Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Η ΕΓΚΟΣΜΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΟΤΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Οι δεσποτικές εορτές, όπως τα Χριστούγεννα, έχουν περιεχόμενο που απαντά στα πιο κρίσιμα ερωτήματα του ανθρώπου. Προβάλλουν την θεολογία και την ανθρωπολογία της Εκκλησίας, τα δόγματα της πίστεως, αλλά και το ήθος των πιστών, δίνοντας την δυνατότητα της διακρίσεως του αυθεντικού από το κίβδηλο, της αλήθειας από την πλάνη. Αυτό γίνεται με τους εορταστικούς λόγους των αγίων Πατέρων, τα συναξάρια και την υμνολογία των εορτών.
Θα προσπαθήσω στην συνέχεια, με την μελέτη ενός ύμνου των Χριστουγέννων, να διαγράψω τα όρια της “εγκόσμιας βασιλείας”, το “πνεύμα” της οποίας εισβάλλει πολλές φορές στον χώρο της Εκκλησίας, νοθεύοντας την ποιμαντική της διακονία. Ένα μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει σε πολλούς ανθρώπους είναι ότι βλέπουν τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες μέσα από κοσμική νοοτροπία. Αυτό φαίνεται από την στάση που κρατούν απέναντι στον “θεσμό της Εκκλησίας”· αναμένουν από τους εκκλησιαστικούς ποιμένες αυτά που είναι αρμοδιότητα του Κράτους και δεν ασχολούνται καθόλου με τα εσωτερικώτερα και τιμιώτερα, για τα οποία ενηνθρώπησε ο Υιός του Θεού, λαμβάνοντας “σώμα Εκκλησίας”. Όμως ανάμεσα στην Εκκλησία και τον κόσμο και κατ’ επέκταση στην εκκλησιαστική και την κοσμική εξουσία “χάσμα μέγα εστήρικται”.
Η διάκριση μεταξύ των δύο εξουσιών, του Καίσαρος και του Χριστού, (θα μπορούσαμε να πούμε της Πολιτείας και της Εκκλησίας), προβάλλεται καθαρά στο δοξαστικό του Εσπερινού των Χριστουγέννων, το οποίο είναι ποίημα της γνωστής βυζαντινής υμνογράφου Κασσιανής, η οποία μαζί με την πνευματική πείρα είχε, όπως φαίνεται, και γνώση πολιτική. Στον ύμνο αυτό γίνεται ένας παραλληλισμός του Αυγούστου Καίσαρος και του Χριστού, της μοναρχίας των αυτοκρατόρων της Ρώμης και της μονοθεΐας που κήρυξε και εδραίωσε ο Χριστός με την Εκκλησία Του. Ο παραλληλισμός αυτός, όμως, αν μελετήση κανείς προσεκτικά τα νοήματα του δοξαστικού, θα διαπιστώση ότι είναι μια αντιθετική σύγκριση, που επιδιώκει να φανή με οξύ τρόπο η διαφορετική ποιότητα της εξουσίας του Καίσαρος και της “εξουσίας” του Χριστού, της νοοτροπίας και του ήθους του κοσμικού κράτους και της θυσιαστικής ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας του Χριστού.
Υπάρχουν μέσα στον ύμνο κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις που εκφράζουν αυτή τη διαφορά. Στους πρώτους στίχους του ψάλλουμε: “Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο· και σού ενανθρωπήσαντος εκ της αγνής, η πολυθεΐα των ειδώλων κατήργηται”. Οι λέξεις που εκφράζουν την διαφορά είναι: “μοναρχήσαντος - ενανθρωπήσαντος” και “πολυαρχία - πολυθεΐα ”. Για να “μοναρχήση” ο Αύγουστος απαιτήθηκε έντονος αγώνας για κυριαρχία, η πολιτική ιστορία Ρώμης μας πληροφορεί σχετικά, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού έχουμε κίνηση αντίστροφη. Έχουμε εκούσια πρόσληψη της θέσης των ταπεινών και καταφρονεμένων. Με την ενανθρώπηση ο Θεός δεν απέκτησε επιπλέον δόξα, όπως συνέβη με τον Αύγουστο, όταν υπέταξε κάτω από το σκήπτρο του τις περισσότερες πόλεις του τότε γνωστού κόσμου. Ο Θεός είναι “υπερένδοξος” και έχει στην δόξα του το “αναυξές” και το “αμείωτον”. Με την ενανθρώπησή του “εκένωσε εαυτόν”, χωρίς να χάση την φυσική δόξα της θεότητός του. Το “εκένωσεν” δεν σημαίνει ότι έχασε κάτι από αυτά που είχε· σημαίνει ότι προσέλαβε την φύση μας, που ήταν, λόγω του θανάτου και των άλλων ταλαιπωριών, φτωχή και εξαθλιωμένη· την προσέλαβε, προκειμένου να την πλουτίση με την δόξα Του. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν προσέλαβε μια ανθρώπινη υπόσταση, γιατί δεν ήθελε να σώση έναν μόνο άνθρωπο - αυτόν που θα προσελάμβανε. Προσέλαβε στην υπόστασή Του την φύση μας, για να δώση την δυνατότητα της σωτηρίας σε όλους τους ανθρώπους, καθιστώντας την θεωμένη σάρκα Του “φάρμακον αθανασίας”, “βρώση και πόση” των βαπτισμένων στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Η κυριαρχία της μιας υπερήφανης ανθρώπινης θέλησης έπαυσε την πολυαρχία των ανθρώπων, ενώ η υποταγή του Παντοκράτορος Θεού, ως νηπίου στην κατά το ανθρώπινο Μητέρα Του και στον θετό πατέρα Του, προσείλκυσε την πίστη και τις θελήσεις των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να καταργηθή η πολυθεΐα των ειδώλων.
Στη συνέχεια του δοξαστικού η Κασσιανή, επεκτείνοντας το νόημα των πρώτων στίχων, λέει: “Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον, αι πόλεις γεγένηνται· και εις μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τα Έθνη επίστευσαν”. Οι εκφράσεις που δηλώνουν εδώ την διαφορά, είναι: “βασιλείαν εγκόσμιον - Δεσποτείαν Θεότητος” και “γεγένηνται - επίστευσαν”. Στην εγκόσμια βασιλεία, όποια μορφή και αν έχη, υπάρχει αναγκαστική υποταγή, είτε στη θέληση του ενός, είτε στην θέληση των πλειόνων. Δεν υπάρχει πίστη και υπακοή, αλλά φόβος της τιμωρίας και πειθαρχία. Η επιβολή της πειθαρχίας με τον φόβο της τιμωρίας είναι συνέπεια της ανασφάλειας των κοσμικών αρχόντων, γιατί δεν είναι πραγματικοί φυσικοί δεσπότες των ανθρώπων· είναι ομοιοπαθείς με αυτούς δούλοι του θανάτου. Η πραγματική φυσική Δεσποτεία είναι της Θεότητος, η οποία δεν φοβάται την ελευθερία των ανθρώπων, γι’ αυτό δεν ζητά την υποταγή αλλά την πίστη τους, η οποία έχει άμεση σχέση με την ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να πιστεύση αναγκαστικά· η πίστη - εμπιστοσύνη εμπνέεται.
Η οξύτερη όμως αντίθεση μεταξύ του Καίσαρος και του Χριστού εκφράζεται από την Κασσιανή στους υπόλοιπους στίχους του ύμνου της. “Απεγράφησαν οι λαοί τω δόγματι του Καίσαρος· επεγράφημεν οι πιστοί ονόματι Θεότητος, σου του ενανθρωπήσαντος Θεού ημών. Μέγα σου το έλεος, δόξα σοι”. Οι λέξεις που δείχνουν εδώ την χαώδη ποιοτική διαφορά μεταξύ του πνεύματος του Καίσαρος και του Χριστού, είναι: “απεγράφησαν - επεγράφημεν”. Ο Καίσαρας δίνει εντολή να απογραφούν οι υπήκοοί του. Αυτό εξυπηρετεί την οργάνωση του Κράτους του και είναι ταυτόχρονα έκφραση της εξουσίας του πάνω στο λαό. Οι πιστοί δεν απογράφονται σε καταλόγους, για να συστήσουν ένα άθροισμα υπηκόων ή οπαδών, του οποίου η αξία βρίσκεται στην ποσότητα. “Επιγράφονται ονόματι Θεότητος”, έχουν, δηλαδή, “γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών”, σύμφωνα με το βιβλίο της Αποκαλύψεως, το όνομα του Χριστού “καί το όνομα του Πατρός αυτού”. Όταν επιγράφεται πάνω στον άνθρωπο το όνομα του ενανθρωπήσαντος Θεού, σημαίνει ότι έχει “επιζωγραφισθή” πάνω στο “κατ’ εικόνα” το “καθ’ ομοίωσιν”· ο άνθρωπος έχει γίνει κατά Χάρη Υιός Θεού. Δεν είναι πλέον δούλος ή κάποιος ανώνυμος υπήκοος, μια μονάδα που αθροίζεται με άλλες παρόμοιες μονάδες, για να αποτελέση μαζί τους ένα αριθμημένο πλήθος· γίνεται κοινωνός της δόξης του Θεού. Αυτό είναι το μέγα έλεος του Κυρίου, που κινεί τους πιστούς σε δοξολογία του ονόματός Του. Ο πιστός λέει “δόξα Σοι” στον ακένωτο πλούτο της ταπείνωσης, της αγάπης και της αγαθότητος του Θεού.
Καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το δοξαστικό των Χριστουγέννων την μεγάλη αμαρτία του Παπισμού, αλλά και όσων διακατέχονται σε ποικίλους βαθμούς από την νοοτροπία του, οι οποίοι εκκοσμικεύουν την Εκκλησία, υποτάσσοντας την ποιμαντική της σε κοσμικές νοοτροπίες και σκοπιμότητες. Αρνούνται την Δεσποτεία της Θεότητος - κενώνουν τον σταυρό του Χριστού - για να κρατήσουν στα χέρια τους ένα σκήπτρο με την απατηλή λάμψη της εγκόσμιας βασιλείας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου