Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Μια δεκάρα η βιολέτα....


Το σπίτι της Αρχοντούλας το χώριζε μια πέτρινη πεζούλα στο ύψος μιας δρασκελιάς από της Φρόσως. Μεγαλωμένες από το θήλασμα .. αχώριστες..
Και τα δυο σπίτια κοιτούσαν από το ύψωμα ως πέρα στο λιμάνι.. και απέναντι στο Αγκίστρι…
Μπροστά τα χωράφια με τις φιστικιές και δυο αμυγδαλιές.. εκεί που σκαρφάλωναν με δυο μαξιλαράκια και ονειρεύονταν τη ζωή με τα δικά τους χρώματα..
Το σημείο απόδρασης. .το ραντεβού με το όνειρο.
Με τα χέρια σφιχτοδεμένα κρατώντας τις πάνινες τσάντες κατηφόριζαν για το σχολείο.


«Μια δεκάρα η βιολέτα τσίγκολελετα» …


Πάνω στο στριφογύρισμα μεγάλωναν.. έπλεκαν τις πλεξούδες με τα κορδελάκια ..κεντούσαν τα προικιά προσμένοντας τις μοίρες να διαλέξουν τους έρωτες..
Για τη Φρόσω δεν ήρθε ποτέ..
Στην αγκαλιά της Αρχοντούλας, χώθηκε ο Νεκτάριος.
Μόνο που ξαπόστασε πολύ και λησμόνησε να σηκωθεί. Τρία χρόνια όλα κι’όλα μπαρκαρισμένος στα καράβια μαραγκός και αυτά πριν την παντρειά.
Δυο γέννες αρσενικές η Αρχοντούλα και το «στήριγμα» του σπιτιού χάραζε διαδρομές.. καφενείο, σπίτι, ταβερνείο το «Μαριδάκι» να αγναντεύει τα καΐκια να ρουφά τη ρετσίνα μέχρι να δει το φάρο στο έμπα της Αίγινας διπλό.
Η αφέντρα του σπιτιού, ζαλώθηκε, σήκωσε τα μανίκια και έπεσε στα μεροκάματα..
Κάτι απόσωνε ο πατέρας της, μεγάλωνε τα αγόρια..
Κάθε πρωί ένας καυγάς.
-Σήκω, αχρόνιαστε να βρεις μεροκάματο! Δεν έχεις μέτρο και όριο!
Απαθής ο Νεκτάριος έδινε την απάντηση που έβαζε μπουρλότο στα νεύρα της.
-Παν μέτρον άχρηστον Αρχόντισσα μου!
-Τα χέρια μου βρε άχρηστε είναι σαν παραγουλισμένα χταπόδια που κακό χρόνο να μην έχεις!
Δυο φάσκελα για καλημέρα…
Δίπλα την περίμενε με τον καφέ η Φρόσω να την ηρεμήσει.
-Ακουστήκαμε; Στερεότυπη ερώτηση.
-Μπα, μέχρι Σουβάλα!
-Αν δεν είχα και εσένα να προσέχεις τα παιδιά τι θα έκανα μωρέ; Να τον διώξω που να πάει; Ξερό κορμί είναι τον λυπάμαι. Και είναι άκακος ο κακοχρονισμένος… τον λυπάμαι…
Αυτό τον έσωζε.. το γέλιο του, η μαλαγανιά, ο καλός του λόγος, που δεν σου έκανε καρδιά να του κακιώσεις.
Περνούσαν τα χρόνια.. άσπρισαν τα μαλλιά τους νωρίς.. η κάθε μια μ’ ένα καημό…
Τα αγόρια έφυγαν για «μέσα» Στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα..
Η Φρόσω που τα κανάκεψε σαν δικά της.. είχε πληρωθεί από τις αγκαλιές τους για ότι δεν απόχτησε.
Κρυφά πούλησε ένα οικόπεδο, που είχε στην Παναγίτσα.. Να μη στερηθούν, να μη πεινάσουν, να έχουν την αξιοπρέπεια τους ..
Το συκώτι του Νεκτάριου «κέρωσε» είπαν οι γιατροί. Κατάκοιτος με το κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο να αγναντεύει το λιμάνι και να γνωρίζει από τα φουγάρα τα πλοία..
Έρχεται η "Χαρά", μεσημέριασε..
Ο "Πορτοκαλής ήλιος", σουρούπωσε..
Μετρούσε το χρόνο με το έμπα έβγα των καραβιών..
Ενα πρωινό του Σεπτέμβρη η Φρόσω είχε βγάλει τα μαξιλάρια που έβαζαν στα κλαδιά της μυγδαλιάς.. τα ακούμπησε στο τραπέζι το ένα πάνω στ’ άλλο σαν την πορεία τους, το σεργιάνι της ζωής τους ..ΜΑΖΙ…
Η Αρχοντούλα λύθηκε στο κλάμα..
Την επόμενη θα πήγαιναν στην Αθήνα.. ο μεγάλος έπαιρνε το πτυχίο του..
Δέσανε τα χέρια και στροβιλίστηκαν στον χορό που τις ένωσε …


«Μια δεκάρα η βιολέτα.. τσιγκολελέτα..»

Γιαγιά Αντιγόνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: