Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ



" .......αγόρι μου στο ψυγείο έχει τυρί, σαλάμι, ντομάτες, γιαούρτια και αυγά. Μόλις τελειώσουν αυτά θα πάς και θα πάρεις απο τον Κυρ - Γιάννη ότι χρειστείς και θα του πείς να το γράψει..., ξαίρει αυτός και τ΄άχουμε κανονίσει εμείς. Νά και ένα πεντακοσσάρικο γι΄αυτές τις τρείς βδομάδες για να πάρεις κάτι αν χρειστείς.
Άντε τώρα πέσε να κοιμηθής γιατί είναι αργά και εμείς με την μάνα σου θα φύγουμε αυριο πολύ νωρίς. Καληνύχτα !"

Ο πατέρας μου πήρε τη λάμπα που κρεμόταν μ΄ένα καρφί απ΄τον τοίχο, έκανε μεταβολή έκλεισε την πόρτα του δωματίου, που τα βράδυα γινόταν κρεβατοκάμαρα, και μ΄αφησε μόνο μου στο σκοτάδι.
Που να με πιάσει ο ύπνος ! Μόνος μου ; Απο αύριο θα είμαι μόνος μου ; Τι είναι αυτό το πράμα, πως είναι όταν είσαι μόνος σου, γιατί άμα έχεις συνηθήσει να υπάρχει πάντα κάποιος κοντά σου, δίπλα σου τότε δεν σκέφτεσαι ποτέ το τί θα πεί να είσαι μόνος. Για μένα, μέχρι εκείνο το βράδυ, μόνος σήμαινε να μην είναι κανένας στο δωμάτιο η στο σπίτι, να είναι όλοι στις δουλειές τους και το απόγευμα να γυρίσουνε πίσω και να είμαι εγώ και να τους κοιτάζω πως αλάζουνε, πως πλένονται, πως βάζουνε καθαρά ρούχα, πως ψήνει ο πατέρας τον καφέ και η μάνα ετοιμάζει την κατσαρόλα για να φτιάξει φαγητό. Αυτό ήταν να είσαι μόνος !
Τι δηλαδή υπάρχει κι΄άλλο "μόνος" ;
Δύσκολος ο ύπνος φίλοι μου αν σε απασχολούν τέτοια θέματα και δεν είναι και Κυρική σήμερα να ακούσω το θέατρο της Κυριακή και να ξεχαστώ λιγάκι !

Το άλλο πρωϊ όντως το σπίτι ήταν παράξενο. Αυτή η ησυχία, που ήξερα ότι δεν είναι προσωρινή, μ΄ούδινε ένα παράξενο μα πολύ παράξενο συναίσθημα και δεν ήξαιρα και πως να το δουλέψω. Δεν έβρισκα λόγο να σηκωθώ απ΄το κρεβάτι, η μάνα μου δεν φώναζε και ο μικρός μου αδερφός δεν ερχόταν να με πειράξει και να θέλει παιχνίδια ποιός ο λόγος λοιπόν να σηκωθώ ;
Το ραδιόφωνο στ΄αυτί λοιπόν και ν΄ασου, τραγουδάκια, "Μείνε κοντά μου αγαπημένη", πάλι τραγουδάκια, μετά ερχόταν κι΄ο "Λαμπήρης", ρε σείς, δεν είναι κι΄άσχημα να είσαι μόνος !!


Αυτές τις τρείς βδομάδες το γλέντησα : ξυπνούσα ότι ώρα ήθελα, έτρωγα ότι ήθελα, απο αυτά που υπήρχαν, έβγαινα ότι ώρα ήθελα και γύριζα ότι ώρα ήθελα, τρελάάάάά πράματα μιλάμε !!!


Ο Θείος μου ο Κώστας ήταν σαφής και σύντομος :
" Βαγγέλη αύριο στις 6 η ώρα το βράδυ θα έρθουμε με την γιαγιά να σε πάρουμε. Να έχεις έτοιμα τα ρούχα σου, τα παπούτσια σου και ότι άλλο χρειάζεσαι για να φύγουμε αμέσως εντάξει ;"

Ούτε που το κατάλαβα πότε ήρθανε γιατί όλη την ημέρα έπαιζα με τα φιλαράκια και ούτε είχα καιρό να σκεφτώ ταξίδια και άγρια άλογα. Η γιαγιά μου τσεκάρισε την βαλίτσα, αν η κόρη της είχε πλήνει και μαζέψει το σπίτι καλά, και αφού έμεινε ικανοποιημένη έδωσε το οκ. για να ξεκινήσουμε.
Πολύ παράξενο βρε παιδί μου να ταξιδεύεις νύχτα χωρίς παρέα. Ντάξει.. τι παρέα να κάνει ένας 14χρονος με τον θείο του που είναι συγκεντρωμένος στο οδήγημα και με την γιαγιά του που η κοιμάται η όταν είναι ξύπνια είναι απασχολημένη να μας τροφοδοτεί με τροφές και πιοτά.
Στο δρόμο μας έπιασε βροχή, πράμα που έκανε το ταξίδι ακόμη πιο κουραστικό για τον Θείο και ο οποίος κάπου κοντα στη Κατερίνη σταμάτησε για να ξεκουραστεί.


Η πρωϊνή ψιχάλα μας ανακοίνωνε την τελική λήξη του Καλοκαιριού, τον ερχομό κάποιων πιο κρύων ημερών και για μένα ότι τελείωσαν τα ψέμματα δεν είμαι πια εκεί που ήμουνα και πάω εκεί που δεν ξαίρω.


Η Θεσσαλονίκη για μένα έχει χρώμα πορτοκαλί και είναι τυλιγμένη στην ομίχλη. Αυτά ήταν τα δύο πράματα που είδα όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στην πόλι.
Απο εκείνη στιγμή συνειδητοποιώ ότι τα παραμύθια και τα ωραία τελείωσαν και ότι απο εδώ και μπρός άρχίζει κάτι άλλο, κάτι άγνωστο που δεν πρόκειται απαραίτητα να είναι και καλύτερο απο τα πρίν.
Ο Θείος μου καρατούσε την διεύθυνση στο χέρι και κάθε τόσο σταματούσε και ρωτούσε.
Έχοντας το "αεροδρόμιο" σαν σημείο αναφοράς φτασαμε σχετικά συντομα στον σκοπό μας.
Ο θείος μου έσβυσε την μηχανή του Όπελ, η ματιά του καρφώθηκε στο κτίριο μπροστά μας και αποσβωλομένος, σταύρωσε τα χέρια και χάθηκε σε βαθειές σκέψεις των οποίων η αχνάδα εμφανίζεται ακόμη και σήμερα όταν συναντιώμαστε.
Η γιαγιά μου, παρ΄όλο που σ΄όλο το ταξίδι σχολίαζε και επέκρινε τις αποδόσεις μου στην ζωή και γενικώτερα στο κύκλο των συγγενών, άρχισε εκείνη την στιγμή να μου μιλάει, στα ποντιακά, με τα πιο τρυφερά λόγια που έχω ακούσει απο γυναικείο στόμα. Βγήκε απο το αμάξι και χωρίς να περιμένει τον γιό της, έβγαλε την βαλίτσα μου απο το αμάξι, με αγκάλιασε κι ένιωσα το κορμί της να ταράζεται απο τα αναφυλητά.
Ο θείος, σκυθρωπός, πάντα σύντομος, έβγαλε απο το πορτοφόλι του ένα πεντακοσσάρικο, με φίλησε στα μάγουλα και μου χαϊδεψε τα μαλλιά.
Τους θυμάμαι ακόμη και τους δύο να με κοιτάνε με λύπη και παράπονο, και απο τότε κάθε φορά που βλεπόμασταν διάβαζα στα μάτια τους γραμμένη μια συγνώμη.
Όταν χάθηκε το Όπελ στο δρόμο που έβγαζε στη παραλία της Περαίας τότε άρχισα κι΄εγώ να νιώθω ότι αυτός ο χώρος θα γίνει σταθμός στην ζωή μου κι΄απο τότε μισώ τους σταθμούς γιατί πνίγομαι στο δάκρυ, εχω πάντα μια βαλίτσα δίπλα μου που με περιμένει, και γιατί ένα πυκνό πέπλο ομίχλης πέφτει επάνω στα αγαπημένα μου πρόσωπα και μοναχεύει την ψυχή μου.



Η άχαρη ταμπέλα έγραφε


" Οικοτροφείο οι Τρείς Ιεράρχαι "

γιαγιά Αντιγόνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: