Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Σε αγαπάω, παππού

http://www.mediasoup.gr/sites/default/files/images/sc0003db7a.jpg

Πριν από 5 χειμώνες σαν σήμερα χτύπησε το τηλέφωνο για να μου αναγγείλουν τον θάνατο του παππού μου. Δεν παραβρέθηκα στην κηδεία. Τον αποχαιρέτησα με ένα κείμενο στην τοπική εφημερίδα του Ηρακλείου.
-----------------------------------------------------------------------------
Κι ο Γιάννης κι η Κατίνα κι ο Νίκος κι ο Λευτέρης κι η Φωτεινή κι η Χρυσούλα. Κι είναι Μεγάλη Πέμπτη ή Μεγάλη Παρασκευή; Στο χωριό του παππού μου και της γιαγιάς μου. Καλά. Και τι νόημα έχει που είναι Τρίτη μεσημέρι στις 12; Καλά. Μεσημέρι- Μεσημέρι.
Κι είναι μεσημέρι κι έχεις πέσει για ύπνο, καλοκαίρι, κατεβαίνω στο μπακάλικο κρυφά κι ανοίγω το συρτάρι, το ξύλινο, κάτω απ’ τη ζυγαριά του πάγκου, 1; 2; 3; 4; 5; Τι νόημα έχει πόσα εικοσάρικα; Τα χώνω στην τσέπη να πάρω παγωτό κάνει ζέστη.
Κι είναι μεσημέρι και μ’ έχεις φορτώσει πόσες;20; 30; 40; 50; Και μου δείχνεις πώς να σκίζω με το μαχαίρι που βγάζεις απ’ την τσέπη, το ίδιο που κόβεις το ψωμί και το καρπούζι, να σκίζω τη σακούλα, κι ανοίγω στο χώμα ένα λάκκο «Πιο βαθιά» μου λες. "Τι νόημα έχει- στέκεται όρθια η ελιά» σου λέω. Κι είναι μεσημέρι, βαριέσαι «ψάξε ένα ψαλίδι» μου λες «Όχι, φέρε μια bic κι έλα πάρε μου λίγο τα μαλλιά εδώ στις άκρες. Γερμανικά. Ξέρεις εσύ." Κι ύστερα βλέπω το χώμα, και τα άσπρα σου μαλλιά κομμένα πάνω στο χώμα και σκέφτομαι «Τι νόημα έχει;» Κι είναι μεσημέρι και σε ακούω στο βάθος της γραμμής και μου μιλάς και θέλεις να σου στείλω κι άλλες βιταμίνες αυτές που λιώνουν στο νερό σε κάνουνε και ξαναζείς και σου φωνάζω ναι, θα δεις, να δεις , θα δεις;
Μα εδώ είναι βράδυ, κι έχω μπροστά μολύβι και χαρτί- όλα δικά σου δώρα απ’ τη μεγάλη σου καρδιά χαρισμένα-και γράφω και γράφω και σκίζω κι άλλο χαρτί κι άλλο χαρτί και δεν θυμάμαι τι μου λες. Ήσουν 12 ετών και τώρα είσαι 84; Ξυπνάς στις 4 χαράματα κάθε μέρα, πας με τα πόδια κάθε μέρα στη λαχαναγορά, καλά και τι ώρα κοιμάσαι; Κι αλήθεια …κοιμάσαι;
- Παππού; Ήρθες; Μα τόσο γρήγορα ταξιδεύει η ψυχή; Θα μου τηλεφωνούσες μου χες πει πρώτα να έρθω να σε πάρω εγώ από το καράβι…Κάθεσαι…Με παίρνεις στα γόνατα…Στ’ αυτί…
- Το ’22 γεννηθείς, 35 ελιές, 2 μόνο εικοσάρικα, ρώτα.
- Τί είναι εκεί;
- Ρώτα.
- Παππού, τί είναι εκεί;
- Ξαναρώτα.
- Ρε παππού τί είναι εκεί;
Κι ύστερα με ανεβάζεις ή μάλλον όχι με αφήνεις μόνος να σκαρφαλώσω πάνω στον οικογενειακό τάφο του…- Πλάκα μου κάνεις ε; - Αλήθεια δεν με βλέπει τώρα κανείς; Ναι! Ναι! Έχουν ψηλώσει αλήθεια οι ελιές που φυτέψαμε μαζί παππού…και κρύο…
- Παππού;
- Ναι.
- Τί είναι εδώ;
- Ρώτα.
- Παππού, τί είναι εδώ;
- Ξαναρώτα.
- Ρε παππού τί είναι εδώ;
- Είναι απόγευμα Δευτέρας, 16 Ιανουαρίου του 2006 κι η ώρα είναι 18:37. Τι νόημα έχει;
- Παππού…παππού…
(Σιωπή. Μόνο Σιωπή.)
Κι η Καίτη κι ο Γιώργος, κι η Ελένη, κι ο Στέλιος κι η Ανέστη, κι ο Χριστόφορος κι ο Αλέξανδρος κι ο Ζαχάρης κι εσύ.

(Η μοναδική φορά που είπα στον παππού μου ότι τον αγαπάω, ήταν 3 μέρες μετά την ταφή του, πάνω από τον τάφο του...)


Δεν υπάρχουν σχόλια: