Είμαι η Αγγελική, του καπετάν Νικολή Πολίτη η κόρη από τις Νέες Φώκιες της Σμύρνης. Το 22 ήμουν ένα κοριτσάκι 6 έως 7 χρονών.
Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Είχαμε ένα μεγάλο καΐκι. Το είχε ονομάσει ο πατέρας μου «Πανούσα», επειδή έλεγαν την μητέρα μου Παναγιώτα και επειδή την αγαπούσε πολύ ονόμασε το καΐκι.
Ημασταν 6 άτομα, παιδιά και ο πατέρας και η μητέρα. Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στις Φώκιες και παντρεύτηκε λέγανε την ωραία Παναγιώτα. Ζούσαμε πολύ καλά διότι είχαμε πολύ περιουσία. Ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι.
Είχαμε δύο σπίτια. Το ένα ήτανε στο Φαρδί Σοκάκι και το άλλο έξω από την πόλη.
Ο πατέρας μου είχε 400 δένδρα ελιές, είχε ένα αμπέλι στα 3 πηγάδια και το άλλο στα Μερσινάκια.
Τώρα θα γράψω για την Καταστροφή.
Τη νύχτα βγαίνανε στα παράθυρα και βλέπανε στα βουνά φωτιές. Αρχισε ο κόσμος να φοβάται. Η μητέρα μου δεν ήξερε τι να κάνει γιατί ο πατέρας μου έλειπε ταξίδι. Το δεύτερο βράδυ μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στο δικό μας σπίτι. Θυμάμαι που κάνανε μία τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο και τη βάλανε στο παράθυρο για να δούνε οι Τούρκοι. Το ίδιο βράδυ ήλθε ο πατέρας μου. Μας είπε να μην φοβόμαστε. Κλειστήκαμε στο σπίτι.
Ξαφνικά πλάκωσε ο τούρκικος στρατός. Ακούγαμε τύμπανα, ντουφεκιές, τραγούδια. Τα άλογα χλιμιντρούσανε. Δεν μπορώ να σας πω το τι γινόταν.
Τότε σηκώθηκε ο πατέρας μου να πάει να δη το καΐκι για να φύγουμε. Η μητέρα μου δεν τον άφηνε και της είπε θα πάω από άλλον δρόμο. Πήγε, αλλά το καΐκι το είχανε καταστρέψει. Δεν είχε ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε μηχανή. Μας λέει θα πάμε στον Ασματερέ, εκεί ήταν ένα λιμανάκι και ίσως βρούμε καΐκι να φύγουμε για τη Μυτιλήνη.
Φύγαμε από τα βουνά. Εμένα με σήκωνε ο αδελφός μου στην ράχη του. Νύχτα ήτανε! Τα βουνά ήταν τόσο άγρια. Φωνάζανε τα σκυλιά, τα τσακάλια. Τα σκυλιά από τα εξοχικά σπίτια τρέχανε. Τα αγριογούρουνα μουγκρίζανε. Λες και θα χαλούσε ο κόσμος.
Αμίλητοι φθάσαμε στο λιμανάκι αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο τα ζώα του κόσμου φωνάζανε λες και είχανε καταλάβει τον χωρισμό από τους δικούς τους.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι κατασκήνωσαν σε ένα χωράφι πολύ μεγάλο που το λέγανε Σητσακτερέ και αρχίσαν και κατεβαίνανε στην χώρα. Μαζεύανε τον κόσμο. Αλλον σκοτώνανε, άλλον κοπανούσανε με τα ντουφέκια. Τους άλλους τους ρίχνανε κάτω και τους πατούσανε στην κοιλιά και οι ανθρώποι κάνανε εμετό.
Εμείς είχαμε φύγει κρυφά και μπήκαμε σε ένα μεγάλο σπίτι αλλά μας βρήκανε. Κατεβάσανε τον πατέρα μου, τον βγάλανε το σαλβάρι του, το σακάκι του, τα παπούτσια του. Του πήρανε τη μεγάλη σακούλα με τα λεφτά και τα χρυσαφικά και μας βάλανε μαζί με άλλους που μαζεύανε από τα σπίτια τους.
Από τις πλεξούδες
Μας πήγαν σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Μας αφήσανε σε ένα χωράφι και αρχίσανε να μαζεύουν τους άνδρες. Πήρανε τον πατέρα μου τον αδελφό μου και όλους. Μετά ακούσαμε τα πολυβόλα. Μας λέγανε όλοι ότι τους σκοτώσανε. Από τότε δεν τους είδαμε.
Το ίδιο βράδυ πήρανε την αδελφή μου στα βουνά. Παίρνανε τα κορίτσια. Την αδελφή μου την πήρανε τέσσερις. Είχε μακριές πλεξούδες. Οι δυό την πιάσανε από της πλεξούδες και οι άλλοι δύο από τα πόδια.
Το τι γινότανε εκείνο το βράδυ δεν λέγεται. Χαλούσε ο κόσμος. Φωνάζανε τα κορίτσια, κλαίγανε η μάνες τους, φωνάζανε, βουίζανε τα βουνά. Εγώ με ήχε η μητέρα μου κάτω από το φουστάνι της και έτρεμα σαν το φύλλο.
Η μητέρα μου σηκώθηκε και φώναζε «παιδί μου Κατερίνα που σε πάνε» και ένας Τούρκος της δίνει μια με το ντουφέκι και πέφτει και σπάει το κεφάλι της. Τρέχανε τα αίματα. Εγώ σήκωνα το φουστανάκι μου και τη σκούπιζα.
Την άλλη μέρα μας πήρανε από κει και αρχίσαμε να βαδίζουμε από βουνά όχι από δρόμους. Μας είχανε πάρει τα παπούτσια μας και τα βουνά ήτανε στρωμένα από αγκάθια. Ηταν αδύνατο να βαδίσουμε. Εκεί ήτανε το πολύ ξύλο οι κλοτσιές. Βαδίζαμε το βράδυ. Φθάσαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Ητανε ελληνικό χωριό.
Εκεί μας χώσανε τον έναν απάνω στόν άλλον. Για να μας βάλουνε μέσα σκοτώσανε 2 παιδιά και μιά γυναίκα. Και ξύλο με τα καμιτσιά αλύπητα. Ο κλαθμός και ο φόβος ήτανε αβάστακτα.
Εκείνο το βράδυ πήρανε και τη μανούλα μου. Ξέχασα να γράψω. Είχαμε και ένα μωράκι και όταν την πήρανε κρατούσε και το μωρό. Της το πήρανε και το πετάξανε σε έναν καλαμνιώνα που ήτανε λίμνη. Πάει και αυτό. Τη δε μανούλα μου την φέραν. Να σκεφτείτε τον πόνο της και τα δάκρυα της.
Εμεινα μόνο εγώ. Με σκέπαζε με το φουστάνι της σαν τη κλώσα που βάζει τα πουλάκια της κάτω από τα φτερά της.
Κάνω πολλά λάθη γιατί δεν μπορώ να γράψω από τα δάκρυα και τον πόνο που έχω. Μου έχουν μείνει αποθέματα. Είνε μεγάλος πόνος να μείνεις ορφανό τόσο μικρό και στα τούρκικα χέρια. Παρακαλώ το Θεό όλα τα παιδάκια να έχουν τη μανούλα τους. Να μην πονέσουνε σαν εμένα.
Ακουγα μανούλα που φωνάζανε και μαραινόμουν σαν το φύλλο που πέφτει από το δένδρο. Το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου είναι η μάνα. Ολα αυτά τα χρόνια που ζω δεν τη ξέχασα.
Το δε πρωί μας πήγανε σε ένα χωριό που το λέγανε Μαινεμένη. Το χωριό ήτανε κάρβουνο. Το είχανε κάψει οι δικοί μας στρατιώτες όταν οπισθοχωρήσανε. Ηταν ελληνικό χωριό.
Μας περάσανε από μέσα για να δούμε που ήτανε καμένο. Εκεί είπαμε ότι εδώ θα μας κάψουνε και μας χτυπούσανε τόσο άγρια που μας φωνάζανε οι δική μας να σκύβουμε σαν τα πρόβατα. Εκεί κόψανε μιας γυναίκας τη μύτη.
Με τα πολλά φύγαμε από το χωριό. Βαδίζοντας, βγήκαμε σε ένα χωράφι που είχε άγριες αχλαδιές και ήταν φορτωμένες αχλάδια. Οσα μπορούσανε κόψανε να φάνε. Αλλά πιο πολύ ήτανε το ξύλο....
Συνέχεια βαδίζαμε δεν ξέρω πόσες μέρες. Πηγαίναμε για τη Μαγνησία. Βγαίνανε και το φωνάζανε ότι πάμε στην Μαγνησία. Είχε άνδρες που ξέρανε τούρκικα και μας φωνάζανε ότι πάμαι στην Μαγνησία να μας βγάλει λόγο ο Κεμάλ.
Και που νομίζετε που μας πήγανε; Σε ένα παλιό εργοστάσιο και μαζέψανε τους άνδρες, τους βάλανε μέσα τους γδύσανε και αρχίσανε και τους χτυπούσανε με τα καμιτσιά. Η άνδρες πηδούσανε σαν ποντίκια. Τους είχανε μαύρους. Η άνθρωποι πέσανε όλοι κάτω σαν πεθαμένοι με βογκητά με κλάματα από τους πόνους.
Δεν "υπάρχει θεός"
Το χειρότερο ήτανε ότι μαζέψανε τα γυναικόπαιδα και μας πήγανε σε ένα χωράφι γεμάτο μνήματα από Ελληνες στρατιώτες και σε κάθε μνήμα είχαν βάλει τα δίκοχα τους. Εκεί φαντασθείτε τι έγινε. Πέσαν οι γυναίκες στα μνήματα φωνάζανε, κλαίγανε και από πάνω κλωτσιές, πέτρες. Σπούσανε δένδρα, κλαριά και τις κοπανούσανε. Πολλές μάνες είχαν χάσει τα παιδιά τους σε αυτόν το πόλεμο. Μα δεν υπήρχε Θεός; Δεν υπήρχε κανένας νόμος για μας;
Μετά μας πήγανε σε αμπέλι και κόβανε τα φύλα και τα χώνανε στο στόμα να τα φάνε και όποιος δεν τα μάσαγε τον τρίβανε τα μούτρα του στο χώμα. Μια γυναίκα δεν το δεχότανε και της βάλανε φωτιά στο φόρεμα της και κάηκε σαν κερί και δεν αφήνανε κανένανε να πάει κοντά της. Αυτά που κάνανε αυτοί οι βάρβαροι δεν τα έκανε κανένα κράτος.
Μετά φύγαμε από την Μαγνησία και μας πηγαίνανε για μια μέρα όλο από βουνά και αγκάθια. Φθάσαμε σε μια μικρή πόλη. Εκεί ήτανε σταθμός χωροφυλακής. Μας υποδεχτήκανε πολύ άγρια ως συνήθως. Από κάτω από το κτήριο είχε μια χαβούζα με νερό. Το νερό αυτό είχε μέσα ότι βρωμιά ήθελες. Και δεν ήτανε μόνο η βρωμιά, αλλά κατουρούσανε και από πάνω. Και χονδρά και ψιλά. Αλλά ο κόσμος ήτανε τόσο διψασμένος που σπρώχνανε της βρωμιές και πίνανε και πλένανε και τα μούτρα τους και αυτοί γελούσαν και λέγανε «πος γκιαούρη». Αυτό θα πει: «Βρώμικοι Ελληνες».
...Το ψωμί και το φαΐ το είχαμε ξεχάσει. Αν βρίσκανε στα βουνά καμήλες ψόφιες τρέχανε και ξεσχίζανε με τα χέρια και άμα σταματούσαμε σε κανένα χωριό γυρεύανε φωτιά και τα ψήνανε και τα τρώγανε. Η Μανούλα μου δεν έτρωγε ούτε και 'γώ.
Μας πήρανε πάλι από κει, άλλαξαν οι τσανταρμάδες. Σε κάθε χωριό μας παίρνανε άλλοι. Μας περάσανε από ένα ποτάμι που είχε λιγοστό νερό αλλά είχε πολλά αγριοσέληνα. Οταν τα είδε ο κόσμος πέσανε με τα μούτρα σαν τα πρόβατα. Δεν έμεινε ούτε φύλο. Εκεί σε κείνο το λίγο νερό πλυθήκαμε, λουστήκαμε, χωρίς σαπούνι βέβαια....
Αρχίσαμε πάλι τα βουνά. Το χωριό ήτανε κοντά. Μόλις μας είδανε, πλάκωσε η Τουρκιά. Αρχίσανε όλοι νύκτα να πέρνουνε τα κορίτσια. Ψάχνανε με τους φακούς η δε τσανταρμάδες φεύγανε και οι χωριάτες βρίσκανε ευκαιρία. Φωνάζανε τούρκικα «άλλην, άλλην», θα πει στα ελληνικά «πάρτε, πάρτε» και κείνο το βράδυ τραβήξανε την μανούλα μου και έτσι που πήγε να σηκωθεί είδαν εμένα που με είχε από κάτω από το φουστάνι της.
Ημουν παιδάκι
Αρπάξανε εμένα. Από τον πολύ σπαραγμό πού έκανα θυμάμαι που έβγαλε το φέσι του και μού έκλεισε το στόμα με πήγε πιο πέρα και άρχισε να με ψάχνει αφού με έριξε κάτω. Σκεφτείτε εκείνη την ώρα τον σπαραγμό μου και τις φωνές μου και αφού είδε που ήμουν παιδάκι μου δίνει μια κλωτσιά και με αφήνει.
Εγώ μες την νύκτα δεν ήξερα που πάω. Ετρεχα με κομμένα τα πόδια. Από την μια φώναζα εγώ και από την άλλη ερχότανε η μανούλα μου ξεμαλλιασμένη να φωνάζει «Αγγελική, αίμα μου, παιδί μου, που είσαι;». Εγώ με τα κλάματα και αυτή με τις φωνές βρεθήκαμε. Δεν ξέρω να την περιγράψω αυτήν την περιπέτεια. Εσείς που θα την διαβάσετε μπορείτε να καταλάβετε.
Φύγαμε πάλι από 'κεί. Μας πήγανε σε ένα άλλο χωριό. Εκεί μείναμε κάτω από μια γέφυρα. Εκεί βρήκαμε σαλιγκάρια και τα ψήναμε και τρώγαμε....
Την άλλη μέρα χιόνιζε. Μας είπανε θα πάμε στο Ουσάκ. Βαδίζοντας μέσα στο χιόνι αρχίσανε τα πόδια μας και σουβλίζανε. Τότε η μανούλα μου βγάζει έναν μπούστο πού φορούσε τον κομμάτιασε και δέσαμε τα πόδια μας. Μα πόσο να βαστάξει το πανί;
Βαδίζαμε μια νύκτα. Φθάσαμε μέρα. Μας βάλανε σε κάτι μεγάλους σταύλους που βάζανε οι στρατιώτες τα άλογα. Η κοπριά ήτανε ένα μέτρο. Εμείς χωθήκαμε να ζεσταθούμε. Σε λίγο μας βγάλανε έξω και μας δώσανε γαλέτα σκουλικιασμένη. Εμείς τη φάγαμε και μας έπιασε μια διάρροια που δεν προλαβαίναμε. Εκεί πέθαναν πολλά παιδιά. *
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου