Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μία επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, το «Παρίσι της Ανατολής», όπως το χαρακτήριζαν. Και οι δύο του γονείς κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Πατέρας του ήταν ο Χαρίλαος Καββαδίας που δραστηριοποιείτο στις εισαγωγές εξαγωγές έχοντας το δικό του εμπορικό γραφείο το οποίο προμήθευε κυρίως τον τσαρικό στρατό της εποχής, ενώ η μητέρα του Δωροθέα Αγγελάτου άνηκε σε μία από τις πιο πλούσιες και γνωστές εφοπλιστικές οικογένειες του νησιού. Ο Καββαδίας είχε και άλλα δύο αδέρφια την Ευγενία και τον Δημήτρη.
Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια αναγκάζεται λόγω της έκρυθμης κατάστασης να μετακινηθεί στην Ελλάδα ακολουθώντας μία διαδρομή από τα Ουράλια Όρη στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ένα από τα καράβια της οικογένειας Αγγελάτου στην Ελλάδα.
Τελικά, εγκαθίστανται στο Αργοστόλι και η ζωή τους μπαίνει σε μία σειρά. Τα παιδιά ξεκινούν το σχολείο ενώ ο πατέρας αποφασίζει να επιστρέψει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, ώστε να καταφέρει να τις τακτοποιήσει. Ο πόλεμος ωστόσο μαίνεται και ο πατέρας του εγκλωβίζεται στην Ρωσία. Ακολούθησαν διώξεις, φυλακίσεις, ενώ εκτός από την περιουσία του χάθηκε και η επικοινωνία του με την οικογένειά για επτά ολόκληρα χρόνια.
Ο Καββαδίας μεγαλώνει και η ποίηση και το γράψιμο δεν παύουν να τον συντροφεύουν. Ο πατέρας του επιστρέφει οικονομικά κατεστραμμένος και με προβλήματα υγείας το 1921 και λίγο αργότερα η οικογένεια μετακομίζει στον Πειραιά όπου ο νεαρός Καββαδίας τελειώνει το Δημοτικό στη σχολή αδελφών Μπάρδη, ενώ αργότερα φοιτά στην Γαλλική Σχολή και έρχεται σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία. Συμμαθητής του είναι ο Γιάννης Τσαρούχης ενώ η πρώτη του συγγραφική προσπάθεια είναι γεγονός όταν με την βοήθεια συγγενών και την υποστήριξη του πατέρα του κυκλοφορεί κανονικά από τυπογραφείο το σατιρικό τετρασέλιδο ‘Σχολικός Σάτυρος’, όπου γράφει με σατιρικό ύφος μαθητικές ιστορίες. Παράλληλα, γράφει στην ‘Διάπλαση των Παίδων’ ως ο «Μικρός Ποιητής», ενώ υπογράφει με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας πριν κλείσει τα 18 του χρόνια στα λογοτεχνικά περιοδικά, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Διανοούμενος αλλά και στα Ελληνικά Γράμματα αργότερα.
Στο γυμνάσιο ο Καββαδίας γνωρίζει και τον Παύλο Νιρβάνα, ο οποίος στάθηκε δάσκαλος για τον ίδιο καθώς τον μυεί στον κόσμο της λογοτεχνίας και του ανοίγει νέους ορίζοντες. Την ίδια σχέση θα αποκτήσει ο ποιητής και με τον μετέπειτα δάσκαλό του Κ. Καρθαίο.
Τελειώνοντας, το γυμνάσιο ο Καββαδίας γράφεται στην Ιατρική Σχολή όμως τα γεγονότα θα τον αναγκάσουν να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Το 1929 χάνει τον πατέρα του από καρκίνο και πιάνει δουλειά στο ναυτικό γραφείο του Ζωγράφου, όπου πρακτόρευε τα πλοία των θείων του. Η αγάπη του για τη θάλασσα όμως είναι μεγαλύτερη και σύντομα μπαρκάρει ως ναύτης στο φορτηγό Άγιος Νικόλαος.
Το 1933 έχει φτάσει η στιγμή να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή ‘Μαραμπού’ που θα τον χαρακτηρίσει ως κορυφαίο βιωματικό ποιητή. Η αγάπη του για την θάλασσα φυσικά δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τα καράβια, όμως λόγω κακών οικονομικών αποφασίζει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή παρά το γεγονός ότι πάντα τον γοήτευε η ιδέα του καπετάνιου.
Ασυρματιστής πια ταξιδεύει σε όλη του τη ζωή με τα καράβια από το 1929 μέχρι το 1974 ένα χρόνο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο και πριν προλάβει να εκδώσει την τελευταία του συλλογή Τραβέρσο.
Το διάστημα της Κατοχής ο ποιητής παρέμεινε εκτός της θάλασσας καθώς πάλευε στην Αντίσταση στην πλευρά των αριστερών παρατάξεων.
Το έργο του Νίκου Καββαδία απαρτίζεται μόλις από τρεις ποιητικές συλλογές, «Μαραμπού» το 1933, «Πούσι» το 1947 και «Τραβέρσο» το 1975, ένα μυθιστόρημα, τη «Βάρδια» το 1954 και τρία μικρά πεζά «Λί», «Του πολέμου» καὶ «Στο άλογό μου» που κυκλοφόρησαν το 1987.
Ο Καββαδίας ανήκει στους κυριότερους και πραγματικά βιωματικούς Έλληνες ποιητές καθώς αντλούσε τα θέματά του από τη ζωή της θάλασσας και την δύσκολη ζωή των ναυτικών, χωρίς ωστόσο να χάνει το κουράγιο του για ένα καλύτερο και αισιόδοξο πολλές φορές αύριο.
Μεγάλος αριθμός Ελλήνων γνώρισε καλύτερα τον Καββαδία όταν ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε στίχους του για τον δίσκο του «Σταυρός του Νότου» βάζοντας τον ποιητή μέσω της μουσικής στα περισσότερα ελληνικά σπίτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου