«Δεν ξέρω αν το’χεις προσέξει αλλά το παιδί δεν στηρίζεται.. πως να το πω δεν στηρίζεται καλά»
«Τι εννοείς δεν στηρίζεται; Μια σταλιά μωρό είναι τι ήθελες να κάνει;»
Δεν ήξερα; Δεν έβλεπα; Δεν ήθελα;
Χιλιάδες τα ΔΕΝ..φίδια που μου έσφιξαν το λαιμό.. πνίγομαι..
Γύρισε ο Σταύρος από το σχολείο και έτρεξε να μου δώσει ένα φιλί. Τραβήχτηκα.
Σαν κάποια νοήματα να πήρε η άκρη των ματιών..
Ετρεξα στο δωμάτιο και στάθηκα πάνω στο λίκνο της. Ηταν η ώρα να την θηλάσω.
Την πήρα αγκαλιά και την απόθεσα στην πάνα να την αλλάξω. Την έπλυνα, τις άλλαξα τα πανιά και την ακούμπησα στο στήθος. Είχε ανοίξει τα ματάκια της σα να κατάλαβε την αγωνία μου… «Καρδιά μου, πες μου πως είναι όλα καλά.. χαμογέλασε, διώξε τον εφιάλτη που δεν ξέρω να ονοματίσω..»
Εκλεισα την πόρτα πίσω μου απαλά μη την ταράξω.
Στην κουζίνα, η φιγούρα του Σταύρου γερμένη με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το άλλο να στηρίζει το κεφάλι του.
«Τι ξέρετε και δεν μου λέτε;» ρώτησα ξέπνοα.
Άρχισε με δυσκολία την κουβέντα…οι λέξεις μαχαίρια να τρυπούν με μανία.. με σκότωναν αργά.. πληγές που αιμορραγούσαν. ΔΕΝ θα μπορέσει…
«Σκάστεεε!»
……………………………………………………………………………………….
Βρέθηκα στη θάλασσα. Είχε σκοτεινό χρώμα… άφεγγη, ατάραχη.
Τι σου έταξα μωρό μου, θυμάσαι;
Να τρέχουμε στις πιο όμορφες εξοχές.. να ανεμίζουν τα μαλλάκια σου στο αγέρι.. να σε μάθω να γελάς.. ν’ αγαπάς.. να είσαι ευτυχισμένη.. να λάμπεις αστέρι μου!
Δεν είσαι λάθος γέννα, μη τους ακούς, μη τους πιστέψεις! Μαζί θα χορεύουμε θα τραγουδάμε τα ανείπωτα τραγούδια, τα δικά σου.. κανένας δεν θα τα μάθει ποτέ..
Θα τα γράψω για σένα θα σε βαφτίσω Αγάπη! Σου αρέσει αυτό το όνομα;
…………………………………………………………………………………………..
Δυο μήνες κλεισμένη μαζί της στο δωμάτιο..
Δεν μιλούσα σε κανένα.
Στο κομοδίνο κουτιά με χάπια που δεν άγγιζα. Ο Σταύρος προσπαθούσε να με πείσει να πάμε τη μικρή σε «νοσοκομείο» φοβήθηκε να πει ίδρυμα!
Ατάραχη κοιτούσα τη μικρή και τότε κατάλαβα πως θα ήταν μόνο δική ΜΟΥ!
Τις ετοίμασα την πιο λαμπρή βάπτιση. Ένα λευκό δαντελένιο φόρεμα για την Αγάπη, λουλούδια και ένας κύριος που μοίραζε στα παιδιά μαλλί της γριάς και γέμισε το προαύλιο του Ναού ροζ μπαλίτσες.
Είχαν έρθει όλοι. Και οι δικοί μου.
Το βράδυ στο γλέντι χόρεψα. «Να μας ζήσει!» τσούγκριζα με όλους το ποτήρι.
Αμήχανοι με θωρούσαν.. το ένοιωθα στα σαστισμένα χαμόγελα.
Ούτε που τους ξανάδα.
Μόνο στον ύπνο έβλεπα τον πατέρα μου να ξεριζώνει ανεπιθύμητα έμβρυα με τα χέρια ματωμένα.. ο ίδιος πάντα εφιάλτης.. αυτά εκδικούνται το μωρό μου;
Ηρθε και η Σμαράγδα να φέρει ένα γράμμα της μάνας μου.
«Ότι χρειαστείς…και αηδίες συμπόνιας» Το έσκισα μπροστά της και με ουρλιαχτά την έδιωξα. «Ακου συμπόνια!!» Τη μισώ αυτή τη λέξη όποιος τολμήσει να την πει θα τον ξεσκίσω!
…………………………………………………………………………………………
Δυο χρόνια μετά ο Σταύρος έφυγε από το σπίτι. Υποσχέθηκε πως θα είναι κοντά μου αλλά δεν άντεχε να είναι δίπλα μου. Δεν είχε την κόρη που ονειρεύτηκε.. του ξεβόλευε τα όνειρα, ένα παιδί παράλυτο.. Τον σκότωσα μέσα μου. Τέλος!
Μόνο η Σμαρώ μου έμεινε με τον μικρό Ορέστη της.
Την φρόντιζε, τις ώρες που έλειπα.
Στα παιδιά στο σχολείο συνέχισα να μαθαίνω τις νότες της χαράς και έπαιρνα δύναμη τόση, όση δεν είχα ζυγίσει πως έκρυβα.
Με το καροτσάκι μας κάναμε τις πιο ωραίες βόλτες..
άκουσε τα πιο ωραία παραμύθια..
με τα γαλάζια μάτια της να με κοιτούν και να λιώνω.
Τις στόλιζα τα μαλλιά με κορδέλες..
Τις έπαιζα στο πιάνο μουσικές.
Και περνούσαν τα χρόνια..
Πέρασαν και άλλοι έρωτες και έφυγαν.
Ο πατέρας της παντρεύτηκε και απόκτησε δυο αδέλφια η Αγάπη, που δεν την γνώρισαν. Εκείνος, έστελνε χρήματα να ξεπληρώσει την δειλία του.
Με την Αγάπη ταξιδέψαμε χέρι-χέρι, αγνοώντας τα βλέμματα, τη λύπηση του πλήθους, που εκπορευόταν από την άγνοια του και το ευχαριστώ που το δικό τους δεν είναι «έτσι»! Αλλα χρόνια.. Τότε που τα έκρυβαν στιγματισμένα στα κλειστά δωμάτια, αν δεν τα έριχναν στα ιδρύματα να μη τα δει ανθρώπου μάτι!
…………………………………………………………………………………….
Χθες ήρθε η Α.. μαθήτρια μου διάσημη τραγουδίστρια.
Εδώ στο γηροκομείο στα 82 μου.. δεν με ξέχασε ποτέ…
«Θέλω να φύγω της είπα.. να βρω την Αγάπη μου…
Βιάζομαι να της πω πως αν μεγάλωνε τώρα δεν θα ντρεπόταν κανείς!
Τα αδέλφια της θα την πήγαιναν βόλτα με το καρότσι που δεν θέλει δύναμη να το σπρώξεις»
Σσσς, μη λες τίποτα!
Αξιώθηκα να ζήσω μια αγάπη άδολη που δεν μπορεί κανείς να εισπράξει.
Το πιάνο μου να πάρεις, να το προσέχεις.. έχει παίξει τις μελωδίες μιας ευτυχίας…
Τέλος.
γιαγιά Αντιγόνη
1 σχόλιο:
Ωραία Ιστορία και Βγάζει μία Γλύκα!
Δημοσίευση σχολίου