Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011
Περί ψιλικατζήδικης ελεημοσύνης ή- ο Θεός είναι και μέσα και έξω μας...
Περιστεράκι μου
τις προάλλες που συζητάγαμε, μου το πέταξες πάλι:
-Εσύ πιστεύεις- επειδή φ α ν τ ά ζ ε σ α ι ότι υπάρχει Θεός- ότι ισχύουν όλα αυτά τα παραμύθια που σου λένε οι παπάδες.
Είσαι αγαθιάρα και τα χάβεις.
Εμένα, παπάδες δε θα με παραμυθιάσουνε.
Το παιχνίδι τους, παιγνίδι εξουσίας και τρομοκρατίας ψυχών, είναι βρώμικο. Δεν θα το παίξω.
Εσύ, αν νιώθεις καλύτερα που πιστεύεις, πίστευε, αλλά να ξέρεις ότι γουστάρεις παραμύθι και ουδέν έτερον.
Αυτά μου είπες και μου την κάρφωσες πάλι τη φτωχή μου καρδιά με μυτερές ξυλόπροκες νεανικής έπαρσης.
Της δικής σου(κατασκευασμένης από τη γονεϊκή αγνωσία) έπαρσης.
Μπορεί να φταίνε και κάποια με ανάξιους λειτουργούς, συναπαντήματα.
Σίγουρα φταίει -πάνω απ' όλα- των γονέων σου η τύφλωση, που σε σένα
- μέσ' απ' τα παιδαγωγικά τους λάθη- πολλαπλασιασμένη, μεταβιβάστηκε...
Πώς να αντιπαλέψω τον οδυνηρό σου λόγο;
Δύσκολο, όμως, θα προσπαθήσω να αρθρώσω μια σκέψη.
(" Υπεραγία Θεοτόκε, φωτισόν μου το σκότος...")
Επειδή από θεολογία δεν κατέχω πράμα,
και επειδή έκαστος οφείλει να μιλάει θεολογικά -όχι σαν παπαγάλος που απομνημόνευσε ωραία κείμενα, αλλά μόνο από το επίπεδο της ε μ π ε ι ρ ί α ς που του έχει δοθεί- θα σου αφηγηθώ, ένα σκηνικό με το οποίο πραγματικά και τελειωτικά,ο Θεός δεν είναι μια φαντασίωση, δεν είναι δημιούργημα νευρωτικό του μυαλού μου- επειδή τάχα το χρειάζομαι, αλλά είναι -δεν θα κουραστώ να το γράφω-Πρόσωπο, το κατεξοχήν Πρόσωπο, του βίου μου άπαντος, το οποίο Πρόσωπο ακούει και τις πιο ενδόμυχες σκέψεις- αυτές που σχεδόν ούτε η ίδια δεν έχω προλάβει να συνειδητοποιήσω ότι είναι δικές μου.
εμπέδωσα, ότι
Με αυτή τη μικρή πλην αξέχαστη για μένα, εμπειρία, κατάλαβα ότι ο Θεός υπάρχει και μέσα και απέξω μας, διότι, όταν σκέφτεσαι κάτι μέσα σου -θέτοντας ένα νοερό ερώτημα στον εαυτό σου, που κανείς άλλος δεν το γνωρίζει- και ξαφνικά βλέπεις να σου έρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, αποστομωτική απάντηση- απ' το πουθενά, και την αλληλοδιαπλοκή απίστευτων γεγονότων- τότε, για πες, αγαπημένο μου, αποσβολώνεσαι ή δεν αποσβολώνεσαι;
-Μόνο αποσβολώνεσαι;
Μετακόμιση ολόκληρη κάνεις, για την ψηλότερη κορφή του Άθωνα, και εκεί βλέπεις τον κόσμο, με μάτια καινούργια!
-Εντάξει.
Η μάνα μου, εν μια νυκτί -θυμάσαι τα προηγούμενα- ύστερα απ' την -μετά πολλών δακρύων-επίκλησή μας στην Κυρά Παναγία και στον Αγιάννη Μαξιμόβιτς, θεραπεύτηκε από αγκαθερούς πόνους, που σαδιστικά, της έμπηγε, ο καρκίνος στα κόκκαλα.
Και συ, τότε, είπες:
-Σύμπτωση. Αυθυποβολή.
-Εντάξει. Εξωλογικό εντελώς, σύμφωνα με γιατρούς και νοσοκόμες, αλλά να το δεχτώ.
Αφού το θες, το δέχομαι.
Πες μου, τώρα, πώς να δεχτώ το ακόλουθο:
Είχα βγει για καφέ, μια φορά στο δασύλλιο, με τη φυσικό τη Σία, που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.
Η Σία, υποταγμένη σοφά, έγγαμη και μητέρα τριών τέκνων.
Είπαμε διάφορα ψυχοθεραπευτικά, που λέμε οι γυναίκες μεταξύ μας, στους καφέδες, και φτάσαμε και στο θέμα της ελεημοσύνης.
Για την ελεημοσύνη, η Σία- από προσωπική της εμπειρία- μου τόνισε στη διάρκεια της κουβέντας ξανά και ξανά...
-Να δίνεις!
Να δίνεις όπου μπορείς και όσο μπορείς.
Εγώ όσο δίνω, τόσο μου επιστρέφει ο Θεός πολλαπλάσια!
Συμφώνησα. Θεωρητικά συμφώνησα απολύτως.
Η καρδιά της Ορθόδοξης Πίστης αυτή.
Η έ μ π ρ α κ τ η αγάπη.
Το υλικό και πνευματικό έλεος!
Και γω δεν ήμουν δα καμιά τσιγκούνααα!
Εκ σπατάλου έρωτος είχα παντρευτεί
(δεν είναι άσχετος με το έλεος, ο σπάταλος έρως, φίλτατε, άκου με, κάτι γνωρίζω...) και...
αν μου περίσσευε κανα παλιόρουχο, στους φτωχότερους, το έδινα, βρ'αδερφέ, έτσι για ν'αλαφρώνει η ντουλάπα...
(Μη σμπρώχνετε! δε θέλω να αγιάσω ζορ ζορινά...Σιγά σιγά!...με την ησυχία μου!..είμαι δεμένη, εξάλλου και με τα ρούχα συναισθηματικά- υποφέρω να τα αποχωριστώ...τα ξανάπα στην παλιότερή μου εξομολόγηση: Ο έχων μια πιατέλα βατόμουρα να δίνει τα μισά στον μη έχοντα- στον μη έχοντα πιατέλα ή βατόμουρα, μη σμπρώχνετε -είπα- χάνω τον ειρμό της αφήγησης... )
Τέλος πάντων, για να μη μακρηγορώ και σου σπάω τα νεύρα, υπομονετικέ αναγνώστη, θα σου αποκαλύψω με το γνωστό ντροπαλό και χαμηλοβλεπούσικο ύφος, ότι μια μέρα πριν κάμποσα χρόνια, έδωσα -κάπου- μια βοήθεια είκοσι ευρά...
Ήταν ημέρα Παρασκευή, βραδάκι.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο πρωί, έδωσα κάπου αλλού, άλλα είκοσι ευρά δανεικά και αγύριστα. Σύνολο;
Σαράντα ευρά εις αγαθοεργίας το Παρασκευοσάββατο, εκ της πενιχροτάτης μισθοδοσίας μου.
(Δεν κάνει να μαρτυράμε -τα ξόμπλια- τι καλό κάναμε, "μη γνώτω η δεξιά , τι ποιεί η αριστερά ", διότι θα μας πάρει ο ακατονόμαστος και θα μας σηκώσει πλην...δεν γίνεται να αφηγηθώ το θέμα, χωρίς τούτη την αναφορά... που συνιστά τη νόστιμη βάση της τούρτας των γεγονότων)
Αφού έκανα αυτή την ...αυθυπέρβαση και τάπωσα- στοιχειωδώς- τη φιλαργυρία μου, αμέσως μετά, ως κόλουρος ...όφις, αναδιπλώθηκε μέσα μου, κρύος λογισμός, ο εκ των σκοτεινών δυνάμεων, υποβολιμαίος:
-Μανδάμ! έδωσες σαν βούρλο, χτες και σήμερα σε δυο -δήθεν- αναξιοπαθούντες σαράντα ευρά.
Η Σία, τότε στο τουριστικό που πίνατε τις φραπεδούμπες, είπε ότι όσο ελεεί, τόσο της έρχονται αγαθά.
Λοιπόν, εσύ, χτες και σήμερα έδωσες , σαράντα, αλλά...δε βλέπω, από πού μπορεί να σου τα επιστρέψει ο Κύριος, διότι...δεν σου χρωστάει κανείς χρήματα...οι μισθοί είναι μετρημένοι, νοίκια δεν εισπράττεις, την Εφορία δεν την κλέβεις, η γιορτή σου δεν είναι κοντά, άρα;
-Αρα, δεν έχω να λαβαίνω τίποτα και από πουθενά, απεφάνθην η καλτάκα -το τέρας των υπολογισμών- και μάλλον η Σία διαθέτει μεγάλη χριστιανική φαντα-Σία και κατασκευάζει ευεργε-Σία, η οποία υπάρχει μόνον μέσα στην καλή κεφαλή της!
Αυτά σκέφτηκα το Σάββατο,αγαπημένο μου, πλην, με ουδένα συζήτησα τα έργα και τους λογισμούς μου...
Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος εξάλλου...
Και φτάνει η Κυριακή συνέχεια απ' εκείνο το Σάββατο, και μετά έρχεται η Δευτέρα.
Και τη Δευτέρα το μεσημέρι λαμβάνω το εξής αλλόκοτο τηλεφώνημα απ' τη μάνα μου, που έμενε στην εξοχή, με τον πατέρα.
- Γεια σου Μπέμπααα!
(Μη γελάς, πληγώνομαι! "Μπέμπα" με έλεγε όταν είχε τις πολύ καλές της...και ας γέρασα...της άρεσε και η τραγουδίστρια η Μπέμπα Μπλάνς-έλαμπε το άστρο της, μια εποχή, εξάλλου )
-Ναι, μανούλα, τι κάνεις, λατρεμένη μου;
-Μπέμπα, τη λάβαμε την επιταγή που μας έστειλες!
Εδώ, ευλαβικέ και καχύποπτε, αναγνώστη, να κάνω στοπ στο διάλογο και να εξηγήσω ότι ουδέποτε είχα στείλει επιταγή στους γονείς μου, διότι ουδέποτε χρειάστηκαν- οι άνθρωποι, "Δόξα Σοι", που γράφει και κάποιος- ζούσαν αυτάρκεις.
Όπότε, όταν ακούω απ' τη συχωρεμένη ότι έλαβαν την επιταγή που (ΔΕΝ) τους έστειλα, καταλαβαίνεις, ξαφνιάστηκα μέχρι το Θεό!
Να θυμίσω πάλι στην αγάπη σου, το σημαντικότερον :
Είχα αποκοιμηθεί το Σαββάτο, με την ενδόμυχη, επίμονη ερώτηση και σκέψη:
"Επέμενε η Σία, ότι όταν ελεούμε ο Θεός, μας τα δίνει πολλαπλάσια...προσωπικά, ελέησα με σαράντα ευρά το Σαββατοκύριακο, όμως δε βλέπω- το στραβάδι-από πού μπορεί να μου τα επιστρέψει ο Κυριούλης που λέει και ο φίλος ο ποιητής..."
Έκπληκτη, λοιπόν, απάντησα στη μητέρα:
-Τι λες, ρε μάνα; Ποια επιταγή;
Εγώ δεν σας έστειλα τ ί π ο τ α.
-Τι λές! Μας έστειλες και μας παραέστειλες, επανέλαβε, με χαρωπό ύφος, η μάνα μου.
-Μην επιμένεις χριστιανή μου! Δεν σας έστειλα. Θα με τρελάνεις;
-Μας έστειλες, ξανά 'πε εκείνη.
-Δεν τα έχω χαμένα πια, και τόσο...ξέρω τι μου γίνεται!
ΔΕΝ σας έστειλα τί-πο-τα, αλλ' όμως...αφού επιμένεις ότι σας έστειλα επιταγή, πές μου -τουλάχιστον- από περιέργεια- να μάθω και γω(!) π ό σ α, σας έστειλα!
-Μας έστειλες τόσσα! απάντησε, με ύφος μυστήριο, η μακαρίτισσα.
-Τόσα; τι τόσα; πόσα; άρχισα να εκνευρίζομαι, περισσότερο...
-Τόσααα! επέμενε εκείνη!
-Πόσα "τόσα", ρε μάνα, έλεος, δηλαδή τι λές μεσημεριάτικα, πες μου με έσκασες!
-Ε να...μας έστειλες 140(εκατον σαράντα ευρώ)!!!
-Τι λες ρε μάνα!
Σας έστειλα ΕΓΩ 140 ευρώ και ΔΕΝ το ξέρω;
Είστε με τα καλά σας;
- Είμαστε και παραείμαστε!!!
Τα έφερε σήμερα ο ταχυδρόμος που ήξερε τον πατέρα σου.
Και έγραφε ο φάκελος:"Αποστολέας: "Κυρία Σαλογραία", και Παραλήπτης: Καλλιρρόη του Μαμογιώργη..." επέμεινε εκείνη.
(Εκεί, πιά, φιλόΧριστε αναγνώστα, άρχισα να φοβούμαι ότι η καλή γυναίκα κάλπασε ξαφνικά προς Αλτσχάιμερ, με οξύ επεισόδιο- και δεν ελέγχει τι λέει... ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει...):
-Ναι...και τα έδωσε τα 140 ευρά ο ταχυδρόμος στον πατέρα σου, συνέχισε.
Και ο πατέρας σου, τότε, θύμωσε, παρεξηγήθηκε δηλαδή, και είπε στον ταχυδρόμο:
- Δεν καταδέχομαι ε γ ώ να παίρνω λεφτά από την κόρη μου!
Να της τα επιστρέψεις αμέσως!
-Και θα στα στείλει πίσω!
- Και μου τα στειλε πίσω!
Και στα 140 ευρά πρόσθεσε και άλλα εξήντα- λίγο αργότερα- και το δωράκι το εξ ουρανού καταβάν, που έλαβα, έφτασε, ανελπίστως, στα 200 ευρούλια, περιστεράκι μου- είτε το πιστεύεις, είτε όχι...
Υπάρχει Θεός.
Υπάρχει Θεός.
Υπάρχει Θεός.
Τέλος.
Γκλόρυ , γκλόρυ Αλλελούγιααααα!
...........................................................
...........................................................
Αντιλαμβάνομαι απολύτως, το αλληθώρισμα των ματιών σου, το πέρα δώθε ταρακούνημα του μυαλού σου, το πρόσκομμα της λογικής σου...
-Αφού το αντιλαμβάνεσθε, σαλογραιοτάτη μου, πάλι καλά...
-Τι είχε συμβεί; Θες να μάθεις; Να σου πώ:
Τα ξεκαθαρίσαμε μερικές μέρες αργότερα.
Είναι απλό:
Ημέρα Παρασκευή, μεσημέρι και πριν εγώ κάνω την πρώτη μου ελεημοσύνη και την πρώτη μου τσιγκούνικη-υπολογιστική σκέψη, μια θαυμάστρια του μπαμπά, θέλησε απ' το μακρινό μέρος που έμενε, να του στείλει ...δώρο-έκπληξη, μια επιταγή...
Για να μην εκτεθεί, λοιπόν, -στο εκεί ταχυδρομείο της μικρής, κουτσομπόλας πόλης, χρησιμοποίησε ως όνομα αποστολέα το δικό μου όνομα -που το ήξερε!
Και έβαλε ως όνομα παραλήπτη το όνομα της μητέρας μου- που επίσης το ήξερε!
Δεν πρόλαβε να ενημερώσει εγκαίρως τον πατέρα μου , και ο πατέρας μου λαβαίνοντας επιταγή από... μένα-έτσι νόμισε, παρασυρμένος απ' το όνομα του αποστολέα- θύμωσε, τον έπιασε, έξαφνα, το πατρικό του φιλότιμο- μπροστά στον ταχυδρόμο- και μια γενναιοδωρία που δεν την είχε ποτέ του απλόχερη και αποφάσισε- ω του θαύματος- εκείνα τα χρήματα τα 140 ευρά, να μου τα επιστρέψει -ως ακατάδεχτος!!!
Έτσι, με ένα σκηνικό απίστευτου μπερδέματος, τρεις μέρες μετά τον ολιγόπιστο κρυφό λογισμό μου, περί του του ΠΩΣ θα μου επιστρέψει ο Θεός πολλαπλασίως την πενιχρή ελεημοσύνη, η ελεημοσύνη, με εκατό -και όχι μόνο εκατό-ευρά, μου επιστράφηκε...
Όταν ειδοποίησε η εν λόγω κυρία και λύθηκε το μυστήριο, ο πατέρας μου, είχε τον ιπποτισμό, να μη μου ζητήσει τα χρήματα πίσω, και γω είχα τη...λεπτότητα, βεβαίως, να ΜΗ του τα επιστρέψω
( χιχι...ελα τώρα δεν είμαστε εμείς, οι Ρωμηοί, δεν είμαστε Ούννοι ...μεταξύ μας...μια οικογένεια...άπαντα κοινά...κατάλαβες...)
Αυτό υπήρξε το ασήμαντο σκηνικό, που στήθηκε προκειμένου να απαντηθεί η ολιγόπιστη σκέψη μου, λατρεμένο μου...ασήμαντο για τον όποιον τρίτο.
Για μένα , ομως, υπήρξε περιστατικό, απολύτως μεγάλο και σημαντικότατο, διότι μου απαντήθηκε-ταπώθηκε, με ένα γεγονός του εξωτερικού κόσμου, ένας εσωτερικός λογισμός ολιγοπιστίας.
Μέχρι και ο καλός μου σύνευνος ο ορθολογιστής, με όρθια τα μαλλιά της κεφαλής του- όταν άκουσε την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος- αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο Κύριος, δεν είναι κουφαηδόνι, και ότι απαντάει με απίστευτα σκηνικά, μικρών και μεγάλων συμπτώσεων, προκειμένου να μας αναγάγει από την αιχμαλωσία των αισθητών στην άγια νοσταλγία των επουρανίων.
Είναι Κύριος που χορηγεί πλούσιο έλεος σε όσους, κάνουν αγώνα πίστεως, ελπίδος, αγάπης- έστω, μηδαμινότατο- σ' αυτό τον αιώνα...
Σαλογραία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου