Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
Τα δυο προικιά μου
Φως φθινοπωρινό με ξύπνησε,
πουρνάρι και πέτρα και της μάνας το βογγητό
ευωδιάσαν το πρωτανάσεμά μου…
Κι έσκουξα θρηνώντας το χαμό
της γαλήνιας ανυπαρξίας μου.
Αγροίκησαν οι Μοίρες το κλάμα,
το νιούδι ν’ ασημώσουν έρχονται.
Και του δωρίζουν Όνειρο και Θάνατο…
Διδυμάρια αδέρφια τα προικιά μου,
ανίκανα χώρια να πορευτούνε…
Μα αλί μου! ο χρόνος, κύμα ανήλεο,
της ζωής μου το βότσαλο ταξιδεύει…
σε κόκκους το σκορπά…
Τ’ όνειρο σβηνόταν στα αποσιωπητικά…
Ο θάνατος πέθαινε άκλαυτος…
Και ήταν το αίσθημα της ανάλγητης νοσταλγίας
και οι βουτιές στη γόνιμη ασυνειδησία, που τόσο χαιρόμουν…
Τούτες οι στιγμιαίες -ενοχικές ίσως- αυτοϊκανοποιήσεις μου…
Ξεδίψασα στο στερνό του νεκρού δάκρυ,
έστησα χορό μαζί του στου μοιρολογίσματος το σκοπό…
Τι νόημα θα ‘χε ο θάνατος, αν ήταν μοναχικός…;
Έτσι πέρασα τη ζήση μου.. επανιδρύοντας όνειρα…
μα ερωτεύτηκα τ’ ομορφότερο, τον Θάνατο…
Καληνύχτα… σ’ αγάπησα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου