Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Selective default, αδελφέ Γύφτε


Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Aποκαρδιωμένος από την αυτολοιδορία, μπαϊλντισμένος απ’ τα φυλετικά στερεότυπα που ακοντίζουν λαϊκές φυλλάδες του Βορρά κατά του οκνηροπονηρού Νότου, αποκαμωμένος ν’ ακούω φίλους και γνωστούς, πρώην συνοδοιπόρους και συναδέλφους, να σιχτιρίζουν το κρατίδιο, το γένος, το έθνος και τη φύτρα τους, και να παρακαλούν να ’ρθει ο Γερμανός, ο Ευρωπαίος, να βάλει τάξη στο ρωμέικο, κατατροπωμένος από την ορμή της εθελοδουλίας και του προδιαφωτιστικού ραγιαδισμού, ηττημένος, παραδομένος στην ιδιοτέλεια του χατζηαβάτη Γραικύλου, έγειρα στο ντιβάνι απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί, αποκαμωμένος από τη ζέστη και το ιμάμ, χορτάτος από θάλασσα βαθυγάλαζη και μύρο φασκομηλιάς, άπλωσα το χέρι στο ράφι κι έπιασα ένα κοντόχοντρο τόμο: Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα - Γνωμικά - Περίεργα - Αστεία - Ιστορίες εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864. Βρήκα μια θέση στο πλάι, βολική. Ακολουθούσα τη σκέψη του φίλου Νίκου και του κυρίου Σπύρου διαβάζοντας.


«Ο εθνικός ποιητής Σολωμός ζούσε στ’ Ακρωτήρι της Ζάκυθος με τον πιστό του υπηρέτη Λάμπρο, στο σπίτι του Στράνη. Ο υπηρέτης αργότερα διηγώταν: “Ενα μεσημέρι (1825) ακούμε κανονιές, και το αφεντικό εβγήκε έξω από την κάμαρά του και εστάθηκε στο λόφο. Επειτα ασηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό εφώναξε δυνατά, μα πολύ δυνατά: “Βάστα, καϊμένο Μισολόγγι, βάστα!” Και έκλαιγε σαν το παιδί”» (Απαντα Σολωμού, εν Ζακύνθω, 1880).


«Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατέματα (μ’ αρχηγό τους τον Κωλέτη), έφτασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας, και κάθισε κάτου από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε: “Τι έχεις καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...”» (Αρκαδική Επετηρίς, 1906).


«Ο παλιός επίσημος αγωνιστής, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, επί Οθωνα προβιβασμένος Σελλασίας, ήτανε στα στερνά του (πέθανε Απρίλη 1843). Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης φίλος του στενός, θέλησε να τονέ ρωτήση το τελευταίο του θέλημα. “Εχεις καμιά παραγγελιά, Σεβασμιώτατε; Για την κατάστασή σου τι έχεις να μου πης;” “Κατάσταση; είπε ο ετοιμοθάνατος· να ο καναπές με την παλιόψαθα, και οι πέντε καρέκλες· αυτά είναι η κατάστασή μου… Τι να μοιράσω στους δικούς μου; Αν θέλη το Εθνος ας λάβη φροντίδα. Εγώ τους αφίνω την ευχή μου… και την πατρίδα ελεύθερη, κληρονομιά τους…”» (εφημ. Αιών, 1852).


«Μια μέρα ο Κυβερνήτης [Καποδίστριας] βγήκε περίπατο από τ’ Ανάπλι συντροφιά μ’ ένα γερουσιαστή. Εκεί που περπατούσανε συλογισμένοι, είπε ο Κυβερνήτης άξαφνα: “Α, πόσα πλούτη έχει η Ελλάδα!” Ο γερουσιαστής παράξενος ρώτησε, πού είναι αυτά τα πλούτη. “Στα σπλάχνα της γης”, είπε ο Κυβερνήτης.» (Ηχώ των Επαρχιών, 1843).
«Πήγαινα, διηγιέται ο ίδιος εις την τέντα μου κ’ έτρωγα ολίγο ψωμί· μου είπε (κάποιος φίλος, ο Αναγν. Ζαφειρόπουλος): “Αϊντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Εμένα η πατρίς θα πρωτοεξορίση”» Και η τύχη το έφερε και αλήθευσα». (Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, του Γ. Τερτσέτη).


«Οι επίσημοι Καπεταναίοι της Επανάστασης είχανε διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Το Δυσσέα Ανδρούτσο τονέ λεγανε οι φίλοι του Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του. Γέροντα λέγανε το Γκούρα για τη φρονιμάδα του. Γύφτο τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του. “Αδελφέ Γύφτο” έγραφε ο Αντρούτσος στον Κολοκοτρώνη σ’ ένα γράμμα του. Γύφτο λέγανε και τον Καραϊσκάκη. “Γύφτο, Γύφτο”, (τούγραφε ο Κολοκοτρώνης) έχεις να κάμης με σόϊ γύφτικο και στοχάσου” (το σόι το δικό σου)» (Voutier, Memoires).


«Οταν ο Καραϊσκάκης πήγε στ’ Ανάπλι, στα 1826, ενώ την Αθήνα την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Ρούμελης για να πάη να πολεμήση, παρουσιάστηκε στη Διοικητική Επιτροπή. Τότε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Α. Ζαΐμης, πρώτος τονέ συχώρεσε για την παλιά τους έχτρα, που βαστούσε από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, όταν ο Καραϊσκάκης είχε κάμει πολλά κακά στα σπίτια και τα χτήματα των Ζαΐμηδων, στην Κερπινή. Ο Ζαΐμης όμως γενναιόκαρδος τονέ συχώρεσε. Ο Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιληθήκαν οι δυο και ξεχαστήκαν τα περασμένα. Στη σκηνή αυτή έτυχε νάναι ο Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ’ είπε στον Καραϊσκάκη: “Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ κι’ ομπρός…” “Δεν τ’ αρνιώμαι!” αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. “Οταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι’ όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος”». (Από πολλές πηγές).


Δεν υπάρχουν σχόλια: