Τα πρόσωπα: “Ενας (ορατός) πιστός (Π) ‘ Ο (αόρατος) Θεός (Θ)
Π: «Πάτερ ημών, ο …»
Θ: ‘ Ορίστε!
Π: Μή μέ διακόπτεις όσο κάνω τήν προσευχή μου!
Θ: Μά ΕΣΥ Μέ κάλεσες!
Π: Σέ κάλεσα; Δέν Σέ κάλεσα καθόλου. Έγώ τήν προσευχή μου έκαμα:
«Πάτερ ημών, ό έν τοίς ουρανοίς…»
Θ: Νά, πάλιν μέ φώναξες!
Π: ‘Εγώ;
Θ: Ναί, έσυ. Είπες: «Πάτερ ημών, ό έν τοίς ουρανοίς». Νάμαι. Τί θέλεις;
Π: Μά Σου είπα δέν σκεφτόμουν, δέν είχα σκοπό νά Σέ καλέσω. ‘ Εγώ τήν προσευχή μου έλεγα, τό «Πάτερ ημών». Τήν λέω κάθε μέρα, διότι με κάνει νά αισθάνομαι ωραία, όπως ακριβώς αισθάνεται κάποιος που κατώρθωσε αυτά που έβαλε σκοπό νά πραγματοποιήσει.
Θ: Εντάξει. Συνέχισε τώρα τήν προσευχή σου …
Π: « Άγιασθήτω τό ονομά Σου…»
Θ: Γιά σταμάτα λίγο! Τί θέλεις νά πείς;
Π: ‘ Ορίστε; Πώς δηλαδή, «τί θέλω νά πώ»;
Θ: Τί σημαίνει: « Άγιασθήτω τό ονομά Σου …»
Π: Μμμ, σημαίνει … Αυτό μου έλειπε! ‘Από που θέλεις νά ξέρω έγώ τί σημαίνει; Είναι μέρος της προσευχής, φθάνει; (Παύση) Πές μου, αλήθεια, τί σημαίνει;
Θ: Εννοεί: «Νά είναι τό όνομά Του δεδοξασμένο, αγιο, θαυμαστό».
Π: Ασφαλώς. Είναι λογικό αυτό που λές! Δέν μελέτησα ποτέ τήν έννοια αυτών τών λέξεων. «Γενηθήτω τό θέλημά Σου, ως έν ουρανω καί έπί της γης».
Θ: Είσαι σίγουρος πώς θέλεις νά συμβαίνουν αυτά που λές;
Π: Βεβαίως. Γιατί όχι;
Θ: Τότε, μήπως σκέφτηκες νά κάνεις κι έσυ κάτι ως πρός αυτά;
Π: Έγώ; Τίποτα. Τί μπορώ νά κάνω έγώ; Θεωρώ απλώς ότι καλό θαταν νά ελέγχεις τήν κατάσταση κι έδώ κάτω, επάνω στην γη, όπως τήν ελέγχεις εκεί ψηλά.
Θ: Μήπως έλέγχω έσένα μέ κανένα τρόπο;
Π: Μά, έγώ πηγαίνω στήν Εκκλησία κάθε Κυριακή…
Θ: Δέν σέ ρώτησα κάθε πότε πηγαίνεις στήν Εκκλησία. Αναφέρομαι παραδείγματος χάρη, στήν φύση σου… “Εχεις πολύ ευέξαπτη φύση, νά ξέρεις! ‘ Η φύση σου αποτελεί μεγάλο πρόβλημα!
Π: Γιατί τά βάζεις μαζί μου; Δέν είμαι χειρότερος από εκείνους τούς υποκριτές πού έρχονται ανελλιπώς στήν Εκκλησία καί …
Θ: Συγγνώμη, μά Μου φάνηκε πώς προσευχόσουν να γίνει το θέλημά Μου! Κι αν πρόκειται νά γίνει αυτό, τότε πρέπει νά αρχίσουμε μ’ αυτούς πού προσεύχονται σ’ Εμένα. π.χ. – μαζί σου…
Π: Καλά, έντάξει! Έχεις δίκαιο. Έχω κι εγώ τά ελαττώματά μου, τις ακλόνητες, τίς απόλυτες ιδέες μου – καί θά μπορουσα νά Σου απαριθμήσω μερικά…
Θ: Κι έγώ θά μπορουσα να το κάνω …
Π: Κύριε, αλήθεια είναι πώς θέλω νά τίς έγκαταλείψω, να τις διώξω, να απελευθερωθώ από τό βάρος τους.
Θ: Αρχίζουμε νά προοδεύσουμε, λοιπόν! Θά συνεργαστουμε καί θά δεΐς πόσες νίκες θά καταφέρνουμε μαζί! Είμαι περήφανος γιά σένα!
Π: Ωραία! Τώρα όμως θέλω νά τελειώσω τήν προσευχή μου! Έάν μου μιλας, ή προσευχή μου διαρκεί πολύ περισσότερο άπό τό συνηθισμένο. «Τόν άρτον ημών τόν έπιούσιον, δός ημίν σήμερον»…
Θ: Θαπρεπε νά κόψεις λίγο άπό τό ψωμί, παραπάχυνες τόν τελευταίο καιρό!
Π: Γιά περίμενε λίγο! Δέν καταλαβαίνω, τί θέλεις πραγματικά άπό μένα; Βλέπεις δτι κάνω τό χριστιανικό μου χρέος καί λέω τίς προσευχές μου κι Εσύ, απρόσκλητος, μέ διακόπτεις συνέχεια γιά νά μου υπενθυμίζεις όλα τά μειονεκτήματά μου!
Θ: Τό νά προσεύχεσαι είναι «έπικίνδυνη» δουλειά, δέν το ξερες; Μπορεί νά σέ μεταμορφώσει ολοκληρωτικά. Αυτό προσπαθώ νά σου έξηγήσω. Μέ κάλεσες καί Ζρθα. Τώρα είναι άργά πλέον γιά νά σταματήσεις. Συνέχισε τήν προσευχή σου! Μ’ ένδιαφέρει πολύ πώς θά τή συνεχίσεις. (Παύση) Έ!, τί κάνεις; Πές τήν συνέχεια!
Π: Φοβάμαι…
Θ: Τί φοβάσαι;
Π: Ξέρω ‘γώ τί θά μου πείς μετά;!
Θ: Συνέχισε τήν προσευχή σου!
Π: «καί αφες ημίν τά όφειλήματα ημών, ως καί ημείς αφίεμεν τοίς όφειλέταις ημών»
Θ: Μέ τόν Ανδρέα όμως, τί σκοπεύεις νά κάνεις;
Π: Βλέπεις; “Ηξερα έγώ ότι θαφερνες τήν κουβέντα σ’ αυτόν! Μά, Κυριε, τί νά κάνω έγώ, άφου αυτός είπε τόσα ψέματα γιά μένα καί -τό άλλο- ότι μ’ έξαπάτησε μ’ ενα τόσο μεγάλο ποσό…; Σου ορκίζομαι, Κυριε, θά του δείξω έγώ! Δέν θά ησυχάσω μέχρι νά τόν πληρώσω για όλα μέ τό ίδιο νόμισμα!
Θ: Καί μέ τήν προσευχή τί θά γίνει; Τί έλεγες πρό λίγου προσευχόμενος;
Π: ‘ Εκείνα, Κυριε, δέν θά τά έλεγα άπό τήν καρδιά, άλλά έτσι μηχανικά.
Θ: Καλά που τό αναγνωρίζεις. Αισθάνεσαι όμως καλά κουβαλώντας μέσα σου τόσο μεγάλο πόθο γιά έκδίκηση;
Π: “Οχι. Αλλά θά αισθανθώ καλύτερα όταν θά τόν έκδικηθώ! Έχω κάποια φοβερά σχέδια σχετικά μέ τόν ανεπρόκοπο τόν Ανδρέα!
Θ: Δέν θά αισθανθείς καθόλου όπως σκέφτεσαι τώρα. ‘ Αλλά θά αισθανθείς πολυ χειρότερα, διότι η έκδίκηση έχει πολυ πικρή γευση. Σκέψου καλά πόσο δυστυχής είσαι άκόμη καί τώρα που τρέφεις αυτά τά σχέδια εναντίον του. Εγώ όμως θά σέ βοηθήσω νά αλλάξεις ολοκληρωτικά.
Π: Θαυμάσια! Καί τί σκοπευεις, τί θά σκαρώσεις;
Θ: “Απλά. Συγχώρεσε έσυ τόν Ανδρέα, καί κατόπιν θά συγχωρέσω κι έγώ έσένα. Τότε, τό βάρος της αμαρτίας δέν θά έπιβαρυνει έσένα, αλλά έκείνον. Θά χάσεις βέβαια έκείνα τά λεφτά, άλλά έάν τόν συγχωρέσεις, θά κερδίσεις τήν ησυχία της ψυχης σου.
Π: Δύσκολα, πολύ δυσκολα είναι αυτά που μου ζητας, Κυριε, άλλά διαισθάνομαι πώς άξίζει νά προσπαθήσω ν’ ακολουθήσω τόν λόγο Σου. Ευχαριστώ που μέ βοήθησες νά λυσω καί αυτό τό ζήτημα. «Και μη εισενέγκης ημας είς πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρου. ‘Αμήν.»
Mathew Pole
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου