πρώτο όνομα. Ο Χρήστος Νικολόπουλος μου είχε δώσει νωρίτερα το «Παίξε, Χρήστο, επειγόντως» που ήταν και ο τίτλος του δίσκου και τραγουδούσα εγώ, ο Γιώργος Σαρρής με τη Χαρούλα Αλεξίου, οι οποίοι είχαν πει νομίζω τις «Νταλίκες», καθώς και ο Πασχάλης Τερζής, που δεν ήταν τότε φίρμα αλλά ήταν δικό μας παιδί.
- Ποιος σας μύησε στο τραγούδι;
Ο πατέρας μου ο Γ. Λαβίδας που ήταν σαντουριέρης και η μητέρα μου που ήταν τραγουδίστρια. Ομως το έκαναν ακούσια, γιατί δεν ήθελαν να γίνω τραγουδίστρια. Με ήθελαν γιατρίνα και να προσφέρω δωρεάν τις υπηρεσίες μου σε εκείνους που είχαν ανάγκη. Αυτό ήταν το όνειρό τους. Εγινα, λοιπόν, τραγουδίστρια και ήμουν στα πανηγύρια συνέχεια, αλλά συνέχεια... Ηταν πολλές οι ώρες. Από τις 7 το βράδυ έως τις 7 το πρωί. Αργότερα ήρθε στη ζωή μου ο Πατσιφάς και η Λύρα.
- Και τι έγινε μετά;
Από τις πρώτες δουλειές μου ήταν και ο δίσκος με τα δημοτικά, τα οποία έσκισαν τότε. Συμπτωματικά, που δεν νομίζω, έτυχε να κάνει την ίδια περίοδο με πέντε μέρες διαφορά και η Χαρούλα Αλεξίου το ίδιο, δηλαδή δίσκο με δημοτικά. Η Χαρούλα τα είπε με εξωστρέφεια, εγώ τα είπα πιο γλυκά και πιο... μέσα μου. Νομίζω τα δικά μου πούλησαν περισσότερο, παρ’ όλο που η Χαρούλα πουλούσε πολύ τότε...
Οχι, δεν βγαίνω όταν δεν τραγουδάω. Ισως γιατί δουλεύω από πολύ μικρή.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου