- Σπῦρος Β. Μπαζίνας
Καλοκαίρι τοῦ 1988. Στὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Λαύρα στὴν Κερασιά συνάντησα ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔσκαβε στὸν κῆπο του.
—Καλῶς τον, μοῦ εἶπε. Ἔλα νὰ πιεῖς νερό.
Παίρνω τὸ νερό. Τὸν εὐχαριστῶ. Δοξάζω τὸν Θεό. Πιάνουμε κουβέντα.
—Σπύρο.
—Ἀπό ποῦ εἶσαι;
—Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
—Ποῦ πᾶς;
—Στόν π. Θεολόγο.
—Τί δουλειά κάνεις;
—Δικηγόρος.
—Δέν πειράζει!
—Ἄκου παιδί μου, νὰ σοῦ πῶ μία ἱστορία. Ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, γεμᾶτος πάθη, ἐγωισμό, φιλοχρηματία, φθόνο, ὀργή. Μία μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἕνα φοῦρνο φορτωμένος μέ ψωμιά, ἕνας φτωχούλης τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη.Ὅμως, ὁ πλούσιος θύμωσε καὶ στὸν θυμό του πέταξε ἕνα καρβέλι ψωμί στὸν φτωχό. Αὐτὸς τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφαγε στὸ σπίτι του μὲ τὰ παιδάκια του. Ἔφτασε ὁ καιρὸς καὶ ὁ πλούσιος κοιμήθηκε.Ἦρθαν τότε οἱ δαίμονες καὶ τοῦ τραβοῦσαν τὴν ψυχή του νὰ τὴν πᾶνε στὴν κόλαση. Μπῆκαν τὰ πάθη του στὴν μία πλευρά τῆς ζυγαριὰς καὶ ἡ ζυγαριά ἔγερνε πρὸς τὴν κόλαση. Ἔβαλε τότε, παιδί μου, καί ὁ φύλακας ἄγγελός του ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ καρβέλι, πού ὁ πλούσιος εἶχε πετάξει μὲ θυμὸ ἀλλὰ ὁ φτωχὸς τὸ ἔφαγε μὲ τὰ παιδιά του καὶ ὠφελήθηκε, καὶ ἀμέσως ἡ ζυγαριά ἰσορρόπησε καὶ ἡ ψυχὴ σώθηκε. Βλέπεις, παιδί μου, τί ἀξία ἔχει καὶ ἡ πιὸ μικρὴ καλὴ πράξη ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προαίρεση αὐτοῦ ποὺ τὴν κάνει; Ἄντε στὸ καλό, παιδί μου καὶ νὰ θυμᾶσαι, πρὶν βάλεις τὸ κεφάλι σου στὸ μαξιλάρι κάθε βράδυ, νὰ κοιτᾶς νὰ ἔχεις κάνει τουλάχιστον μία καλὴ πράξη. Αὐτό μπορεῖ νὰ σὲ σώσει.
περιοδ. “ΠΡΩΤΑΤΟ”, τ.118, Ἀπρ. -Ἰούν. 201
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου