Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Γέροντας Πέτρος ο Αγιορείτης



Ο Γέροντας Πέτρος καταγότον από τη Λήμνο, ζούσε στο σπήλαιο του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, του οποίου το όνομα έφερε και τον θαυμαστό βίο προσπα­θούσε, κατά το δυνα­τόν, να μιμηθή. Δια­κρινόταν για την άσκητικότητα, την απλό­τητα και την ευλάβεια του. Σπάνια έβγαινε από το κελλί του, μάζευε τσάϊ του βουνού, έφτιαχνε κομποσχοίνια, πήγαινε στα μονα­στήρια, τα έδινε και λάβαινε τρόφιμα.

Κάποτε ορισμένοι μοναχοί πήγαν στις Καρυές και τοιχοκόλλησαν ανακοινώσεις ότι ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β' είναι μασώνος. Πήγε και ο Γ. Πέτρος, παρασυρμένος από άλλους, όμως συνελήφθη κι εξορίσθηκε έκτος του Αγίου Όρους στη Σπινα­λόγκα, κηρύσσοντας σέ όλους μετάνοια. Όταν επέστρεψε, κατά τη Γερμανική κα­τοχή, πήγε στο Κελλί του κι αφιερώθηκε σε μεγαλύτερους αγώνες. Έλεγε: «Τώρα κάνω διπλούς και τρίδιπλους αγώνες και δεν μπορώ να φθάσω στα μέτρα εκείνα πού ήμουν πριν πάω έξω από το Άγιον Όρος». Έλεγε στον Γ. Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη ο Γ. Πέτρος: «Τη νύχτα όταν βγαίνω έξω για προσευχή βλέπω κι ακούω ουράνια πράγματα..

Όταν περιερχόταν τις μονές και τα Κελλιά, για να δώση το εργόχειρο του, τον συνάντησε ένας ενάρετος μοναχός και του είπε πως θέλει να έλθη υποτακτικός του. Ο Γ. Πέτρος δεν του απάντησε τίποτε κι αναχώρησε. Μετά λίγες ημέρες ήλθε πάλι στο Κελλί του ενάρετου μονάχου. Απόρη­σε πώς ξανήλθε τόσο σύντομα, γιατί πολύ αραιά επισκεπτόταν τον κάθε τόπο. «Γέ­ροντα τι να σου προσφέρω;» τον ρώτησε ο μοναχός. «Για την αγάπη του Χρίστου λίγο ζεστό νερό», του είπε ο Γ. Πέτρος. Ο μο­ναχός του προσέφερε. Τότε ο Γ. Πέτρος έβγαλε από το ζωστικό του ένα σακκούλι, όπου είχε τσάϊ, πήρε ένα κλαράκι και το ανακίνησε στο ζεστό νερό. Μετά πήρε από τον κόρφο του ένα άλλο σακκουλάκι, όπου είχε ζάχαρι, κι έβαλε στη μύτη του κουτα­λιού λίγη ζάχαρι. «Μ' ένα κιλό ζάχαρι περ­νούσε όλο τον χρόνο και του έμενε και λίγη για τον επόμενο», έλεγε ο μοναχός. «Ήλθα να σου πω, να μην κάνης τον κόπο να έλθης στο σπήλαιο, γιατί εγώ θα πεθάνω...» είπε ο Γ. Πέτρος. Ό μοναχός θαύμασε τη λε­πτότητα του, ήλθε ώρες δρόμο, για να του μηνύση, να μη πάη και κουρασθή.

Μιά φορά τον αντάμωσε ο Γ. Ιωακείμ, έξω της μονής Κουτλουμουσίου, όπου πή­γαινε να δώση το εργόχειρο του. Ό Γ. Ιωα­κείμ πήρε μερικά κομποσχοίνια και του έδωσε περισσότερα χρήμματα απ' όσο άξι­ζαν. Ο Γ. Πέτρος δεν τα δέχθηκε με κανένα τρόπο, λέγοντας: «Και τα δικά μου άλλοι θα τα πάρουν...» Του λέει ο Γ. Ιωακείμ: «θα μείνεις εδώ απόψε;» Του άπαντα: «θα πάω στου Ξηροποτάμου». Του λέει ο Γ. Ιωακείμ: «Δεν προλαβαίνεις, νύχτωσε, πά­με στο Κελλί μου και πηγαίνεις αύριο». Του λέει δ Γ. Πέτρος: «θα περπατώ μέχρι που δεν θα βλέπω, μετά θα ζαρώσω σε μια καστανιά, μέχρι να φέξη». Εκείνο το βράδυ έκανε καταρρακτώδη βροχή, βράχηκε πολύ και κρυολόγησε κι επέστρεψε στην Καλύβη του, κι αποχαιρετούσε τους γείτονες του.

Μετά την επιστροφή του από την εξο­ρία πήγε και κατοίκησε σε μία Καλύβη, δί­χως ναό, που βρίσκεται μεταξύ των ησυχα­στηρίων Θωμάδων και Δανιηλαίων. Επει­δή όμως είχε εντολή από τον Γέροντα του, να τελειώσει τον βίο του στη «μετάνοια» του, τον οποίο προαισθάνθηκε, ξεκίνησε για το σπήλαιο του οσίου Πέτρου. Ο Γ. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θυμάται πώς ετοιμαζόταν για ταξείδι και τον επισκέ­φθηκε ο Γέρο-Πετράκης, όπως τον έλεγαν, λόγω του μικρού αναστήματος του, για να τον αποχαιρετήση. Ο Γ. Γεράσιμος του είπε πώς σύντομα θά επιστρέψη. Ο Γ. Πέ­τρος επέμενε: «Δεν θα ξαναϊδωθούμε».

Επέστρεψε λοιπόν στην πρώτη του «μετάνοια», παραμονές της εορτής του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, όπου εόρ­ταζε 6 ναός του σπηλαίου και ο ίδιος. Μετέλαβε των Αρχάντων Μυστηρίων την ήμε­ρα της εορτής του, όπου όπως συνηθίζεται, είχαν έλθη και οι γύρω ασκητές, και μετά τη θ. Λειτουργία του ευχήθηκαν κατά το καθιερωμένο κέρασμα: «Καλό παράδεισο, Γέρο-Πέτρο». «Αμήν» απάντησε εκείνος και αναπαύθηκε μακαρίως.

Πριν, είχε έλθη και στην περιοχή των Καρυών, ν' αποχαιρετήση φίλους και μο­ναχούς, να δώση το εργόχειρο του και να συγκέντρωση χρήματα για τα έξοδα της κη­δείας του και το σαρανταλείτουργο. Μια φορά στις Καρυές βρήκε ένα δαιμονισμένο, τον σταύρωσε και τον θεράπευσε. Όταν τον επισκεπτόταν η θ. Χάρι, έσκυβε το κε­φάλι του κι αναφωνούσε: «Κτύπα, Χριστέ μου, με το κονταράκι της ευσπλαχνίας Σου».

Μοναχός Μωνσης Αγιορείτης


Απόσπασμα από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του Μονάχου Μωυσή "Αγιορείτικες Διηγή­σεις"

Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοση Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
τεύχος 4

Δεν υπάρχουν σχόλια: