Στα δύσμοιρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι ραγιάδες έμειναν άοπλοι κάτω από τα κτυπήματα των γενιτσάρων και των μπουρμάδων (δηλ. των εξισλαμισμένων κρητικών). Ο κάθε γενίτσαρος, εσπέχης, αγάς, μπέης, μπουρμάς η απλώς μουρτάτης (αρνησίθρησκος), καπάνταης (εξισλαμισμένος ψευτοπαλληκαράς) μπορούσε να κτυπά με το καμτσίκι του τον χριστιανό «ώσπου ν’ αναπνέει» η να του αρπάζει τη γυναίκα του, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Σπουδαίο ρόλο αυτή τη δύσκολη περίοδο διεδραμάτιζαν οι Χαΐνηδες και δευτερευόντως οι κρυπτοχριστιανοί, πού προστάτευαν όπως μπορούσαν εκείνους πού δεν βρίσκονταν μέσα στην ηρωική ακτίνα της δράσης των Χαΐνηδων. Τέτοιοι περίφημοι κρυπτοχριστιανοί στα χρόνια της σκλαβιάς για την προστασία τους και στα χρόνια των επαναστάσεων για των ηρωισμό τους ήταν οι Κουρμούληδες. Ακόμα ήταν οι Κερήμηδες του Μυλοπόταμου, οι Αλικάκηδες κι οι Μπελούληδες από τον Άγιο Βασίλειο και ο Σεμερτζάκης. Οι σπουδαιότεροι, οι ηρωικότεροι και οι ισχυρότεροι όλων των κρυπτοχριστιανών ήταν οι Κουρμούληδες από τη Μεσαρά Ηρακλείου, στους οποίους και θ΄ αναφερθούμε.
Για την καταγωγή της οικογένειας των Κουρμούληδων υπάρχουν πολλές παραδόσεις: Μια απ΄όλες πού δεν φέρει μαζί της την πιθανότητα της αλήθειας, λέει ότι ο πρώτος Κουρμούλης ήταν ένας από τους ισχυρούς τούρκους αξιωματούχους πού απέμειναν στην Κρήτη μετά την αναχώρηση του Κιοπρουλή πασά. Στα πλούσια κτήματα πού του δόθηκαν ως φέουδο για τη δράση του στον κρητικό αγώνα, βρισκόταν μία ευγενική οικογένεια πού ο Κουρμούλης αυτός πήρε για γυναίκα του μια εξαιρετική κόρη από αυτό το ευγενικό γένος, πού σιγά-σιγά τον προσηλύτισε και τον έκαμε χριστιανό. Η παράδοση αυτή δεν φαίνεται πιθανή γιατί, ως αναφέρει ο Ντεμάζ, οι Κουρμούληδες ήταν οικογένεια ισχυρή και επί Βενετσιάνων και προτού οιΤούρκοι πατήσουν στην Κρήτη.
Άλλη παράδοση φέρει τους Κουρμούληδες να κατάγονται από τον Απόστολο Τίτο, τον πρώτο Επίσκοπο Κρήτης, μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου. Και η καταγωγή αυτή, λέει η παράδοση, δικαιολογεί την αυστηρότατη εμμονή όλων των Κουρμούληδων στη χριστιανική πίστη και το θρησκευτικό φανατισμό τους, πού συνετέλεσε στο να αναγνωριστούν από την Εκκλησία μας ως νεομάρτυρες τέσσερις από την ηρωϊκή αυτή οικογένεια.
Οι Κουρμούληδες είχαν συγγένεια και με τους Βλαστούς, των οποίων η οικογένεια προερχόταν από το ένα εκ των δώδεκα αρχοντόπουλων του Βυζαντίου, αλλά και προς τους περίφημους Ψαρομηλίγγους. Κρατούσαν όλη την πλούσια Μεσαρά κι είχαν έδρα τους τον Κουσέ-Καινουργίου. Εκεί ήταν και οι δύο πύργοι τους. Διασώθηκε ο ένας πού βρισκόταν μέσα στο χωριό. Τον άλλο τον χάλασαν οι Τούρκοι μετά το ξεφανέρωμα των Κουρμούληδων σε χριστιανούς και την εποχή πού εσημειώθηκε η πρώτη διακοπή του κρητικού αγώνα (1824-1825 μ.Χ.).
Απ’ την ίδια οικογένεια των Κουρμούληδων, από θηλυγονία, κρυπτοχριστιανοί κι αυτοί, ήταν οι Καρασουμάνηδες, οι Χιαμπάνηδες, οι Μπιρασάνηδες κι οι Ρετζέπηδες. Οι περισσότεροι είχαν τα κτήματα τους και τη διαμονή τους στη Μεσσαρά, μα κι αρκετοί άλλοι βρίσκονταν προς τα Ρεθεμνιώτικα, όπως οι Ρετζέπηδες από τις Μέλαμπες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, γενέτειρα των τεσσάρων Αγίων Μαρτύρων της Ρεθύμνης.
Απ’ την οικογένεια των Κουρμούληδων πολλοί κατόρθωσαν να πάρουν και μεγάλα αξιώματα ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της ευγενικής τους καταγωγής και του πλούτου τους. Οι γενιτσαραγάδες Κουρμούληδες ήταν πανίσχυροι κι η δύναμη τους μεγάλωνε με το κύρος πού τους έδιναν οι Σερασκέρηδες πού έρχονταν στη Κρήτη.
Η εξαιρετική αυτή φυλή -πού δικαίως ονομάζεται φυλή αφού είχε πάνω από εκατό οικογένειες απ’ την ίδια ρίζα- σ’ όλες τις διακλαδώσεις της από τους πιο τρανούς ως τους πιο μικρούς και άσημους χρησίμευαν τα εκατόν πενήντα πρώτα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι δυνατοί κι οι ασφαλείς προστάτες των χριστιανών.
Τιμωρούσαν σκληρά κάθε γενίτσαρο πού θα μάθαιναν πώς κακούργησε εναντίον χριστιανού, βρίσκοντας αιτία από διάφορες άλλες πράξεις
των γενιτσάρων, ώστε να μη φαίνεται ποτέ η μυστική τους θρησκεία, πού τη γνώριζαν πολλοί λίγοι μόνο χριστιανοί και κληρικοί, εκτός απ’ τους κρυπτοχριστιανούς πού όλοι ήταν μεταξύ τους γνωστοί, γιατί αναγνωρίζονταν με τα κρυφά σημεία πού έκαναν πάντα όμοια άμα συναντούσαν οποιοδήποτε αγά ή μπέη γενίτσαρο.
Τους γάμους τους έκαναν οι Κουρμούληδες μεταξύ των μεμακρυσμένων συγγενικών οικογενειών τους και τις θρησκευτικές τελετουργίες με ειδικό έμπιστο ιερέα, πού μετακαλούσαν από το Μεραμπέλλο.
Δίπλα στον πύργο τους ήταν κάποιος μικρός ναός της Αγίας Πελαγίας κι αυτόν -όπως λέγεται- χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους. Όμως το πιθανότερο είναι πώς κάτω από τους πύργους τους είχαν κατακόμβες ή υπόγειους Ναούς, γιατί το εξωτερικό εκκλησίασμα θα ήταν σοβαρός κίνδυνος να τους αποκαλύψει.
Η σκληρή κρητική μοίρα είχε λυγίσει από τον πόνο των χριστιανών και τους έδωσε την προστασία των εξαιρετικών αυτών κρυφών αδελφών, οι οποίοι αναγνωρισμένοι σιωπηρά ως αρχηγοί κι όλων των άλλων «λινομπάμπακων» (Κρυπτοχριστιανών) της Κρήτης επόπτευαν πάνω στους ραγιάδες.
Αναρίθμητα είναι τα ανέκδοτα πού αναφέρονται στην προστασία των Κουρμούληδων. Όταν μάθαιναν μία σκληρή καταπίεση, έτρεχαν όχι να υπερασπισθούν φανερά τον καταπιεσμένο χριστιανό -αυτό θα εξέθετε κι αυτούς και το χριστιανό πού θα ‘θελαν να βοηθήσουν-, αλλά για να βρουν μία άλλη πρόφαση να ξεκάμουν το σκληρό καταπιεστή. Όμως, αφού η πρόφαση δε βρισκόταν εύκολα, δεν δειλιοΰσαν και φανερά να χτυπήσουν ένα γενίτσαρο για να υπερασπιστούν ένα χριστιανό με τη δικαιολογία ότι ο «πολυχρονεμένος ο Πατισάχ» για όλο το λαό του είχε την ίδια προστασία. Έτσι, μια μέρα πού ένας παπάς πήγε να ζητήσει την προστασία του, επειδή κάποιος γενίτσαρος του πήρε τη γυναίκα του, ο Κουρμούλης δεν δείλιασε αλλά έτρεξε να προφτάσει την ατιμία του, τον φώναξε έξω και μόλις τον πλησίασε, τον σκότωσε και πήγε την τρομαγμένη γυναίκα πίσω στο σπίτι της. Όμως τέτοιες φανερές πράξεις πολλές φορές τους εξέθεταν σε σοβαρούς κινδύνους, όπως μια φορά επί Σερίφ Πασά πού κατήγγειλαν τον Μιχαήλ Κουρμούλη οι γενίτσαροι της Αληθινής, του Αμπελούζου και του Πετροκεφαλίου, ότι ήταν αίτιος η κρυφός φονιάς αρκετών πρωτογενιτσάρων της περιφέρειας, οι οποίοι κάθε τόσο βρίσκονταν σκοτωμένοι σε μπροσκάδες (ενέδρες).
Ο Σερίφ Πασάς, για να μάθει την αλήθεια, έστειλε δύο πιστούς του αξιωματικούς να πάνε στον Κουσέ και να εξετάσουν με προσοχή, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί πώς έκαναν ανάκριση και κατασκοπεία κατά των Κουρμούληδων.
Μόλις τους είδε ο Χουσεΐν Πασάς (Μιχαήλ Κουρμούλης), ευφυής όπως ήταν, κατάλαβε το σκοπό τους και κατάστρωσε το σχέδιό του, για να εξαλείψει κάθε υπόνοια του Πασά εναντίον του. Περιποιήθηκε με μεγαλοπρέπεια τους αξιωματικούς και ως τα μεσάνυχτα κράτησε το γλέντι. Ήταν καλοκαίρι και διάταξε να ετοιμάσουν στρώματα πάνω στην ταράτσα γι’ αυτόν και για τον αδελφό του και για τους δύο επισήμους ξένους του. Προτού κοιμηθούν είχε διατάξει να του έχουν έτοιμη την πιο δυνατή του φοράδα, βάζοντας της στρασούρια στα πέταλα, κι ο σεΐζης του να τον περιμένει.
Μόλις είχαν κοιμηθεί οι δύο αξιωματικοί κι ο αδελφός του, αυτός κατεβαίνει αθόρυβα απ’ τον πύργο του, παίρνει τη φοράδα του και τραβά στην Αληθινή. Πήγε στο σπίτι του τρομερού γενιτσάρου Μεραμεταλή και παραλλάσσοντας τη φωνή του, του φώναξε πώς τον ήθελε για κάτι πολύ σοβαρό.
Βγήκε ο Μεραμεταλής, πάντα άφοβος όπως ήταν, και δέχθηκε τη μαχαιριά του Κουρμούλη στο στήθος. Ο Κουρμούλης σε λίγη ώρα βρισκόταν πάλι πλαγιασμένος στη μέση των δύο Τούρκων αξιωματικών, χωρίς μήτε καν ο αδελφός του ο Γιώργης να καταλάβει την απουσία του.
Το πρωΐ πού βρήκαν τον Μεραμεταλή σκοτωμένο οι Τούρκοι της Αληθινής, αγριεμένοι έτρεξαν στον Κουσέ, πού ήξεραν από προειδοποίηση του πασά πώς είχαν φτάσει οι απεσταλμένοι του, άρχισαν να λένε την ιστορία του σκοτωμού του γενιτσάρου, όπως τη φαντάστηκαν πώς έγινε τη νύχτα και να φέρνουν ως μόνο ένοχο τον Κουρμούλη, γιατί κανένας άλλος δεν θα ήταν ικανός να τολμήσει ένα τέτοιο θάνατο, χωρίς να ξέρουν πώς οι αξιωματικοί είχαν κοιμηθεί στην ταράτσα έχοντας στη μέση τον Κουρμούλη, ο οποίος ακούοντας την ιστορία γελούσε.
Έτσα ‘ναι δά, ακαρντάχηδές μου (φίλοι μου), κι όλες οι άλλες ιστορίες πού πλάθουνε, τούτοι οι μουρτάτηδες, λέει στους αξιωματικούς. Αν δεν κοιμούμαστε μαζί, με τα μαξιλάρια μας κολλημένα μπορούσατε να πιστεύετε τα όσα σας λένε. Μα εδά κρίνετε μοναχοί σας και χαιρετάτε μου το Σερίφ Πασά, σαν πάτε στη χώρα και πέστε του με ίντα ανθρώπους ανάποδους έχω να κάμω επαέ γύρου-γύρου.
Οι απεσταλμένοι έβρισαν τους Τούρκους της Αληθινής και μετέδωσαν στον Πασά, πού για κάθε ενδεχόμενο του είχε στείλει άφθονα δώρα ο Κουρμούλης όλη την ιστορία πού έδειχνε την αθωότητά του.
Το κρυφό εθνικό έργο των Κουρμούληδων κράτησε ως το 1821, αλλά σ’ όλο αυτό το διάστημα της υποκρισίας οι εκλεκτοί αυτοί άνδρες υπέφεραν ψυχικά, γιατί θεωρούσαν την απόκρυψη της πίστης τους -αδιάφορο αν πρόσφεραν τόσες σοβαρές υπηρεσίες στην πίστη τους με την υποκρισία τους- σαν αμαρτία και άρνηση να υποστούν τη δοκιμασία πού η χριστιανική τους θρησκεία επέβαλε σε κάθε πιστό. Μυστικοπαθείς όπως ήταν κι όπως είχαν εξελιχθεί με τον πυκνό πέπλο, πού εσκέπαζε τη λατρεία τους, αισθάνονταν θρησκευτική χαρά να μεγαλοποιούν την αμαρτία τους, και μία φορά σε μία σύσκεψή τους παρασύρθηκαν στην απόφαση να πάνε όλοι μαζί στο Μεγάλο Κάστρο (το Ηράκλειο) και να ομολογήσουν φανερά τη θρησκεία τους στον Πασά, με μόνο σκοπό να υποστούν μαρτύρια στην ομολογία τους. Έλπιζαν με τα μαρτύρια πού θα υφίσταντο να αποπλύνουν το ρύπο της αντιχριστιανικής υποκρισίας και άρνησης επί τόσες γενεές, της θρησκείας του Χριστού μπρος στον κόσμο.
Διαρκώς βομβούσαν στα αυτιά τους τα λόγια του Ευαγγελίου «όστις αν αρνήσηται με ενώπιον των ανθρώπων, κάγώ αρνήσομαι αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 12,50). Τα ρήματα αυτά του Ευαγγελίου είχε διαμηνύσει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλως κατά το 1675 προς τους πρώτους κρυπτοχριστιανούς της Κρήτης ως απάντηση σ’ εκείνους πού εζήτησαν την άδειά του να υποκρίνονται τους μουσουλμάνους, ενώ θα παρέμεναν ως χριστιανοί «κρυφοί».
Εμπρός στα τρομερά αυτά λόγια του ευαγγελίου η άδεια πού ‘χε δοθεί απ’ τον κρητικό Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο, δεν άφησε τους Κουρμούληδες να ησυχάσουν και να κοιμηθούν με γαλήνη.
Κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος -φαίνεται να πρόκειται περί του Γρηγορίου Καλλονά- με τη θρησκευτική του κρίση, πού του απόκλειε την τεθλασμένη όραση προς το εθνικό και θρησκευτικό μέλλον, τους έπεισε να ξεκινήσουν από τη Μεσσαρά πάνω από τριάντα από τους πιο διαλεκτούς Κουρμούληδες. Σε ιδιαίτερη σύσκεψη εδέχτηκαν τη χριστιανική προτροπή του Μοναχού να πάνε στο Μεγάλο Κάστρο με σκοπό να ομολογήσουν την πίστη τους, όπως οι πρωτομάρτυρες, και να προκαλέσουν οι ίδιοι το θάνατό τους με μαρτύρια, για εξιλασμό της δειλής τους αμαρτίας.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι σ’ αυτήν την απόφαση τους παρεκίνησε και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, όταν ο Μιχαήλ Κουρμούλης πήγε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να παρακολουθήσει τις ιερουργίες του Παναγίου Τάφου. Όποια και αν είναι η αρχή της ενέργειας αυτής των Κουρμούληδων, το εξακριβωμένο είναι ότι ο τότε Μητροπολίτης Κρήτης πρόλαβε τη συμφορά πού περίμενε όχι μόνο τις οικογένειες των Κουρμούληδων αλλά και όλους τους χριστιανούς, τους οποίους ίσως να εξαφάνιζε ο φανατισμός των Τούρκων, πού ήταν φυσικό να επακολουθήσει μετά την αποκάλυψη των Κουρμούληδων. Το ξεφανέρωμά τους και τη μαρτυρική τους ομολογία θα ζητούσαν να την ταπεινώσουν και να την πνίξουν στο αίμα. Αλλά και από το πείσμα ακόμα, γιατί επί τόσα χρόνια μία τέτοια μεγάλη χριστιανική φυλή θα εξαπατούσε τη θρησκεία τους ήταν φυσικό να αφηνιάσουν, ανεξάρτητα από το εάν δεν καταλάβαιναν μήτε αισθάνονταν τη νέα τους ατελή θρησκεία αλλά περιορίζονταν στους απλούς τύπους της, χωρίς να καταλαβαίνουν τί κάνουν αφού δεν ήξεραν μήτε τη γλώσσσα των μικρών παραφθαρμένων προσευχών πού τους είχαν μάθει με δυσκολία οι χοτζάδες τους.
Ο Μητροπολίτης όταν έμαθε πώς έρχονται οι Κουρμούληδες με το σκοπό να υποστούν το μαρτυρικό θάνατο έσπευσε να στείλει το Διάκο του προς το δρόμο της Μεσσαράς για να τους προλάβει. Πραγματικά τους πρόλαβε κι άμα μπήκαν μέσα στο Μεγάλο Κάστρο κι ενύχτωσε με προφύλαξη κατά την παραγγελία του Μητροπολίτη πήγαν όλοι τους στη Μητρόπολη. Ο στενοχωρημένος Ιεράρχης τους είπε τότε:
«Τ’ ό,τι σκέπτεσθε να κάμετε όχι μόνο δεν θα σας εξασφαλίσει την ουράνια βασιλεία, αλλά και θα σας φέρει και το ανάθεμα όλων των χριστιανών πού θα υποστούν τα μαρτύρια εξ αιτίας σας και την κόλαση, γιατί δεν έχετε τη δύναμη να υφίστασθε τη δοκιμασία για την οποίαν -ο προστάτης Θεός- σας έκρινε αξίους μέχρις στιγμής καθ’ ην θα σημάνει η ώρα της αναστάσεως του Γένους. Η ώρα αυτή πλησιάζει και αντί να προβαίνετε σε άστοχες και τρελλές θυσίες ετοιμασθείτε διά να προσφέρετε τη ζωή σας για τη πίστη και το έθνος μας. Αν εγκαρτερήσετε σας περιμένει ο φωτοστέφανος, αν όχι, θα φέρετε τον όλεθρο και την αναστάτωση όλης της Κρήτης». Οι θερμοί λόγοι του Μητροπολίτη και η προαγγελία των μεγάλων γεγονότων, τα οποία ο ιεράρχης διαισθανόταν -διαίσθηση πού έγινε πολύ γρήγορα πραγματικότητα με τη μύησή τους στη Φιλική Εταιρία- τούς έπεισε για το άστοχο, αλλά και ολέθριο διάβημά τους. Και γύρισαν πίσω στα χωριά τους για να συνεχίσουν το προστατευτικό τους έργο.
Οι προφητικοί λόγοι του Μητροπολίτου Κρήτης Γερασίμου Παρδάλη -ίσως να μην ήταν προφητεία, αλλά μυημένος όπως ήταν να τους προκατηχούσε- έκαμαν τον αρχηγό τους Μιχαήλ να σκεφθεί πώς θα κατόρθωνε αποτελεσματικότερα να προοργανώσει μια γενική κρητική ενέργεια.
Η αμελέτητη αν και τόσο ηρωική επανάσταση του Δασκαλογιάννη, πού ήθελε να βοηθήσει ο πατέρας του αλλά δεν πρόλαβε, ήταν διακαώς μες στη σκέψη του, γιατί σπαρταρούσε μέσα στις παιδικές του αναμνήσεις πού πάντα διατηρούν δυνατότερους χρωματισμούς.
Το ότι δεν κατορθώθηκε τότε μπορούσε τώρα με μια μελετημένη ενέργεια να κατορθωθεί αλλά δεν έπρεπε να ζητήσουν μήτε να στηριχθούν σ’ εξωτερική βοήθεια όπως τότε. Έπρεπε να υπολογίσουν και να αναμετρήσουν τις δικές τους δυνάμεις κι αν τις εύρισκαν ν’ αρχίσουν τον αγώνα και να τον κρατήσουν.
Ο Μιχαήλ Κουρμούλης ήταν ο μόνος πού εγνώριζε τόσο καλά τόσο τον αριθμό των ηρωικών χαΐνηδων όσο και τον αριθμό των κρυπτοχριστιανών πού θα ένωναν τη δύναμή τους μαζί τους.
Ως τότε, παραμονές του 1820, καμιά προεργασία δεν είχε γίνει για το μελλούμενο αγώνα πάνω στην Κρήτη, για εκείνο και το ότι διαδραματίστηκε αργότερα ήταν πραγματικό θαύμα.
Σε βιβλίο του ο Ναύαρχος Π. Ρεδιάδης -ο οποίος μπορεί να γίνει περισσότερο πιστευτός ως μή Κρητικός- γράφει για τα προεπαναστατικά εκείνα χρόνια τί επικρατούσε στην Κρήτη.
«… Εις την Κρήτην όμως, ένθα η τυραννία είχεν υπερβεί πάν άνθρώπινον δριον και ένθα η βία έφθανεν ανενόχλητος μέχρι και της συζυγικής παστάδος, κανείς εκ των αποστόλων της ελληνικής ιδέας δεν ετόλμα να προσεγγίσει, εκτός ελαχίστων ιδίως εις τα Σφακιά, του ιερέως Δαμασκηνού, τον Νικολάου Βαρελτζόγλου ή Καρατσή, του καθηγητού Βαρνάβα Πάγκαλου, αμφοτέρων κρητικής καταγωγής, και τινών άλλων Κρητών εκτός της Κρήτης διαβιούντων, μεμυημένων εις το Εθνικόν Κήρυγμα, κρυφά ή από διαφόρους προφάσεις καταφθανάντων στην Κρήτη.
Πάντες ούτοι ενήργουν μετά εξαιρετικής προφυλάξεως, διότι εγνώριζον ου μόνον τον ίδιον άμεσον κίνδυνον, αλλά και εκείνον εις ον άνευ οιασδήποτε ελπίδος βοηθείας εξέθεταν τον κρητικόν λαόν.
Οι Τούρκοι εξάλλου επιδιώκοντες αφ’ ενός να συντρίψουν ηθικώς τους χριστιανούς προ επαπειλούμενης τυχόν μεταδόσεως της επαναστάσεως, ήτις εσόβει ήδη εν Αγία Λαύρα και Μάνη, αφ’ ετέρου δε να επιτύχουν ευκαιρίαν λεηλασίας των χριστιανικών περιουσιών, ήρχισαν ήδη τρομοκρατούντες τους εντελώς αόπλους χριστιανούς, ιδίως των πεδινών περιοχών, εξεγειρομένων οσημέραι του φανατισμού και της αγριότητάς τους. Η θέσις των χριστιανών καθίστατο καθ’ εκάστην δυσχερεστέρα. Διότι εν αντιθέσει προς την λοιπήν Ελλάδα, ένθα η τουρκική ισχύς ήτο τότε μειωμένη, εν Κρήτη οι Τούρκοι ήταν ισχυρότατοι, διαθέτοντες ένεκα της σπουδαίας γεωργικής θέσεως και της ευφορίας της νήσου, ισχυράς στρατιωτικάς δυνάμεις ερειδομένας επί των μεγάλων φρουρίων της νήσου, ως επίσης και άφθονον αριθμόν τουρκοκρητών και μάλιστα γενιτσάρων καταφοβιζόντων με την αγρίαν δύναμην των ού μόνον τους χριστιανούς Κρήτας αλλά και τους γείτονας των Αιγαιοπελαγίτας και Πελοποννησίους. Την τοιαύτην οσημέραι ογκουμένην απειλήν διαβλέποντες οι προεστώτες, πεπειραμένοι και προβλεπτικοί Κρήτες ενόμισαν επιβαλλόμενην την λήψιν μέτρων αμύνης εναντίον της απειλής ταύτης της πλήρους έξολοθρεύσεως των χριστιανών».
Τέτοια ήταν η ψυχική ατμόσφαιρα των Κρητικών στα προεπαναστατικά εκείνα χρόνια και ο Κουρμούλης περισσότερο από κάθε άλλο την αντιλαμβανόταν. Η πατριωτική του διαίσθηση του έδειχνε κατακάθαρα τα μελλούμενα να συμβούν και τον έκανε να ζητά λίγο φως μές στο σκοτάδι, πού επικρατούσε τότε.
Η ψυχή του στην προσπάθεια αυτή ευρέθηκε έτοιμη να δεχθεί τη μύηση στη Φιλική Εταιρεία. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μουρέλλο στο έργο του «Ιστορία της Κρήτης» ο Κουρμούλης έμυήθη από τον κρητικής καταγωγής καθηγητή Βαρνάβα Πάγκαλο από την Χίο, ο οποίος εμύησε και τον Ρενιέρη, τον Κουβαρίτη, τον Γερακάκη και δύο άλλους ακόμη δυνατούς παράγοντες προ του Δεκεμβρίου του 1820. Το ξεφανέρωμα των Κουρμούληδων ως χριστιανών έγινε στις 10 Μαΐου του 1821, και η προσφορά τους στον αγώνα των Κρητών εναντίον των Τούρκων ήταν ανεκτίμητη.
Ο Κριτοβουλίδης αναφέρει τον ιεροδιάκονο Καλλονά ως τον πρώτο πού εμύησε τον Κουρμούλη στη Φιλική Εταιρεία. Ο Καλλονάς φαίνεται να ήταν εκείνος πού απέτυχε στην προσπάθειά του να πείσει τους Κουρμούληδες να προβούν στη θανατερή ομολογία της πίστης τους προς τον Πασά.
Από τότε εγνώριζε, ότι οι Κουρμούληδες είχαν πρόθυμη εθνική συνείδηση για να δεχθεί το βάπτισμα στις «περί ελληνικής αναστάσεως ελπίδες».
Ο Ψιλάκης αναφέρει ότι ο μυήσας τους Κουρμούληδες δεν ήταν ο Καλλονάς, αλλ’ ο Μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης.
Αν παραδεχτούμε την εκδοχή αυτή, τότε μπορούμε να παραδεχτούμε ότι και όταν ακόμη απέτρεπε τους Κουρμούληδες από την πρόωρη ομολογία της πίστεως τους, φαίνεται να ήταν ο ίδιος μυημένος, αλλ’ επιφυλάχθηκε αργότερα να μιλήσει στον αρχηγό των Κουρμούληδων Μιχαήλ.
Εμμανουήλ Σαβοϊδάκη – Συνταξιούχου Εκπαιδευτικού, § Κρήτες Κρυπτοχριστιανοί στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, «΄Αγκυρα Ελπίδος» Διμηνιαίο Ορθόδοξο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, περίοδος Β’, Τεύχος 63, Ιούλιος – Αύγουστος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου