Η Μαριονέτα ή αλλιώς Οφειλία (παρατσούκλι που της προέκυψε λόγω των αυξημένων οφειλών της) εργάζεται στην Επιχείρηση του Αφεντικαίου ή αλλιώς Βασιλιά Παραλήρ (παρατσούκλι που του προέκυψε επειδή ανέκαθεν υπερεκτιμούσε το στάτους του) με σχέση εξαρτημένης εργασίας και λαμβάνει επάξια τον βασικό μισθό. Όλα τσουλούν αρμονικά στη μικρή ανώνυμη εταιρεία, μέχρι που εμφανίζεται ο μοχθηρός Πωλτομσένιος ή αλλιώς Δεθέλος (παρατσούκλι που του προέκυψε επειδή το ένα δεν το ήθελε, το άλλο του βρό-μαγε), επιχειρησιακός σύμβουλος, ο οποίος βάζει λόγια στον Αφεντικαίο και καταφέρνει να τον πείσει να απολύσει την πιστή του υπάλληλο και να την επαναπροσλάβει με μπλοκάκι. Σαλταρισμένη εκείνη από το κρίμα και το άδικο, παίρνει μια νύχτα τους δρόμους προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης (ήταν ήδη τόσο σύσκατη ώστε, όπου και να πήγαινε, για καλύτερα θα πήγαινε) κραδαίνοντας στον άνεμο την καρτέλα του ΙΚΑ… Εντελώς απρόσμενα, εντοπίζει στο σκοτάδι τη μεζονέτα του Αφεντικαίου, όπως ακριβώς της την είχαν περιγράψει για να την πωρώσουν κάτι εκμετάλλες συνδικάλες της ΓΣΕΕ. Παρ’ ότι είναι εξουθενωμένη, συγκεντρώνει όλες της τις δυνάμεις, μαζεύει ξύλα και πέτρες και τα πετάει στα τζάμια του πάνω ορόφου για να κάνει αισθητή την παρουσία της. Όταν εκείνος βγαίνει έξω νε-γκλιζέ, η Μαριονέτα επιδίδεται στον παρακάτω σπαραξικάρδιο μονόλογο…
…Αφεντικαίο, Αφεντικαίο, γιατί να είσαι Αφε-ντικαίος; Αρνήσου τον Πωλτομσένιο, κώφεψε στις σειρήνες και τήρησε τη Σύμβαση για εννιά χιλιάδες μήνες… Μέχρι να βγω στη σύνταξη τα μέτρα αγνόησέ τα και τούτα εδώ τα ένσημα, φτύσε και κόλλησέ τα. Πάνω που πρωτοάσπρισα μη μ’ εξατομικεύσεις και μη σε πείσει ο ΓΑΠ* κι ο ΓΙΩΠ* μ’ άλλη γραμμή να πλεύσεις. Τόσες φορές σταυρόλεξα δύσκολα σου ’χα λύσει, τόσες φορές τα πέτα σου, σου τα ’χα ξεσκονίσει! Έριχνα τις πλεξούδες μου ν’ ανέβει η γκόμενά σου και πάντοτε ήμουν μπαλαντέρ σ’ όλα τα τρίγωνά σου…
Αξίζει η Μαριονέτα σου τέτοια μειοδοσία, να τηνε κάνεις μπλοκατζού χωρίς μισθοδοσία;
Μονίμως σου είχα τον φραπέ έτοιμο, παγωμένο… Εγώ, με τα χεράκια μου, στον είχα χτυπημένο… Ξεδιάλεγα τηλέφωνα, κρατούσα σημειώσεις και σου ’λεγα να φυλαχτείς σαν έπαιζαν ιώσεις. Εγώ τις αναβράζουσες σου διάλυα στο ποτήρι, εγώ έκοβα τα βιάγκρα σου κι έκανα μπα-νιστήρι. Τις πίτσες σου παράγγελνα, για σάντουιτς περνούσα, για να τα φας ζεστά - ζεστά, καθόμουν… τα κλωσούσα. Έκανα στους πελάτες σου σκυψίματα ως χάμω, κόντεψα με τον έφορα να φτάσω μέχρι γάμο. Υπερωρίες έκανα, δούλευα στις αργίες κι έβγαζα απ’ την κουρούπα μου τζάμπα δικαιολογίες… Ξεχείλωσα, εφάρδυνα, ρίζωσα στο γραφείο, εδώ οι δεκαετίες μου αλλάζανε ψηφίο… Κι έρχεσαι τώρα εις βάρος μου το κόστος σου να ρίξεις και για τον Πωλτομσένιο να μου τονε σφυρίξεις;
Αξίζει η Μαριονέτα σου μια τέτοια προδοσία; Για σένα αυτή η τρόικα ποια έκανε θυσία; Είσαι όλο αλλοτρίωση κι όλο υποκρισία, λες κι είμαι αυτοκίνητο κάνεις ιδιοχρησία. Εγώ που αποδελτίωνα και «Figaro» και «Time», έπεσα Β’ Εθνική και πάω για παρτ-τάιμ. Με άλλη το ωράριο θα ’χω εξ ημισίας και θα ’ναι οι ανάγκες μου ήσσονος σημασίας. Εμένα που με λέγανε λουλούδι του ορόφου, μ’ έκανες αποπαίδι σου του κλότσου και του ψόφου. Κι εσύ που άλλοτε ήσουνα τρελή εργοδοτά-ρα, έγινες υπερφίαλος, άρπα λοιπόν κατάρα:
«Επένδυση να μη σου βγει, πελάτη μη σταυρώσεις και να μην ξέρεις δοσατζή ποιον να πρωτο-πληρώσεις. Κι όπως λουκέτο έβαλες στην έρμη μου καριέρα, κι εσένα να σου βάλουνε λουκέτο κάποια μέρα. Για φόρους να σε κλείσουνε βαθιά μες στη φυλάκα και μόνος να μουντζώνεσαι και να σε λες μαλάκα… Να πνίγουν σε τα νούμερα, τα αρνητικά ισοζύγια και να μη βρίσκεις στήριξη σε _^_ μας τα υποζύγια. Άδεια να ’ν’ τα ταμεία σου, κενοί οι λογαριασμοί σου και σα φωτιά να καίγουν σε οι ισολογισμοί σου. Κι όταν ρακένδυτος θα κλαις στου πηγαδιού τον πάτο, να έρθει κι ο Δεθέλος σου να ρίξει έναν μελάτο… Και μέσα στην απόγνωση εμένα να θυμάσαι, να βλέπεις την εικόνα μου και να τηνε φοβάσαι…».
ΤΖΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου