Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Μια ευθεία.......
Ετσι που λες Ουρανίτσα μου, οχτώ χρόνους γνωριζόμαστε… πώς πέρασαν οι αλήτες;
Τους κατάλαβες; Μήτε και εγώ. Οι μπάσταρδοι περνάνε και τους χάνουμε.. Όταν ήρθα στην Αθήνα θα ‘μουν δέκα οχτώ σκάρτα. Στα έχω πει καλέ τα καζάντια μου; Όχι, ποτές.
Στάσου να σου ισώσω το μαξιλάρι που το κύλησες στην πολυθρόνα. Θέλεις χαλβά; Όλο όχι είσαι!
Τις κουρτίνες που τις έπλυνα τις είδες; Με τόσο καυσαέριο μαύρες γίνανε…
Που λες σαν ήρθα πήγα στο σπίτι μιας μακρινής θειάς μου ψυχοκόρη.. και το λέω έτσι γιατί μου έβγαζε την ψυχή η συχωρεμένη.. ήταν σκληρή και απότομη πανάθεμά τηνε.. Θε μου σχώρα με.
Στο χωριό που ζούσαμε ο πατέρας μου έσπερνε τα χωράφια και την κοιλιά της μάνας μου.
Δέκα ξεπήδησαν από το κορμί της κάθε χρόνο και ένα σαν τα σπαρτά του. Και αν δεν πάθαινε η μήτρα της ακόμα θα γεννοβολούσε. Δουλευτής αλλά αγροίκος μάτια μου.. έφαγα ξύλο που έχωνα και στις τσέπες. Ημουν η μεγάλη και έπρεπε να προσέχω τα μωρουδέλια.. γίνετε; Καλά λες δεν γίνετε ζάφτι. Κάθε Σάββατο πηγαίναμε οι τρεις αδελφάδες και η μάνα μου στο μοναστήρι της Παναγιάς της Καντήλας. Εκεί καθαρίζαμε και ασπρίζαμε τις αυλές για να μας δώσουν ένα κεφάλι τυρί. Και η μάνα όλο έλεγε «Εχει ο Θεός!» Ο Θεός είχε εγώ δεν έβλεπα να περισσεύει τίποτις και για μας. Γελάς; Τις Κυριακάδες μας σήκωνε ο πατέρας μας αξημέρωτα να πάμε στην εκκλησία πρώτη σειρά τα μυξιάρικα και πεινασμένα του Χρήστου να περιμένουν την απόλυση να χουφτώσουν τα αντίδωρα και η κυρά Τασία να μας κοπανά τα χέρια. Εμ, βλέπεις Ουρανίτσα μου τα χωράφια που έσπερνε ο κύρης μας ήντουνε του παπά- Αντώνη. Σούζα στο αφεντικό με τα ράσα! Φτου στο στόμα μου αλλά δεν το μπόραγα! Μήτε και τα λόγια της λειτουργίας καταλάβαινα.. αγράμματη ντιπ! Σάματις και οι άλλοι καταλαβαίνανε; Μόνο το λόγο του άκουγαν με ευλάβεια. Να υπομονεύουν για να κερδίσουν τον Παράδεισο να ταΐζουν τους πεινασμένους.. και αυτός να κλέβει στο μοίρασμα τον πατέρα μου με την κοιλιά τούμπανο.. χαχαχα ξέρω πως δεν θέλεις να τ’ακούς αλλά ο πεινασμένος με λόγια δεν χορταίνει και εμείς πεινούσαμε. Μπόλικο ψωμί να στομώσουμε.
Στάσου να σηκώσω το τηλέφωνο και έρχομαι.
«Γειά σου Ανδρέα πουλάκι μου, μια χαρά είμαστε μη νοιάζεσαι έχουμε κουβεντούλα. Ουρανίιιιτσαααα φιλιάαα καλέ από τον Αντρίκο! Και τα δικά της επίσης. Άντε καλό βράδυ»
Που είχα μείνει ; Α, ναι. Κάποτες που λες άκουσα τον πατέρα μου να λέει στη γιαγιά πως θα με στείλει στο μοναστήρι να δουλεύω και ίσως μείνω γιατί πολύ ανταριασμένη και γλωσσού του βγήκα! Αναψα η τρελέγκω.. μη γελάς καλέ! Και το καλοκαίρι που ήρθε η θειά στο χωριό την παρακάλεσα να με πάρει μαζί της. Όπως σου ‘πα κακοπερνούσα από τον κάματο. είχε και σπίτι μεγάλο που δεν είχα ματαδεί, αλλά άκουγα ραδιόφωνο και τραγουδούσα.. με έπαιρναν μαζί στις βόλτες να προσέχω τα παιδιά και πηγαίναμε στον Βασιλικό τότες κήπο, μέχρι την Ακρόπολη μ’ανέβασαν..αμέ!
Παραδίπλα από την πολυκατοικία που μέναμε ήταν το ψιλικατζίδικο του Σαράντη και εκεί ήταν η Σοφούλα η μανταρίστρα. Την χάζευα με το βελόνι που έκλεινε τους ξηλωμένους πόντους από τις κάλτσες και μ’άρεσε αυτή η τέχνη. Την παρακάλεσα να μου δείχνει σιγά-σιγά πώς να το μάθω. Ηταν μια γελαστή κοπέλα και σαν ο Σαράντης της έκανε παρατήρηση μη και την ενοχλώ του έλεγε πως την βοηθάω. Τα βράδια αναθυμόμουν τα λεγόμενα της. Ζήτησα από τη θειά να μου δίνει τα μιστά μου, αλλά η συμφωνία ήταν να τα στέλνει στον πατέρα μου για την προίκα μου.. με τα παρακάλια κανόνισε να μου δίνει τριάντα δραχμές. Η μάνα της έμενε στην Κυψέλη και πολλές φορές πήγαινα και εκεί να καθαρίσω , η γιαγιά μου έδινε γερό χαρτζιλίκι. Στον ίδιο δρόμο βρήκα ένα μαγαζί που ζητούσε μανταρίστρα! Ε, ρε χαρές και πανηγύρια! Τα μιλήσαμε με την κυρά Φωτεινή και έκλεισε η συμφωνία. Είχε και μια αποθήκη από πίσω με ένα ντιβάνι και θα μ’έβαζε να κοιμάμαι! Για πότε τύλιξα τα αποφόρια στο βαλιτσάκι και έφυγα να είσαι από μια μεριά Ουρανίτσα μου να δεις. Θέλεις νερό; Αμέσως κοκόνα μου! Με τις υγείες σου!
Ετσι που λες με τα λεφτά που είχα μαζέψει αγόρασα τα σύνεργα και στην αρχή έτρεμα μη χαλάσω καμιά κάλτσα αλλά σε λίγο καιρό το χέρι μου φυσέκι πήγαινε. Ολη μέρα σκυφτή αλλά χαρούμενη.. μπαινόβγαινε κόσμος μου μιλούσε και περνούσε η μέρα…
Τις Κυριακές είχα τα ρεπά μου. Εβγαινα με την Κικίτσα την υπηρέτρια από δίπλα και σεργιανούσαμε χαζεύοντας τις βιτρίνες με τις ντυμένες κούκλες και τα αρώματα, μετά καθόμασταν στο Ζάππειο για πορτοκαλάδα και όλο ρίχναμε λοξές ματιές στ’αρσενικά.
Μια στιγμή ν’ανάψω το φως.. σκοτεινιάζει νωρίς.. α, η Μαγδαληνή χτυπά το τζάμι να της φέρω τον χαλβά που τις έταξα. Εχεις φιλιά από την Μαγδαληνή, Ουρανίτσα μου μας έδωσε και ένα πιατάκι μουσταλευριά θέλεις τώρα λίγη; Καλά ας την για αύριο.. ένα γάλα θα πιούμε γιατί παχύναμε κομμάτι, αυτό έλειπε να μην το παραδεχόσουν! Δες την κοιλάρα μου, φάγαμε πολύ στα μπάνια. Τι σου έλεγα; Α, ναι! Εκεί λοιπόν στο μαγαζί γνώρισα και τον συχωρεμένο.
Ντροπιάρης από τη φύση του μέχρι να μου μιλήσει μου ξεκόλλησε τα τζιέρια!
Ομορφος και δουλευτής ήτανε μάτια μου και αγαπιόμαστε. Παιδιά όπως ξέρεις δεν κάναμε. Ένα καρφί στο στήθος το ‘χω να πω την αμαρτία μου. Ήσυχη ζήση σαν την ακύμαντη λίμνη κανείς δεν έριξε ένα βότσαλο μήτε κείνος μήτε του λόγου μου. Δουλέψαμε μαζί και σ’εργοστάσιο τότες που το μαντάρισμα τέλεψε. Βρε Ουρανίτσα μου τι όμορφη που ήσουν.. κοιτάζω τη φωτογραφία σου εδώ στο μπουφέ και δεν σε χορταίνω. Εγώ κακοφτιαγμένη ήμανε από γεννησιμιού μου. Μη γελάς χριστιανή μου ψέματα είναι; Μαζέψαμε που λες παράδες με τη δούλεψη μας κάμαμε ένα σπίτι στον Περισσό και ύστερις μετά από χρόνια το δώκαμε για αντιπαροχή. Σε ρετιρέ η καλή σου, χαχαχαχα και γέμισα τη βεράντα βαρέλια με λουλούδια μέχρι βερικοκιά είχα. Στα έχω δείξει στις φωτογραφίες. Οι δικοί μου ερχόσαντε συχνά και μας έβλεπαν και καμάρωνε ο πατέρας μου που ήθελε να με στείλει σε μοναστήρι, α,χαχαχα.
Αν ‘ποτές ζωγραγραφήσω τη ζωή μου ξέρεις πώς θα’ναι; Στάσου να φέρω μολύβι και χαρτί να σου δείξω. Να και ο χάρακας του Αντρίκου γιατί τρέμουν τα χέρια μου.
Δες, μια τελίτσα η αρχή και μια γραμμή ασάλευτη ως την άλλη τελίτσα.
Σαν έμεινα μόνη δεν το άντεξα. Καλά που βρέθηκες στον δρόμο μου. Τι καλά που περνάμε!
Ελα να πιεις το γάλα σου να πάρουμε και τα χάπια μας και να πάμε για ύπνο..
*******************************************************************************************************
Σήκωσε την Ουρανία από την αναπηρική καρέκλα και περνώντας της την νυχτικιά, εκείνη έγειρε το κεφάλι της και χάιδεψε με το μάγουλο το χέρι της…
Η Ουρανίτσα η ογδοντάχρονη με το εγκεφαλικό που τις παρέλυσε τα πόδια και την μιλιά……
γιαγιά Αντιγόνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου