Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Άνοιξε τα παράθυρα, βρωμάει μοναξιά…


Η βροχή δεν τον άφησε να κοιμηθεί το βράδυ. Δεν είχε όμως κουραστεί. Τα γηρατειά δεν του επέτρεπαν να κοιμηθεί περισσότερο. Άλλωστε δεν το επιθυμούσε. Βιαζόταν ν’ έρθει το πρωί. Να ξημερώσει η σημερινή μέρα. Παραμονή των Χριστουγέννων. Όλα τα είχα κανονίσει εδώ και μέρες. Είχε βγάλει το σχέδιο στο μυαλό του, απλά έπρεπε όλα να γίνουν όπως τα είχε φανταστεί.

Μια βαλίτσα με ελάχιστα ρούχα. Τα άκρως απαραίτητα για μία ή δυο μέρες. Τι χρειάζεται ένας γέρος άνθρωπος για δυο μέρες. Είχε βάλει και την μεταξωτή πιτζάμα που του είχε πάρει δώρο η κόρη του από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, σε ένα ταξίδι της. Τότε τις καλές μέρες που τον λάτρευε και τον αγαπούσε καθώς έλεγε. Γιατί τώρα εδώ και 2 χρόνια τον έχει εγκαταλείψει. Δεν μπόρεσε βλέπεις να βρει λεφτά ώστε να της αγοράσει αμάξι. Δεν μπορούσε. Προσπάθησε. Πίστεψε ότι θα έβρισκε τα λεφτά που του ζητούσε, αλλά δεν τα μάταια. Της εξήγησε. Μια σύνταξη έπαιρνε και αυτή ελάχιστη, που να φτάσει. Σύνταξη απλά επιβίωσης. Δεν του επέτρεπε να βάλει τίποτε στην άκρη. Από τον καιρό δε που κοιμήθηκε και η γυναίκα του, τα πράγματα δυσκόλεψαν σε όλα τα επίπεδα. Οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά. Παρά ταύτα η κόρη του δεν έλεγε να καταλάβει. Θεώρησε ότι δεν την νοιάζεται και ότι δεν την αγαπάει. Ότι δεν θυσιάζετε γι αυτή. Τον εγκατέλειψε. Η μοναξιά του ήταν αβάσταχτη. Μπορούσε πλέον να καταλάβει, να νοιώσει ως βίωμα, ως εμπειρία, ότι εάν υπάρχει κόλαση, τότε ήταν σίγουρος ότι αυτή θα ήταν η αιώνια μοναξιά. Να μην μπορείς να μιλήσεις με έναν άνθρωπο. Να πεις δυο κουβέντες. Να αισθανθείς ότι σε αγαπάνε, ότι κάποιος σε νοιάζεται, ενδιαφέρεται για σένα. Να αισθανθείς ένα χάδι, ένα ακούμπημα, μια ανθρώπινη παρουσία και θαλπωρή. Για αυτόν πλέον το μεγαλύτερο θαύμα στην ζωή του, η μεγαλύτερη Θεοφάνεια, ήταν ένας άνθρωπος. Θυμόταν και τα λόγια από τον Γεροντικό που συχνά διάβαζε «είδες Γέροντα ποτέ κάποιο θαύμα, ρώτησαν ένα ασκητή, Ναι απάντησε εκείνος, έναν άνθρωπο…..»

Έναν άνθρωπο ήθελε δίπλα του, να ακούει μια μιλιά, να ‘ χει ένα χέρι να κρατά. Αν υπήρχε Θεός αυτός, θα είχε μάτια, κορμί, μιλιά. Γι αυτό έλεγε και ξανάλεγε στο καφενείο τις λίγες φορές που τα κατάφερνε και πήγαινε, ιδιαίτερα τις καλοκαιρινές μέρες.

-Είναι μεγάλη υπόθεση η πίστη μας. Ένας Θεός έγινε άνθρωπος, όπως εμάς σαν και εμάς, ένας από εμάς. Δικός μας άνθρωπος. Της ιστορία μας, του κόσμου μας. Καταλαβαίνεται ο Θεός άνθρωπος.

Για αυτό είχε πάρει την απόφαση φέτος τα Χριστούγεννα να τα περάσει μαζί με άλλους ανθρώπους. Όχι μόνος. Όχι άλλες γιορτές στην μοναξιά. Βρωμάει η μοναξιά. Μυρίζει θάνατο.

Θα δημιουργούσε ένα ατύχημα, και θα πήγαινε στο νοσοκομείο. Εκεί δεν θα ήταν μόνος. Θα ήταν σε ένα θάλαμο γεμάτο ανθρώπους. Γιορτινά και χαρούμενα έστω και σε νοσοκομείο. Πολύ καλύτερα από την μοναξιά, την βουβαμάρα του σπιτιού, την άσχημη μυρωδιά της μοναξιά που είχε πλέον ποτίσει όλους τους χώρους του. Στο νοσοκομείο λοιπόν μαζί με ανθρώπους. Όχι μόνος. Αυτό ήταν ότι καλύτερο ποθούσε η καρδιά του γι΄ αυτές τις μέρες.

Έτοιμη λοιπόν η βαλίτσα του. Έσπασε και μερικά πιάτα να φαίνεται ότι ζαλίστηκε και έπεσε από το τραπέζι, και του έμενε πλέον μόνο η πιο γενναία και επώδυνη πράξη του έργου, να χτυπήσει με ένα αντικείμενο το κεφάλι του. Να φανεί ως ατύχημα και έπειτα να βάλει τις βάλει τις φωνές. Κάποιος από τους αδιάφορους γείτονες θα το άκουγε και για να γλυτώσουν την ευθύνη θα φώναζαν το ασθενοφόρο, έτσι όλα θα τον οδηγούσαν για Χριστούγεννα στο νοσοκομείο.

Δεν είχε όμως τελειώσει τις τελευταίες σκέψεις για το φιλόδοξο σχέδιο του, και άκουσε κλειδιά και τσαχαλίσματα στην πόρτα του. Ποιος να ήταν άραγε? Δεν περίμενα κανένα. Αυτή την πόρτα τουλάχιστον τα τελευταία 2 χρόνια εκτός από αυτόν και τα βαριαναστενάγματα του δεν είχε διαβεί κανείς άλλος. Φοβήθηκε και γεμάτος απορία κινήθηκε να ανοίξει. Να δει τι συμβαίνει.

Δεν πρόλαβα όμως, λίγο πριν πιάσει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε βίαια κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο, σαν κάποιος να ήθελε να την παραβιάσει.

Ένας νεαρός άντρας είχε εισβάλει μέσα στο σπίτι.

- Μη κουνιέσαι γέρο και μην μιλάς.

- Ποιος είσαι, τι θες; Βοήθειααα…

- Σταμάτα σου λέω να φωνάζεις δεν θα σε πειράξω. Σου δίνω τον λόγο μου.

- Τι θέλεις παιδί μου. Λεφτά; Δεν έχω.

- Τίποτα δεν θέλω, μπήκα να κλέψω και θέλω να πάρεις τηλέφωνο την αστυνομία.

- Κάτσε μισό λεπτό. Μπήκες να κλέψεις και θέλεις να πάρω την αστυνομία;

- Τα λες ρε παιδί μου. Πιωμένος είσαι; Δηλαδή στα αλήθεια θες να πάρω την αστυνομία, παραδίδεσαι; Τι σόι κλέφτης είσαι εσύ. Μπαίνεις μέσα να κλέψεις, βλέπεις ένα γέρο άνθρωπο ανήμπορο και χωρίς να κάνεις τίποτα, καμία κίνηση μου λες, ήρθα να κλέψω πάρε τηλέφωνο την αστυνομία. Τι σόι κλεψιά είναι αυτή; Τι κλέφτης είσαι εσύ; Άλλο πάλι και τούτο χρονιάρες μέρες.

- Κοίτα παππού άσε τα λόγια και πάρε την αστυνομία να πεις ότι κρατάς έναν νέο άνθρωπο, ένα ληστή που αποπειράθηκε να σε κλέψει. Πες και ότι άλλο θέλεις, αρκεί να με καταγγείλεις. Σε παρακαλώ, Χάρι θα μου κάνεις, υποχρέωση θα σου έχω. Σε παρακαλώ.

- Με παρακαλείς; Υποχρέωση; Χάρι θα σου κάνω; τι είναι όλα αυτά ρε λεβέντη, θα με τρελάνεις. Τι συμβαίνει θα μου πεις;

- Σε παρακαλώ παππού άσε τα λόγια και πάρε την αστυνομία, στα πόδια σου πέφτω, και με μιας ο μικρός μάγκας έπεσε καταγής παρακαλώντας τον παππούλη να πάρει τηλέφωνο.

- Καλά ρε παιδί μου θα πάρω, άμα είναι να με παρακαλείς και μάλιστα γονατιστός, θα πάρω. Αλλά θέλω να μου πεις το γιατί, αλλιώς πίστεψε με δεν θα το κάνω.

- Παππού είμαι μόνος!!! Δεν έχω οικογένεια. Ο πατέρας μου μας έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Φτώχεια, χρέη, τράπεζες, ανεργία, έφεραν γρίνια και μεγάλα προβλήματα. Μαλώματα με τη μάνα μου. Ξύλο, ποτό κ.α. Έτσι χώρισαν. Αυτός εξαφανίστηκε. Πήγε λένε σε άλλη χώρα. Τον χάσαμε. Η μάνα δεν άντεξε. Δεν μπορούσε να με μεγαλώσει. Κύλησε στην πορνεία. Ξέρεις, βίζιτες και τέτοια. Κάθε μέρα το μικρό σπίτι μας γινόταν μπ……λο. Δε το άντεξα και έφυγα. Από τότε ζω μόνος. Πάνε μερικά χρόνια. Πότε εδώ και πότε εκεί. Αλλά πάντα στους δρόμους ή σε τίποτα καταλήψεις. Αλλά δε μπορώ άλλο παππού. Η μοναξιά με γέρασε. Δεν μπορώ άλλο. Ειδικά κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, τις γιορτινές που λένε, ζω στην κόλαση.

Έτσι σκέφτηκα φέτος να μην μείνω μόνος. Είπα να κάνω μια κλοπή - γιατί για κάτι άλλο δεν το λέει η καρδιά μου- και έτσι να μπω στη φυλακή. Εκεί θα έχω παρέα. Έχω ξανακάνει φυλακή. Κόλαση και εκεί. Φρίκη. Αλλά τουλάχιστον έχεις έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Ακούς μια μιλιά. Εδώ, έξω, δεν έχω τίποτα. Δεν με περιμένει κανείς. Είμαι μόνος. Για αυτό σου λέω παππού, πάρε τηλέφωνο, χάρι θα μου κάνεις. Καλό θα κάνεις γέρο.

Ο παππούς είχε βουρκώσει. Τα γέρικα ποδάρια του είχαν αρχίσει να μην το βαστούν. Έτρεμε ολόκληρος.

- Σε καταλαβαίνω παιδί μου είπε, και τον άρπαξε στην αγκαλιά του, που τόσο είχε λείψει από την ζωή και των δυο.

- Κοίτα επειδή ξέρω από μοναξιά θα σου κάνω το χατίρι. Αλλά θέλω και εσύ με την σειρά σου, να μου κάνεις ένα θέλημα.

- Τι ρε γέρο, ότι θέλεις, αρκεί να πάρεις τηλέφωνο.

- Ναι θα πάρω, το είπαμε αυτό, αλλά θέλω και εσύ να με χτυπήσεις στο κεφάλι ίσα ίσα για να ξεματώσει. Θα το κάνεις;

- Μα τι λές τώρα, γιατί ;

- Για τους ίδιους λόγους παλληκάρι μου που και εσύ θέλεις να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία και να πας στην φυλακή. Η μοναξιά αγόρι μου. Αυτή η απίστευτη οδύνη της μοναξιάς. Να πας εσύ στη φυλακή αφού το θες, αλλά να πάω και εγώ στο νοσοκομείο. Να κάνουμε και οι δυο Χριστούγεννα με ανθρώπους.

Σε λίγο κάτω από το σπίτι είχε φτάσει ένα περιπολικό και ένα ασθενοφόρο. Και στα δυο θα επιβιβαζόταν η μοναξιά. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες των αυτοκινήτων και οι δυο τους κοιτάχτηκαν, έκλεισε ο ένας το μάτι στον άλλο και φώναξαν δυνατά, Καλά Χριστούγεννα.

π. Λίβυος

Υ.Γ α΄ Μελέτες έχουν αποδείξει ότι κατά τις εορταστικές ημέρες τόσο στα νοσοκομεία όσο και στις φυλακές αυξάνεται ο αριθμός εισακτέων.

Υ.Γ β’ Άσκηση για Χριστιανούς: πάρτε αυτές τις ημέρες κάποιος ανθρώπους σπίτια σας ή κάντε τους παρέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: