(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΓ’)
του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή
[...] Είδον γαρ αληθώς αδελφόν, και ου ψεύδομαι, όστις ήλθεν εις έκστασινκαθήμενος εν νυκτί πανσελήνω, εν βαθύτατη ερημία. Άκρα σιγή˙ μηδενός ανθρώπου ή καλύβης εκείθεν. Και αγρυπνών και ευχόμενος, του εφάνη φωνή πτηνού λιγυρά, και του είλκυσεν όλον τον νουν και του επήρε πάσαν την αίσθησιν. Και ηκολούθει οπίσω αυτής, να ιδή πόθεν εξέρχεται αυτή η τόσον γλυκεία φωνή. Και κυττάζων ως έξαλλος ένθεν κακείθεν - πλην όχι με πόδας και οφθαλμούς, αλλ’ εν εκστάσει βλέπει και περιπατεί -και προχωρών είδεν υπέρλαμπρον φως, πλήρες ευωδιάς και χάριτος. Και αφήσας το κελάηδημα του πτηνού υψώθη ή μάλλον ηχμαλωτίσθη εις την θεωρίαν τού άπλετου φωτός. Και βαδίζων ως άλλος Σαλός εμβήκε εις μίαν οδόν ωσεί χιόνα λευκήν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου