Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
Η γιαγιά Δήμητρα
της Τζίνας Δαβιλά
Η γιαγιά Δήμητρα δεν ζει πια. Δηλαδή έχει «φύγει» περισσότερο από μια δεκαετία. Ήταν έξυπνη γυναίκα που είχε ζόρικη ζωή. Πέντε παιδιά μόνη της μεγάλωσε, χωρίς άντρα. Τα χρόνια εκείνα . Αρχές δεκαετίας 50. Μετά τον πόλεμο στα αρβανιτοχώρια. Τα βόλευε με τα ζωντανά, με τα ζαρζαβατικά που είχε στα χωράφια, πουλούσε και κάτι χορταρικά, αν θυμάμαι καλά, και έθρεφε τα παιδιά. Αυτά ξέρω. Όχι περισσότερα. Α, και ότι το πρώτο με το τελευταίο είχαν 11 χρόνια διαφορά. Το ένα σχεδόν πάνω στο άλλο τα έκανε με τον παππού, που «έφυγε» νωρίς. Αυτά γνωρίζω, όχι άλλα. Ή και να γνωρίζω δεν έχει σημασία πια.
Λίγες φορές μίλησα με τη γιαγιά. Δεν το έφεραν οι συγκυρίες, δεν το επιδίωξα; Ποιος ξέρει στην αλήθεια; Θυμάμαι πάντως ότι εκτιμούσα το έξυπνο μυαλό της. Και τη μαγκιά της να μεγαλώσει πέντε παιδιά μόνη της, να προικίσει τις κόρες της και τους γιούς- κάτι χωράφια, κάτι αγελάδες, κάτι κατσίκες, άντε και λίγα ρευστά στους γαμπρούς μαζί με ένα δωμάτιο στην καθεμιά σε ένα χωράφι, που αργότερα έγινε οικόπεδο. Α, οι γαμπροί με το θράσος της απαίτησης: «Θέλω τόσα», της είπαν. Και η κόρη: «Μάνα, πήγα μαζί του, δεν μπορώ να πάρω άλλον. Δώσε ό,τι σου γυρεύει». Μιλάμε για δεκαετία 60. Ίσως η πιο αντιφατική δεκαετία του περασμένου αιώνα. Πολλών ταχυτήτων οι κοινωνίες. Από φεμινιστικές και ψευτοφεμινιστικές, μέχρι επαναστατικές και βαθιά μέσα τους εξελιγμένες. Κάποιοι άνθρωποι, δηλαδή, ήταν πολύ προχωρημένοι στη σκέψη. Πολύ ανατρεπτικοί και ρηξικέλευθοι.
Έδωσε η γιαγιά-Δήμητρα ό,τι μπορούσε, πάντρεψε τις τρεις κόρες, πάντρεψε και τους δυο γιούς. Έκαναν τα παιδιά παιδιά, τα παιδιά τους άλλα παιδιά και η γιαγιά-Δήμητρα απέκτησε και δισέγγονα. Πάντα, όμως, μόνη της σε ένα σπίτι, καλοφτιαγμένο και νοικοκυρεμένο. Σχεδόν ποτέ με τα παιδιά και τα εγγόνια. Εννοείται και τα δισέγγονα. Μια φορά, τη θυμάμαι, να επισκέφθηκε το καινούριο σπίτι της μεσαίας κόρης. Ήταν σφιγμένη, περπατούσε πάνω στη μαγκούρα της με τα βαριά της πόδια. Βγήκε στο μπαλκόνι. «Κορίτσι μου, είναι λίγο στενό το μπαλκόνι σου» είπε στην κόρη. «Άμα σ’αρέσει, άμα δε σ’αρέσει στο σπίτι σου» της απάντησε. Γύρισε την πλάτη η γιαγιά και μπήκε αργά και βαριά μέσα. Την ξεμονάχιασα κάποια στιγμή. Αργότερα, πολύ αργότερα. Έτυχε; Το επεδίωξα; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι, όμως, την απάντησή της. «Περνάς καλά;», ρώτησα. «Μια χαρά, δεν έχω παράπονο, όλες οι μέρες κουτσά-στραβά περνάνε και ξεχνιέμαι. Λίγο τηλεόραση, λίγο καμμιά δουλειά, λίγο η κοπέλα που έρχεται και με βοηθάει και λέω καμμιά κουβέντα. Αυτές οι γιορτές, όμως, να πάνε και να μην έρθουν. Δεν περνάνε οι ρημάδες».
Δεν μπορώ να ξέρω ποιες τιμωρίες πλήρωνε η γιαγιά και για ποιο λογικό ή παράλογο λόγο. Εκείνο που ξέρω είναι πως, όταν πέθανε, η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν αυτή: «Αυτές οι γιορτές να πάνε και να μην έρχονται».
πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου