Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Ιερομόναχος Δαβίδ των Άβερκαίων



Ιερομόναχου Δαβίδ της Συνοδείας των Άβερκαίων Χιλανδαρινού Κελλίου Αρχαγγέλων Καρυών(1914-2007)

Τον πατέρα Γαβριήλ και Γέροντα του κελιού των Αγίων Αρχαγγέλων, των Άβερκαίων, γνωρίσαμε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του. Ζήσαμε κοντά του λίγα χρόνια, αλλά ωφεληθήκαμε πάρα πολύ. Κοντά του μάθαμε, πώς πρέπει να είναι ό μοναχός.
Ό παππούς ό Γαβριήλ ή ό παπά Γαβριήλ, όπως τον λέγανε στις Καρυές, γεννήθηκε στα Άλάτσατα της Μ. Ασίας. Μικρό παιδί 4 ετών έφυγε από εκεί το 1914 κατά τον Α' διωγμό μαζί με τον πατέρα του και την μητέρα του. Κατ' αρχάς έφθασαν στην Σάμο. Εκεί μετά από τρεις μήνες έκοιμήθη ή μητέρα του. Ή σκηνή αύτη από την κοίμηση της μητέρας του, όταν την φόρτωσαν στο μουλάρι για να πάνε να την θάψουν, χαράχθηκε τόσο βαθιά στην παιδική του ψυχή, πού την θυμόταν μέχρι τα τελευταία του. Στην συνέχεια έφυγαν από την Σάμο. Τούς έφεραν στην Αθήνα. Εκεί μετά από τρεις μήνες, μετά από κάποια αρρώστια, έκοιμήθη και ό πατέρας του. Έμεινε πλέον σε μία θεία του, αδελφή του πατέρα του, ή οποία είχε 5 παιδιά. Τότε αυτή πήρε τον μικρό Δημήτρη, όπως λεγόταν πριν ό π. Γαβριήλ, και τον συναρίθμησε με τα παιδιά της.
Όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, δεν τον ξεχώριζαν ούτε ό θείος του ούτε ή θεία του επειδή δεν ήταν παιδί τους, αλλά τον είχαν σαν έκτο τους παιδί. Από τούς ανθρώπους αυτούς ωφελήθηκε πάρα πολύ. Έμαθε να αγαπά τον Χριστό και την Εκκλησία. Ό θειος του, όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ήταν άγιος άνθρωπος. Κάθε μέρα έκαναν προσευχή και μετάνοιες στο σπίτι και ανελλιπώς εκκλησιαζότανε. Συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, ένα πράγμα θέλω. Όπου πάς, να προσπαθείς να αφήσεις καλό όνομα και όχι κακό όνομα. Ποτέ να μη βρεθεί άνθρωπος να σε χαρακτηρίσει με άσχημα πράγματα». «Και εγώ, έλεγε ό π. Γαβριήλ, προσπάθησα σ' όλη μου την ζωή να κάνω υπακοή στον λόγο αυτόν τού θείου μου, και από αγάπη σ' αυτόν, αλλά και από υποχρέωση, επειδή έφαγα ψωμί στο σπίτι του και εκεί μεγάλωσα και έζησα. Ποτέ δεν θέλησα να αθετήσω τον λόγο αυτόν τού θείου μου».


Ό θείος του αυτός τον έπαιρνε μικρό παιδί και πήγαιναν στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας στον Βύρωνα, στην Αθήνα. Εκεί για πρώτη φορά ένοιωσε τον πόθο για την αφιέρωση στον Χριστό και ότι και ό ίδιος θα ήθελε κάποια στιγμή να φύγει για να γίνει μονάχος. Ήταν τότε 18 ετών. Μετά από την γνωριμία του, εκεί στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας, με τον Ιεροκήρυκα π. Πανάρετο Δουλιγέρη, πήρε συστατική επιστολή του για να έλθει στο Άγιον Όρος.
Αυτός ό π. Πανάρετος τον έστειλε στον γέροντα Άβέρκιο στις Καρυές, στο κελί των Άβερκαίων, να υποταχθεί εκεί ως μοναχός. Στο Άγιο Όρος έφθασε το 1930 ανήμερα τού αγίου Παντελεήμονος. Βγήκε από το καράβι και ανέβηκε στις Καρυές, για να γνωρίσει τον γέροντα Άβέρκιο, πού ήταν μία σημαντική προσωπικότητα και έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ζωή τού π. Γαβριήλ.
«Ό π. Άβέρκιος, μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, σαν Γέροντας είχε την αυστηρότητα τού πατέρα και την στοργή και την γλυκύτητα της μάνας». Συνδύαζε αυτά τα δύο πράγματα. Αγαπούσε πάρα πολύ την συνοδεία του και επειδή δεν ήταν παπάς -ήταν απλός μοναχός- συνεργαζόταν καθημερινά με τον πνευματικό της συνοδείας, για να υπάρχει ενότητα, αγάπη και σωστή μοναχική ζωή στο κελί του. Ό π. Αβέρκιος προήρχετο από κολλυβάδες Γεροντάδες και στο κελί του διατηρούσε την κολλυβάδικη παράδοση. Μ' αυτήν την παράδοση μεγάλωσε και ό π. Γαβριήλ. Έζησε με τον π. Άβέρκιο 13 χρόνια. Μας έλεγε συχνά ότι νοσταλγούσε σ' όλη του την ζωή αυτήν την καθημερινή επικοινωνία πού είχε με τον Γέροντα του. Από αυτόν έμαθε να διαβάζει και να ψάλλει. Κάθε μέρα πήγαινε στο κελί του και ό Γέροντας του τον νουθετούσε με παραδείγματα από τους Αγίους Πατέρες, από τον Ευεργετικό και από τους πατέρες πού είχε γνωρίσει στη ζωή του.

Ό Γέρων Αβέρκιος είχε και αδελφό μοναχό, τον π. Κοσμά, πού είχε έλθει πριν από αυτόν στο Άγιον Όρος. Μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι τούς έλεγε ό Γέροντας του για τον π. Κοσμά, ότι είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής. Ό π. Κοσμάς έμενε σε ένα κελί, έπ' ονόματι των Εισοδίων της Θεοτόκου, στην περιοχή της Ί. Μονής Ξεροπόταμου. Όταν ήλθε ό γέρων Αβέρκιος, σαν Αθανάσιος, πήγε να υποταχθεί σαν δόκιμος στον αδελφό του π. Κοσμά. Μετά από ένα έτος όμως ό π. Κοσμάς αρρώστησε την Μ. Τεσσαρακοστή στο τριήμερο και οι γιατροί του συνέστησαν να φάει γάλα και ζουμί από κρέας. Αυτός στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, διότι δεν ήθελε να χαλάσει την νηστεία και να κατάλυση την Μ. Τεσσαρακοστή. Τότε του παρουσιάσθηκε ή Παναγία και του είπε: «Παιδί μου, είτε φας είτε όχι, μετά το Πάσχα θα είσαι μαζί μου». Φώναξε τότε τον αδελφό του, τον Αθανάσιο, τον μετέπειτα Γέροντα Άβέρκιο, και του είπε: «Σε παρακαλώ, πήγαινε στον πνευματικό μου στην Ξεροπόταμου, γιατί είχα αυτή την επίσκεψι. Φοβάμαι μήπως δεν ήταν ή Παναγία αλλά κάποιος πειρασμός». Ό πνευματικός, αφού άκουσε αυτά από τον Αθανάσιο, του είπε: «Παιδί μου, ό αδελφός σου είναι πολύ λίγο καιρό στο Άγιο Όρος, είναι νέος μοναχός. Όμως την αρετή πού έχει ό αδελφός σου, λίγοι μοναχοί την έχουν στο Άγιο Όρος». Και πράγματι, όπως τον πληροφόρησε ή Παναγία, ό π. Κοσμάς μετά το Πάσχα αναπαύθηκε, έφυγε στους Ουρανούς.

Ό π. Κοσμάς είχε πει στον νεαρό Αθανάσιο: «Μετά την έξοδο μου από τον κόσμο να πάς να υποταχθείς στην συνοδεία του πνευματικού παπά-Κοσμά -υποτακτικού του προαπελθόντος γέροντος Συμεών-στο κελί των Χιωτών, πού τιμάται έπ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου και βρίσκεται στην Ί. Μονή Ιβήρων».
Το κελί αυτό είναι γνωστό από τον βίο του αγίου Νικόδημου του Άγιορείτου. Εκεί ό όσιος Νικόδημος, όπως αναφέρεται στα γραπτά του και μάς το έλεγε και ό π. Γαβριήλ, είχε ζήσει την ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του. Στο κελί αυτό οι γεροντάδες έκαναν όλη την νύχτα την Αγρυπνία με κομποσκοίνι, ακουμπώντας στα τεμπελόξυλα -βακτηρία σε σχήμα Τ, πάνω στην οποία στηρίζονται οι ασκητές, όταν κάνουν τον κανόνα τους-. Το πρωί πήγαινε ό παπάς και τούς λειτουργούσε. Σε μία τέτοια Αγρυπνία βρέθηκε και ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης και, όπως αναφέρει στα γραπτά του, ήταν ή ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του.


Στο κελί αυτό έγινε μοναχός ό γέρων Αβέρκιος το 1891. Μετά την κοίμηση του παπά-Κοσμά διάδοχος έγινε ό π. Νεόφυτος μετά του π. Άβερκίου και του π. Γεωργίου. Ή Ιερά Κοινότης τούς παρακάλεσε να αφήσουν το κελί του Αγίου Γεωργίου της Ιβήρων και να επανδρώσουν το κελί των Αρχαγγέλων στις Καρυές, δίπλα στο Πρωτάτο, πού τότε ήταν έρημο. Στην αρχή στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί όλοι τους είχαν μεγάλη αγάπη στον άγιο Γεώργιο και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Τελικά όμως έκαναν υπακοή, αφού έγινε συμφωνία με την Ιερά Μονή Ιβήρων, να πάρουν μαζί τους την εικόνα του αγίου Γεωργίου. Πήραν λοιπόν την εικόνα του αγίου Γεωργίου από το προσκυνητάρι και την μετέφεραν στο νέο κελί τους, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Εκτοτε πανηγύριζαν και στο κελί των Αρχαγγέλων τον άγιο Γεώργιο, γιατί τον θεωρούσαν δικό τους. Μάλιστα στο κελί των Άβερκαίων την Δευτέρα διαβάζουν τον Κανόνα των Αρχαγγέλων και το Σάββατο τον Κανόνα τού Αγίου Γεωργίου μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την παράδοση τού Αγίου Όρους, κατά την οποία κάθε Σάββατο διαβάζεται στα κελιά και τα μοναστήρια οκτώηχος Κανών προς τιμήν τού Αγίου τού κελιού ή της Μονής,


Ό π. Αβέρκιος έκτος των άλλων ήταν και εθνική προσωπικότητα. Είχε συναντηθεί με τον Βενιζέλο και σε συνεργασία με την Μονή Διονυσίου και Γρηγορίου έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εθνικά θέματα κατά τον Μακεδονικό αγώνα.
Με τον Γέροντα Αβέρκιο συνδέεται και κάποιο θαύμα των Αρχαγγέλων, όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ. Λόγω ελλείψεως σίτου από τούς κελλιώτες πατέρες των Καρυών, πήγε με την μεσολάβηση τού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα και στον Πειραιά, προκειμένου να βρει σιτάρι. Εκεί βρήκε ένα καράβι γεμάτο με σιτάρι. Όμως δεν εύρισκε τσουβάλια για να το μεταφέρει. Πήρε το κομποσκοίνι και περπατούσε στενοχωρημένος στους δρόμους τού Πειραιά παρακαλώντας τούς Αρχαγγέλους: «Άγιοι Αρχάγγελοι, βοηθήστε με κάτι να κάνω». Τότε παρουσιάσθηκε ένα παιδάκι στον δρόμο και τού λέει: «Γέροντα, τί έχεις και είσαι στενοχωρημένος;». Τού λέει: «Να, βρέ παιδί μου, ψάχνω να βρω μερικά τσουβάλια, για να μεταφέρω λίγο σιτάρι στο Άγιο Όρος, και δεν βρίσκω». Και το παιδί τού λέει: «Πήγαινε στο απέναντι μαγαζί και θα σου δώσουν και τσουβάλια και ότι θέλεις». Και όντως. Τού έδωσαν ότι ζήτησε, και δωρεάν μάλιστα. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, μέχρι την κοίμηση του, ότι το παιδάκι πού φάνηκε και τον βοήθησε ήταν σίγουρα κάποιος από τούς Αγίους Αρχαγγέλους.
Κοντά σ' αυτόν τον Γέροντα, τον π. Αβέρκιο, μεγάλωσε ό π. Γαβριήλ. Ό π. Αβέρκιος κοιμήθηκε το 1943. Όμως ό π. Γαβριήλ έκανε υπακοή στον Γέροντα του μέχρι το 2007, δηλαδή μέχρι την δική του κοίμηση. Αυτό φαίνεται από την ακρίβεια, με την οποία τήρησε μέχρι το τέλος του τις εντολές πού άκουσε από τον Γέροντα του. Κάποτε τού είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, το σιωπητήριο τού μοναχού είναι το Απόδειπνο».


Θυμάμαι, ότι ό π. Γαβριήλ μέχρι πού κοιμήθηκε, όταν τού βάζαμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο, δεν έλεγε ποτέ ούτε την λέξι "Καληνύχτα", για να μη χαλάσει τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του το 1930.
Άλλοτε του είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, δεν θα αφήνεις, όσο μπορείς, το κελί σου να το σκουπίσει κανείς, ούτε τα ρούχα σου να σού τα πλύνουν άλλοι. Να τα πλύνεις μόνος σου». Μέχρι πού κοιμήθηκε -σερνότανε- δεν μας άφηνε να μπούμε στο κελί του ή να του πλύνουμε τα ρούχα, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την υπακοή στον Γέροντα του. Άλλοτε πάλι του είχε πει να πίνει στο τραπέζι μισό ποτήρι κρασί, γιατί ήταν αδύνατος. Μέχρι πού πέθανε, θυμάμαι, πίεζε τον εαυτό του να πιει το μισό ποτήρι κρασί -ποτέ παραπάνω-για να μη χαλάσει τον κανόνα του.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό κάτι πού μάς είχε πει. Όταν ήλθε το 1930, στην πρώτη λιτανεία του «Άξιον Εστί» πού παραβρέθηκε, την στιγμή πού πήγαινε να ακολουθήσει την λιτανεία, του είπε ό Γέροντας του: «Παιδί μου, στην λιτανεία οι πατέρες προσφέρουν διάφορα πράγματα. Εσύ δεν έχει ευλογία να πάρεις τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος. Δεν θα παίρνεις, δηλαδή, το κρασί, το νερό, το τυρί, τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος». Μέχρι τελευταία -γύρω στο 2000-πού μπορούσε ακόμη να πηγαίνει στην λιτανεία, δεν έπινε ούτε νερό. Εβδομήντα χρόνια τήρησε με ακρίβεια τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του. Τέτοια ακρίβεια στην υπακοή δεν έχω ξαναδεί. Τόσο ακριβή μοναχό δεν έχω γνωρίσει.


Άλλοτε, μάς είπε, ότι βρέθηκε -σαν εφημέριος τότε- στο κονάκι της Διονυσίου. Ήταν μάλιστα και ή Επιστασία εκεί. Του προσέφεραν και αυτού ένα ποτήρι νερό με τον δίσκο. Για να μη προσβάλει τούς πατέρες, πήρε το νερό, έβαλε το ποτήρι στο στόμα του, δήθεν ότι πίνει, και το ξανάβαλε στον δίσκο. Ούτε τούς πατέρες να προσβάλει, από διάκριση, αλλά ούτε και τον κανόνα του να χαλάσει.
Το 1946 έγινε παπάς. Από τότε άρχισε να κάνη εντονότερο αγώνα. Λειτουργούσε συχνά και εξυπηρετούσε πολλά κελιά. Σε όσους τον φώναζαν, έτρεχε με πολλή αυταπάρνηση και αγάπη. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όταν λειτουργούσε, ποτέ δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. Καθόταν στην καρέκλα με το κομποσκοίνι και έκανε αγρυπνία την παραμονή. Το ίδιο και μετά την Λειτουργία: «Όσο μπορούσα, όλα μου τα χρόνια προσπαθούσα να βρίσκομαι στην καρέκλα και όχι στο κρεβάτι, για να μην έχω κανένα πειρασμό και να κάνω και λίγο παραπάνω άσκηση».
Ήταν τακτικότατος στις Ακολουθίες. Είχε τρομερή αγάπη στις Ακολουθίες. Παρ' όλα τα προβλήματα της υγείας του, παρ' όλο πού είχε καρκίνο στο πρόσωπο, πού του είχε καταφάει τελείως το ένα μάτι και είχε μεγάλη πληγή, εν τούτοις τον έβλεπες στην Ακολουθία να είναι πρώτος και τελευταίος να φεύγει. Μάλιστα τον έβλεπες να πιέζει τον εαυτό του να ψάλλει και να διαβάζει, ει δυνατόν και τα κόκκινα γράμματα, για να μην αφήσει τίποτε. Εμείς όταν πήγαμε στο κελί.
βρήκαμε τον Γέροντα, τον π. Γαβριήλ, πού ήταν τότε 88 ετών, μαζί με τον π. Αβέρκιο τον νεώτερο -τον παραδελφό του και μετά την κοίμηση του Γέροντα τους υποτακτικό του, και τώρα Γέροντα τού κελιού μας-να διαβάζουν Ακολουθία, όπως διαβάζουν στα μοναστήρια. Δύο γεροντάκια, διάβαζαν τα πάντα. Έψαλλαν και κάποια κομμάτια στην Ακολουθία.


Ένα χαρακτηριστικό γεγονός της αυτοθυσίας τους και της αγάπης τους στην θεία λατρεία είναι και το παρακάτω: Όταν ή Ί. Κοινότης απεφάσισε να τελεσθή από όλα τα μοναστήρια Αγρυπνία και κοινή προσευχή για να αποτραπεί ή προβολή της βλάσφημης ταινίας τού Σκορτσέζε, ό π. Αβέρκιος είχε σοβαρό πρόβλημα στο πόδι του. Για να συμμετάσχουν όμως και αυτοί στην κοινή προσευχή τού Αγίου Όρους, ό μέν π. Γαβριήλ λειτουργούσε ό δε π. Αβέρκιος έκανε τον ψάλτη ξαπλωμένος στο δάπεδο του ναού.
Ό π. Γαβριήλ λειτουργούσε μέχρι το 2004. Τρία χρόνια προτού κοιμηθεί σταμάτησε την θεία Λειτουργία. Και ήταν πολύ καλός λειτουργός. Διακόνησε στον ναό του Πρωτάτου 15 χρόνια ως εφημέριος, όπως και άλλα δύο χρόνια στην Ί. Μονή Κωνσταμονίτου. Έφυγε όμως από εκεί, όταν αντιλήφθηκε κάποιες κινήσεις των πατέρων της Μονής να τον ψηφίσουν για ηγούμενο. Δεν ήθελε να εγκατάλειψη το κελί του και την μετάνοια του, ούτε τον κανόνα του Γέροντα του. Με καλό τρόπο είπε στους πατέρες ότι «εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω» και έφυγε. Κάποτε βίωσε ένα πολύ μεγάλο πειρασμό να φύγει από το κελί του. Ό Γέροντας του τότε τον έστειλε στον ξακουστό για την αρετή του Γέροντα Κοδράτο τον Καρακαλληνό, ό όποιος τον ωφέλησε πάρα πολύ, όπως μας είπε, χωρίς να μας πή όμως τί και πώς.


Αυτό πού έχω να καταθέσω εγώ από την ζωή του Γέροντα παπά-Γαβριήλ, πού μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το έξης: Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του, μου λέει την ώρα του Εσπερινού: «Παπά, να μείνεις στο τέλος του Εσπερινού, σε θέλω». Τού λέω: «Γέροντα, ορίστε». Μού λέει: «Βάλε το πετραχήλι σου, θέλω να εξομολογηθώ. Είμαι γεροντάκι- μπορεί να χρωστάω κάτι στον Θεό- θέλω να εξομολογηθώ». Του λέω: «Γέροντα, εγώ είμαι εγγόνι σου και ντρέπομαι να κάνω κάτι τέτοιο». Μου λέει: «Είσαι παπάς;». «Ναι, είμαι». «Αφού είσαι παπάς, οφείλεις να κάνης υπακοή. Αυτό σου το έχει δώσει ή Εκκλησία και δεν είναι θέμα αν είσαι μικρός ή μεγάλος». Τότε δέχθηκα και μιλούσαμε περίπου δύο ώρες. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ή καθαρότητα πού είχε στην ζωή του και ή αγνότητα του. Αυτό με εντυπωσίασε περισσότερο από όλα στην εξομολόγηση του. Δηλαδή συγκινήθηκα πάρα πολύ από την αγνότητα και την καθαρότητα πού είχε στους λογισμούς του και την καρδιά του.
Δεν τον ακούγαμε ποτέ να κατακρίνει. Όταν καμιά φορά μας έβλεπε να πιάνουμε την κουβέντα, μας έλεγε: «Πατέρες, καλόγεροι είμαστε. Καράβι θα ξεφορτώσετε με την κουβέντα;». Όλη την μέρα τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες, να κάθεται και να κάνη κομποσκοίνι με σταυρούς. Προσευχόταν για μας πού δουλεύαμε, αλλά και για όλους τούς ανθρώπους.


Ζούσε στις Καρυές και δεν τον γνώριζαν στις Καρυές. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια πού ήρθε στο 'Άγιο Όρος δεν ήξερε καλά-καλά τις Καρυές. Ό μόνος δρόμος πού ήξερε ήταν κελί-Πρωτάτο και Πρωτάτο-κελί. Τα μαγαζιά και την πλατεία των Καρυών τα αγνοούσε. Αλλά και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πολλοί άνθρωποι στις Καρυές δεν τον γνώριζαν καν. Έζησε σε τέτοια αφάνεια. Δεν ασχολείτο με κανέναν, ούτε με τις άλλες συνοδείες, ούτε άργολογούσε, ούτε κατέκρινε. Δεν ξανοιγόταν σε συζητήσεις, ούτε έκανε παρέες, ούτε επεδίωκε γνωριμίες με ανθρώπους. Μόνο όσοι τον επισκέπτονταν στο κελί του τον γνώριζαν. Ασχολείτο μόνον με τα καλογερικά του και με το κελί του, με τίποτε άλλο. Τέτοια ξενιτειά είχε. Από το 1930 πού ήρθε στο Άγιον Όρος βγήκε ξανά έξω το 1969 για λόγους υγείας. Και έκτοτε βγήκε ελάχιστες φορές, μετρημένες στα δάχτυλα τού ενός χεριού, μόνο και μόνο για το θέμα της υγείας, για τίποτε άλλο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β ΕΤΟΣ 2011. ΑΡΙΘΜΟΣ 36.
Σύνδεσμος
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: