Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

«Η ΟΔΟΣ»

Εις μνήμην Νικολάου Καρούζου

Πέρασα ανάμεσα από τα σπίτια, ανάμεσα από τους δρόμους και τους ανθρώπους πέρασα.
Τα σπίτια είχαν κάτι παράξενο, σαν ανθρώπινο.
Μα δεν τολμώ πια να θυμάμαι εκείνους που τώρα έπαψαν.
Τράβηξα ίσια κατά το δρόμο με τις φωλιές.
Τα αρχαία χέρια μου είναι δεμένα με εκείνα των υπολοίπων.
Υπάρχει ένας ίδιος δρόμος και ένας ίδιος πόνος και ο δρόμος που τραβά μοιάζει απέραντος, καθώς όλες οι πορείες.
Κρατώ στον κόρφο μου το μεγαλοπρεπές βάρος των ήλιων.
Εμπρός μου αποκαλύπτονται τα τεράστια μεγέθη των αυγουστιάτικων μεσημεριών.
Ο νέος με τη σινδόνη θυμίζει έντονα κάποιο οικείο πρόσωπο.
Η κερένια του υφή, το στόμα που ακούγεται να μιλά πάντα βουβό, τα μαλλιά του που μάκρυναν
και έδειραν τους ώμους, έπνιξαν τις πεταλούδες που κάποτε έβρεξε ο καιρός.
Πέρασα ανάμεσα από τα σπίτια, ανάμεσα από τους δρόμους και τους ανθρώπους πέρασα.
Μα τίποτα και κανείς δεν με συγκράτησε.
Και ο δρόμος τέλειωσε και εγώ σωριάστηκα και πέθανα.
Εγώ, το στερνό των αμαρτημάτων.
Ο άνεμος που φυσά λικνίζει τα άδεια κλουβιά των πουλιών.
Πριν το τέλος όλα επιδεικνύουν μια ανεκτική τρυφερότητα.
Μα οι φωνές δεν είναι ήσυχες σαν μανάδων, μα τραχιές και εκκωφαντικές, κραυγές ικκέτιδων. Εκείνες μόνο θυμάμαι.
Εγώ ο τελευταίος άνθρωπος, η τελευταία οδός.




Απόστολος Θηβαίος, 7 Ποιήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: