Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

«Εσπερινοί άνευ τέλους»

Φως εσπερινό πώς με ανασταίνεις
σε άλλους ουρανούς να μη σιωπώ.
*
Στο σίγουρο θάνατο ο καιρός
δεν έχει αλλαγές.
*
Όσο χαμηλώνεις, τόσο περισσότερα
αστέρια μετράς.
*
Όταν αφήνεις μέσα σου να ζει ο κόσμος.
τότε εσύ δεν ζεις σ’ αυτόν. Απλά υπάρχεις.
*
Όσο αγαπάς το φως, τόσο θαμπώνεσαι.
*
Η ζωή και ο θάνατος έχουν κοινό τον αγώνα.
*
Μικροί στον κόσμο. – Μεγάλοι στο κακό.
Ανόμοιοι στη χαρά. – Ίδιοι στο θάνατο.
*
Όσο σμιλεύεις το δίκαιο, τόσο θα παραμένεις
ωραίος και ελάχιστος ταξιδευτής, χωρίς συνοδεία.
*
Δε θέλει πολλή σκέψη η ζωή να νικηθεί.
Η σκέψη θέλει τη ζωή για να νικήσει.
*
Οι αποφασισμένοι φιλεύονται με τον πόλεμο.
Τους αναποφάσιστους τους σκοτώνει η ειρήνη.
*
Δεν είναι το φως που χαμήλωσε.
Είναι, που εμείς λιγοστέψαμε τα νοήματά μας.
*
Διάβασα το τριαντάφυλλο·
«Βραδιάζει γρήγορα εδώ!»
Βγήκε μια φωνή μισοτελειωμένη·
«Έτσι πάει η ζωή…
… θα ξανάρθω!»
*
Εδώ δεν υπάρχει κανείς να σε κρίνει.
Σε λίγο οι μάρτυρες θα έχουν γίνει
ένοχοι του ίδιου ρυθμού.
*
Ονομάστηκε ικανός,
γιατί ήταν σκοτωμένος με τις πράξεις του!

*
Φάνηκε ξαφνικά στον ουρανό
σημείο αλλαγής των Αρχαγγέλων.
Κι η γη, ένας τεράστιος κήπος,
που περιμένει λίγο ακόμα

τη μεταμόρφωση.
*
Κατάλαβε ο ζωγράφος τη μοναξιά του χρόνου
και τον γέμισε με καναρίνια.
*
Υπόψη μου μετάλαβα το φως
μ’ ένα ψεγάδι ήλιου,
όπου σε πάει η καρδιά.
Όμως από ψηλά συνήθως
δε διακρίνονται τα όνειρα.
*
Η προσδοκία έγινε λόγος και του μήνυσε
με το Σάββατο,
πως η ζωή δεν είναι υπόθεση παράτασης.
Είναι υπόθεση Αθανασίας.
*
Η ζωή του ποιητή αρχίζει
από τους κήπους ως τα μισοφέγγαρα.
Το μέσον της προσδιορίζεται
στις εποχές των κρίνων.
*
Την παιδιάστικη απληστία στολίζουν
τα ερωτηματικά, τα κομματιασμένα τραγούδια
κι ο ευχάριστος φόβος στο φτερούγισμα.
*
Αυτός ο άνθρωπος έζησε και ζει στην ανησυχία.
Γι’ αυτό του έχω εμπιστοσύνη.
*
Όταν έχω μπροστά μου βιβλία ανοιχτά,
μου φαίνεται πως κρίνομαι από τις λέξεις.
*
Πίσω από μένα υπάρχει πάντα κάτι,
που δεν προφταίνω να γυρίσω για να δω.
*
Παράξενο τοπίο·
ένα σώμα μπροστά,
πιο κει κομμάτι από ύφασμα.
Ανάμεσά τους λιβάνι κόκκινο που καίει
αφήνοντας χρυσάφι και κάρβουνο.
*
Ανοίγει ο παράδεισος!
Ανθισμένα νερά·
φωνή καμιά.
Όλα αλλιώτικα και όμοια,
σαν οπτασία ζωής αγιασμένης.
*
Ό,τι μένει· τέλος σιωπηλό,
η σιωπή άνευ τέλους;


Δεν υπάρχουν σχόλια: