Μες την παλιά μου γειτονιά
μια μέρα θα γυρίσω
και τη στερνή μου αναπνιά
στον τόπο μου θ’ αφήσω.
Είχε πει η Ιωάννα το 73 ότι θα γύριζε πίσω. Μαθαίνω ότι το καλοκαίρι έρχεται οριστικά.
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο•
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις•
θ’ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ’ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ ‘ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ’ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ’ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ’ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
-Παλιέ μου φίλε δὲ μ’ ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μου λὲς
ὅσο μιλᾶς τ’ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ’ τὴ γῆς κι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.
-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Γ. Σεφέρης, Ἀθήνα, ἄνοιξη ’38
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου