Σάββατο 23 Απριλίου 2011

“Αναστάσεως Ημέρα”


του π. Καλλινίκου Ε. Γεωργάτου

Καταγράφω την διήγηση ενός Ιερέως για το πώς έζησε το βράδυ της Αναστάσεως. Δεν υπάρχει χώρος για σχόλια. Θέλω μόνον να υπογραμμίσω, μεταξύ άλλων, την αγνόηση της παιδείας, η οποία προσφέρεται πλούσια στην λατρεία της Εκκλησίας μας.


“Κύματι θαλάσσης...” Η φωνή του “ψάλτη” ακουγόταν μονότονη, καθώς πελαγοδρομούσε στην γαλήνια θάλασσα του κανόνος του Μ. Σαββάτου. Είχε συνηθίσει την καθιερωμένη ρότα του, μές στα “λειτουργικά” της θείας Λειτουργίας, σε ήχο ...διάφορο, και πλέον τούτων ήταν δύσκολη η απόδοση ύμνων που ακούγονται μόνον μία φορά τον χρόνο. Οι χωρικοί και οι παρεπιδημούντες εισέρχονταν στον Ναό και χαιρετιόντουσαν φωναχτά, κρατώντας ένα ασύμμετρο και θορυβώδες “ισοκράτημα” στον πελαγοδρομούντα ψάλτη. Ωστόσο, λίγο τα λόγια των τροπαρίων, λίγο η αναμονή του “Χριστός Ανέστη”, κρατούσαν το εκκλησίασμα σε μια ήρεμη κατάσταση.

“Ιδού σκοτία και πρωί...”, μέσα από το Ιερό ακούσθηκε το δοξαστικό του βαρέως ήχου. Τα φώτα όλα είχαν σβήσει. Μόνον η ακοίμητη κανδήλα της αγίας Τραπέζης αχνόφεγγε. Από αυτήν την φλογίτσα της θρυαλίδος θα γέμιζε σε λίγο η Εκκλησία φώς, φλόγες από τις λαμπάδες της Αναστάσεως.

Έξω από τον Ναό η χειμωνιάτικη βροχή φαινόταν να μη ...συννερίζεται την Ημέρα. Σπάνιο πράγμα να γίνη η Ανάσταση μέσα στον Ιερό Ναό.

Μετά το “Χριστός Ανέστη”, ο πρώτος Ιωάννης, ο Δαμασκηνός, προσήνεγγε από τους θησαυρούς που τον είχε πλουτίσει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και πρόσφερε στο Εκκλησίασμα: “Αναστάσεως Ημέρα...”, “Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν...”, “Φωτίζου, φωτίζου...”. Ποιός μπορεί να μείνη ασυγκίνητος, ποιός μπορεί να κλείση τα αυτιά του όταν φθέγγεται το Άγιον Πνεύμα; Και στο τέλος του όρθρου έτερος Ιωάννης, ο εξ Αντιοχείας, ο Χρυσορρήμων, παραθέτει το δικό του πρόσφορο, τους δικούς του πνευματικούς θησαυρούς, που ως Ποιμένας και ως ασκητής συνέλεξε: “Ει τις ευσεβής και φιλόθεος...”.Μας κατηχή για να μας εισάγει στο μυστήριο των μυστηρίων, που μας παρέδωσε ο Κύριος. Και η θ. Λειτουργία το νοητό (ως ακολουθία ύμνων, ευχών, προσευχών, κινήσεων) αυτό και χρυσοποίκιλτο “δοχείο” που περιβάλλει τα Τίμια Δώρα, είναι προσφορά αυτού του Αγίου. Τα δικά του φιλόπονα αρχιερατικά χέρια την φιλοτέχνησαν, την στερέωσαν με τάξη, την στόλισαν με μελωδία, την συγκρότησαν με θεολογία.

Και όταν ήλθε η στιγμή της ιερουργίας του λόγου, των αναγνωσμάτων, η Εκκλησία μας έδωσε εντολή σε έτερον Ιωάννη, τον ηγαπημένο, τον επιστήθιο, τον “υιό της βροντής”, τον θεολόγο, τον “στύλο των κατά την οικουμένην Εκκλησιών”, τον “έχοντα τας κλείς του ουρανού”, τον “πίοντα το ποτήριον του Χριστού”, να προσφέρη στους Χριστιανούς τους πολυτιμότερους μαργαρίτες του χριστιανικού λόγου: “Εν αρχή ήν ο Λόγος...”.

Αυτά σκεφτόταν και αυτά ζούσε ο ευτυχής Λειτουργός, που έβλεπε ότι όλα πήγαιναν κατά Θεόν· και η πνευματική τροφή προσφερόταν, και ο λαός δεχόταν τις προσφορές και το Δείπνο ετοιμαζόταν.

Και ο ψάλτης βρήκε βοηθό, και ο λαός είχε γεμίσει τον Ναό, και τα παιδιά κρατούσαν στα χέρια τους τις αναστάσιμες λαμπάδες και έβλεπαν και έγραφαν ήχους και εικόνες... Ήλθε και ένα παιδί να βοηθήση στο Ιερό, να κρατήση την λαμπάδα, να ετοιμάση το θυμιατό. Φαινόταν πρόθυμο, και στεκόταν όρθιο, μάλλον από ευλάβεια. Του έδωσε ο Ιερέας να κρατά την αναστάσιμη λαμπάδα του. Και η φωνή του ψάλτη είχε ζεσταθή κάπως, άλλωστε θα έμπαινε σε λίγο στα ...ρηχά της γνώριμης θείας Λειτουργίας.

Πλήν όμως, ετοιμαζόταν και άλλο δείπνο, ληστρικό, παραπλανητικό, αφού αιχμαλώτιζε την σκέψη και την επιθυμία των Χριστιανών. Ένα τραπέζι διαφορετικό από αυτό που η Εκκλησία επιθυμή να προσφέρη στα παιδιά της. Σ’ αυτό το άλλο τραπέζι ο αμνός ήταν υλικός. Σ’ αυτό το άλλο τραπέζι διακονούσε το έθιμο, προσκαλούσε η επιθυμία...

Και εκεί, γύρω στην τρίτη ωδή, ο λαός σά ν’ άκουσε “ομαθυμαδόν” την φωνή της επιθυμίας που καλούσε στην άκαιρη τράπεζα, άρχισε ν’ ανησυχή, να μετακινείται, να χαιρετά ο ένας τον άλλον: “Χριστός Ανέστη”, “Χρόνια Πολλά”· άκαιρη η στιγμή, ξύλινα τα λόγια. Και ομάδες ομάδες κατευθύνονταν προς τις εξόδους, για να τηρήσουν το έθιμο, να φάνε ...τό Πάσχα. Και ο Ιερέας δεν άντεξε την σκηνή και τους επέπληξε...

“Την Αγία και μεγάλη Κυριακή του Πάσχα...”. Και ο βοηθός του ψάλτη, αυτός ο όψιμος, που πονούσε για την Εκκλησία του χωριού του, έφυγε και αυτός. Και οι επίσημοι και οι επίτροποι έφυγαν. Πήραν και τα παιδιά τους. Πήραν και το παιδάκι που θα βοηθούσε στο Ιερό, μαζί με την λαμπάδα του παπά... Και έμεινε ο λειτουργός, και ο ψάλτης. Μερικά ζευγάρια γέρικα μάτια και κάποια άλλα νυσταλέα κοιτούσαν πλέον απλανώς το τέπλο. Και τρία-τέσσερα ανδρόγυνα με τις λαμπάδες του. Και ένας νεαρός, με μακριά μαλλιά και σκουλαρίκι στο αυτί, ήλθε να βοηθήση στο Ιερό –ήταν ο νεώτερος μές στον Ναό– για τον Δείπνο, τον μέγα, της Εκκλησίας, της Ορθοδοξίας...

Και οι θησαυροί της υμνωδίας μας να πάλλονται μέσα στον Ναό, και οι άγγελοι να κατέρχονται, και ο λόγος να προφέρεται, και ο Λόγος να προσφέρεται... Αναστάσεως Ημέρα!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: