Ήταν η επόμενη λέξη του ναύαρχου «παίκτη» και πρωταγωνιστή της ελληνικής πολιτικής σκηνής Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου όταν ο γιός του Νικόλαος, την δεκαετία του 1920 του ανακοίνωσε πως επέλεξε το επάγγελμα του ζωγράφου. Σήμερα, στις παρυφές του 21ου αιώνα, η προσωπογραφία του Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου με αυστηρό βλέμμα που επιβάλλει σεβασμό και υποταγή είναι ο πίνακας που ανοίγει την έκθεση του γιου του, Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή» στην Άνδρο.
Το έργο αυτό, που ξεκινά την περιήγηση η βαρύτητα της προσωπικής του φόρτισης το αποσυνδέει από το νήμα της τέχνης του Χατζηκυριάκου Γκίκα (1906-1994). Συμβολίζει την απόφαση του ζωγράφου να αντιδράσει στο να ακολουθήσει στη ζωή του τον αυτονόητο δρόμο με το να επιλέξει κάποια επαγγελματική δραστηριότητα που να συμβαδίζει με την παράδοση της μεγαλοαστικής του καταγωγής. Ακολούθησε την ενσυνείδητη του παρόρμηση που τον έλκυε στον χρωστήρα. Και εντέλει να κατοχυρωθεί ως ένας από τους πρώτους έλληνες δέκτες των εικαστικών ρευμάτων της τέχνης που θεμελίωσαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τέχνη σήμερα: του κυβισμού, του Φοβισμού, του Ορφισμού.
Η οικονομική του ευχέρεια λειτούργησε ως μέσον και όχι εργαλείο στην εξέλιξη του. Βρέθηκε στο Παρίσι, ανήλικος ακόμα, για να φοιτήσει στο Λύκειο «Janson de Sailly». Το 1919 παρατηρεί τον πίνακα του Ματίς , «Τσάι». Το μεγάλων διαστάσεων έργο του πρωτοπόρου του ρεύματος του Φωβισμού με θέμα μία καθημερινή στιγμή της οικογένειας του στην έξοχη. Τα συναισθήματά που εκλύονται σε καθαρό χρώμα εντυπωσίασαν τον νεαρό Γκίκα από την απλή τους αλήθεια. Επιστρέφοντας στην Αθήνα παρακολούθησε ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής με τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Ταξιδεύει ξανά στο Παρίσι όπου και θα είναι ο μόνιμος τόπος διαμονής του έως το 1934. Παρακολουθεί μαθήματα στην Αcademie Ranson. Στη γκαλερί «Ρercier» παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο του το 1927. Και την επόμενη χρόνια στην Αίθουσα «Στρατηγόπουλου» της Αθήνας. Την περίοδο που έζησε στο Παρίσι συναναστράφηκε με τους εκφραστές του σύγχρονου εικαστικού ρεύματος.
Αφομοίωσε τους κανόνες αποτύπωσης. Όμως χωρίς να γίνει εντολοδόχος. Αν μπορούσε να υπάρχει ένα «γράφημα» της τεχνοτροπίας αυτό δεν συνιστά μία ευθεία που χαράσσεται με διακυμάνσεις στην εκφραστικότητα της εκάστοτε εποχής. Αλλά δίνει την εικόνα έκκεντρων κύκλων. Δεν διστάζει να επανέρχεται στις ρίζες του και να ενώνει αποστάσεις δεκαετιών με έργα που φαίνεται σαν να ήταν συνέχεια της ίδιας χρονικής στιγμής.
Ο κόσμος του Γκίκα είναι ταξινομημένος στην έκθεση με τον πιο ευανάγνωστο τρόπο για τον επισκέπτη διαρθρωμένη σε ενότητες που είτε αφορούν τεχνοτροπία είτα τα υλικά. νεκρές φύσεις, κυβισμός, τοπία, μυθολογικά γλυπτά και σχέδια. Ένα σύνολο 100 εκθεμάτων που καταμερίζεται ως εξής: 71 ζωγραφικά έργα, 21 σχέδια και 12 γλυπτά τεχνουργήματα που ανήκουν σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές που ένα αξιοσέβαστο μέρος του παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό. «Ένας συγχρονισμένος αιώνιος» αυτές οι λέξεις του Γιώργου Σεφέρη που αφορούν τον καλλιτέχνη είναι ο υπότιτλος της έκθεσης «φόρο μνήμης σε αυτόν τον κυριολεκτικά ωραίο έλληνα» όπως είπε στην παρουσίαση της ο διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κυριάκος Κουτσομάλλης.
Ο καλλιτέχνης σύμφωνα με τον διευθυντή του μουσείου αποτέλεσε συνείδηση σε αυτήν την «περιλάλητη που ακόμα της πλέκουν εγκώμια. την γενιά του 1930. Αυτή η γενιά έβαλε την κατακερματισμένη ελληνική τέχνη στην ευρωπαϊκή τροχιά». Όσο για την εικαστική του ταυτότητα τόνισε «Είχε μεγάλη ηθική συνείδηση ως καλλιτέχνης. ήταν υπέρμαχος της δομής και του σχεδίου. Δίδασκε αρμονικές χαράξεις χρώματος και φωτός, κανόνες και συγκίνηση. Ειδικότερα η αντίληψη του για το φως είχε ωα αποτέλεσμα στο να διαλύσει τα περιγράμματα στο έργο του. Ενώ για τον λόγο που δεν στήθηκε το έργο του σύμφωνα με το χρονολόγιο είπε ο Κυριάκος Κουτσομάλης ότι «αν επιχειρούσαμε να το παρουσιάσουμε ς διαφορετικά δεν θα είχε αποτέλεσμα».
77 εκθέσεις με το έργο του έχουν παρουσιαστεί έως σήμερα για αυτόν τον καλλιτέχνη, άνθρωπο του κόσμου, που βίωσε σύμφωνα με τον διευθυντή του μουσείου «αγάπες έρωτες πάθη και πόνους σε κάλυμμα κοσμοπολίτικο». Στην έκθεση αμέσως μετά τον προθάλαμο με τον πορτραίτο του πατέρα του και την αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη ανοίγεται η έκθεση με την κυβιστική έκφραση και τις νεκρές φύσεις.
Το έργο οι «Στέγες του Παρισιού» που σκιαγραφεί το αστικό τοπίο με οξείες γωνίες παρεμβάλλεται σε διαφορετικό χρόνο με τις «Στεγές του Παρίσιου» που η πόλη με περισσότερη παραστατική απόδοση συνυπάρχει με τις πινακίδες και τους αριθμούς των οδών. Στην ειδική ενότητα με τα σχέδια βλέπουμε και τις επιρροές του από την τέχνη της Άπω ανατολής που συναντήθηκε μαζί της στο ταξίδι του στην Ιαπωνία.
Υπήρξε, άλλωστε, δάσκαλος στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ από το 1941 έως το 1958. Τα τοπία του αποτυπώνουν ευδιάκριτα την σχέση του με την Ελλάδα και το νησί που αγάπησε, την Ύδρα. Μυθολογικά πρόσωπα κυριαρχούν στην αίθουσα με τα γλυπτά έργα που έχει ως κύριο υλικό το μέταλλο.
Ξεχωριστό είναι το έργο με τις απρόσωπες λουόμενες της Βουλιαγμένης διάχυτο από τις αποχρώσεις του καλοκαιριού. Ενώ εντυπωσιακές οι «Τέσσερες Εποχές» έργο που φιλοτέχνησε στις διπλές πόρτες του διαμερίσματος των Κατακουζηνών στο Σύνταγμα. Τελευταίο του έργο είναι «Ο καλλιτέχνης και η Γυναίκα του» που ζωγράφισε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της συζύγου του. Η ενότητα που κλείνει την έκθεση αφορά εργαστήρια του καλλιτέχνη ανά τον κόσμο: στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Υδρα.
Πληροφορίες: Έκθεση «Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας. Ένας συγχρονισμένος αιώνιος»
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Χώρα Άνδρου) έως 25 Σεπτεμβρίου.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Χώρα Άνδρου) έως 25 Σεπτεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου