Είχα φάει πολύ το προηγούμενο βράδυ και δεν πεινούσα αλλά έφαγα πρωινό με το ζόρι και με την άσκηση δύο διαφορετικών πιέσεων : η πρώτη ότι το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας, θα χαλάσω το στομάχι μου αν δεν τρώω πρωινό, και η δεύτερη ότι τα αυγά λήγουν σήμερα, το τυρί το άφησα και μούχλιασε, όλο αυτό το γάλα ποιός θα το πιεί, δεν μπορούμε να πετάμε συνέχεια πράγματα. Στο τέλος έσκασα, σε αντίθεση με τα σκυλιά, που αφού καταβρόχθισαν τη βιολογική ξηρά τροφή με ολόκληρα οργανικά αυγά και σολωμό «ελευθέρας ζωής», έπιαναν στον αέρα τα ψιχουλάκια που έπεφταν από το πιάτο μου. Και έτσι, σηκώσαμε τις κυριακάτικες κοιλιές μας και βγήκαμε βόλτα. Οι δύο ελεύθεροι και οι άλλοι δύο από το λουρί. Έτρεξα μέχρι το περίπτερο αλλά η εφημερίδα πάλι τέλειωσε, όλη η Ελλάδα ακούει Χατζηδάκι γιατί μόνο αυτός: «αθεράπευτα πιστόςσ’ αυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική…”
Το λουρί τραβάει την ώρα που προσπαθώ να διασχίσω την οδό Ονείρων και το μηχανάκι που παραλίγο να με πατήσει γιατί μπήκα στη μέση την ώρα που πέρναγε το κόκκινο, διαμαρτύρεται και μου φωνάζει μερικές βρισιές που ονειρεύτηκε χθες. Τις κάνω μουσική και συνεχίζω γιατί δεν κάνει να γκρινιάζω. Είναι εξ ίσου κακό με την ανυπαρξία του πρωινού στη ζωή μου. Τα εκλεκτά σκουπίδια της Αθήνας, μαζεμένα, γυαλισμένα και σε έκθεση πάνω σε σεντόνια στο γρασίδι. Τα θέλω όλα όσο σκέφτομαι πως όλοι αυτοί που τα πέταξαν, τώρα τα θέλουν πίσω. Γιατί είναι τα λεγόμενα «σκουπίδια ζωής», αυτά που μερικοί δεν έχουν καμία δύναμη να αποχωριστούν και απλά τα κρατάνε, αχρησιμοποίητα, και αν καμιά στιγμή με βαριά καρδιά πετάξουν κάτι, την αμέσως επόμενη το χρειάζονται. Οι άλλοι, έχουν design furniture, άσπρους τοίχους και πλακάκια κουζίνας με χιλιάδες αρμούς. Μάλλον είναι οι ίδιοι που έχουν βρει τρόπο να δαμάσουν το φτέρνισμα και το παγιδεύουν στα ρουθούνια τους πριν προλάβει να σκάσει στη μύτη σαν βεγγαλικό και τους θυμίσει το νόημα της ζωής.
-"Σε παρακαλώ πάμε στα σκουπίδια!"
-"Θα πάμε την άλλη Κυριακή, πάμε τώρα από πίσω..."
Από πίσω βρωμάει. Είναι η αλήθεια, βρωμάει όσο κανένας άλλος δρόμος, κάτουρο και κάτουρο. Γι’ αυτό, μόλις πλησιάζουμε εκεί, οι δύο με τα λουριά στο λαιμό, πάντα αφήνουν το κάτι τις τους. Κι εμείς αντί να αγοράζουμε κι άλλα σκουπίδια, μαζεύουμε τα δικά τους τα αχνιστά και τα πετάμε στον κάδο γιατί αυτά δεν είναι λίπασμα, καταστρέφουν το γκαζόν. Είναι πολύ αργά όμως, γιατί το γκαζόν, από το πολύ λίπασμα έχει πεθάνει, έχουν μείνει μόνο μερικοί θάμνοι. “Πάμε, βρωμάει” φωνάζω και αισθάνομαι έναν θάμνο να με κοιτάζει. Τον κοιτάζω κι εγώ και από κάτω, ένας άνθρωπος καθιστός, για μπάρμπεκιου χωρίς φωτιά, ξεκοκαλίζει ένα μπουτάκι, ανάμεσα σε χιλιάδες ασπρογκρί πούπουλα. Μπροστά του, ένα σπασμένο πλακάκι για τραπέζι και επάνω ένα γυμνό, τέλεια ξεπουπουλιασμένο περιστέρι, με το ένα μπούτι να λείπει, αφού μασιέται μανιασμένα με λαχτάρα.
Πολλοί περνάνε αλλά κανείς δεν σοκάρεται. Ίσως επειδή αυτονών δεν τους βρωμάνε όλα, τα σκυλιά τους δεν τρώνε αλανιάρη σολωμό, ούτε εξαναγκάζονται να φάνε πρωινό και σίγουρα δεν αφήνουν το τυρί να μουχλιάσει. Ναι, οπωσδήποτε, αυτό είναι. Ένας τύπος ντυμένος σούπερμαν με σημαία-εσάρπα “ATHENS 2004” που επικοινωνεί με εξωγήινους (λίγο αργότερα θα κάνει δηλώσεις στις ειδήσεις ασόβαρου καναλιού), μια παρέα τζιτζιφιόγκων με γραβάτες που βγήκαν στις καφετέριες να μαζέψουν ψήφους, ο χοντρός και καραφλός χρυσαυγίτης που τους βρίζει και τους απειλεί δυνατά, επώνυμα και χωρίς ντροπή, η Μπίλιω που βγάζει βόλτα τον Ζορμπά, τα μικρά Βουλγαράκια που τα έφεραν οι γονείς τους στο καινούριο μουσείο αλλά αυτά θέλουν να φωτογραφηθούν μόνο με το τσιουάουα. Πόσα μπορεί να χωρέσει μια Κυριακή;
Πολλά, αλλά όχι έναν άστεγο να τρώει ωμά περιστέρια.
-"Ας μου δώσει κάποιος μια καλή κάμερα και την Αθήνα για δύο χρόνια και θα γυρίσω την καλύτερη ταινία με ζόμπι όλων των εποχών."
-"Την επόμενη φορά θα πάμε στα σκουπίδια, εντάξει;"
Τη Δευτέρα ξυπνάω και θυμάμαι το χθεσινό όνειρο. Ήταν η Αθήνα και ένας μάγος τη μεταμόρφωσε σε ποντίκι αλλά αυτή έτρεξε και ξέφυγε, μετά ένας άλλος την έκανε γουρούνι. Κάποιος που την είδε να κυλιέται στη λάσπη τη λυπήθηκε και της έδωσε μορφή ανθρώπινη. Μετά από λίγο όμως αρρώστησε και έτσι την έκαναν περιστέρι για να πετάει ελεύθερη με μια ελιά στο στόμα όπως αρέσει στους τουρίστες. Στο τέλος, ένας Αθηναίος που ξύπνησε σε ένα παγκάκι και δεν είχε πρωινό, brunch, lunch or dinner και κόπηκε και στους 20 στο Master Chef, την είδε έτσι αφράτη και τη λιγουρεύτηκε. Την ώρα που την ξεπουπούλιζε της είπε: "Να με συγχωρείς ρε Αθήνα, αλλά πεινάω πολύ και παρόλο που όλοι μαζί τα φάγαμε, εγώ ακόμα πεινάω...και πρέπει να σε φάω."
Ποιός μπορεί να το κάνει μουσική;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου