Του Φάνη Μαλκίδη
Λέκτορα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Είναι γεγονός ότι οι μεταπολεμικές πολιτικές ελίτ της Ελλάδας ήταν εχθρικές έναντι της μνήμης, της ταυτότητας και της γνώσης. Η κοινή ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων με ξένα, αποξένωσε τον ελληνικό λαό από την ιστορική του πορεία και τον οδήγησε σε μία συναισθηματικού ή φολκλορικού τύπου προσέγγιση της καταγωγής του.
Γι΄ αυτό στην περίπτωσή μας, των Ελλήνων του Πόντου οι πολιτικοί τελείωναν τα λογύδρια τους με το «η Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθείν και φέρειν κι άλλον» ή η ποντιακή ιστορία περιοριζόταν στη σέρα και το τικ. Για τη γενοκτονία και την ιστορική μνήμη ούτε λόγος και κυρίως ούτε πράξη να γίνεται.
Η δημοσίευση κειμένων και βιβλίων για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και τις χιλιάδες κρυφές άγνωστες ιστορίες της στη δεκαετία του 1980 έγινε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον από ανθρώπους όπως ο Μ. Χαραλαμπίδης, ο Κ. Φωτιάδης, ο Γ. Ανδρεάδης. Ο τελευταίος έδωσε μία άλλη διάσταση στην υπόθεση της γενοκτονίας- το 1994 αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο και δυστυχώς μέχρι σήμερα από κανένα ξένο- με τα έργα του ο Θόδωρον, η Τολίκα, η Ταμάμα. Στην Ταμάμα, η οποία έχει μεταφραστεί στην ποντιακή διάλεκτο και σε οχτώ γλώσσες, ανάμεσά τους η τουρκική και η κινεζική, βασίστηκε η ιστορική όπως αποδεικνύεται κινηματογραφική ταινία «Περιμένοντας τα Σύννεφα», η οποία σκηνοθετήθηκε από τη γεννημένη στην Τραπεζούντα Γεσίμ Ουστάουγλου, σε συνεργασία με τον Πέτρο Μάρκαρη.
Η Γεσίμ Ουστάουγλου, ανήκει στη μεγάλη ομάδα τούρκων πολιτών που μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία, τόσο στη γειτονική χώρα, όσο και στο εξωτερικό και έχει βραβευθεί ως καλύτερη ευρωπαϊκή παραγωγή το 1999 από το Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία της «Ένα ταξίδι στον ήλιο».
Το έργο «Περιμένοντας τα Σύννεφα» βασίστηκε στην αληθινή ιστορία της μικρής Ποντίας που επέζησε της γενοκτονίας ζώντας όμως δεκαετίες με άλλο όνομα στην Τουρκία και το οποίο ανέθρεψε μαζί με την κόρη του ένας Τούρκος αξιωματικός. Όταν πεθαίνει η θετή αδελφή της, αναπολώντας τα σύννεφα θυμάται το παρελθόν της και με τη βοήθεια ενός Έλληνα που επισκέφθηκε το χωριό της, ύστερα από πενήντα χρόνια ανακαλύπτει την αληθινή της καταγωγή και έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον αδελφό της.
Το έργο εγκρίθηκε στον αντίστοιχο διαγωνισμό ευρωπαϊκού κινηματογράφου, χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν τέσσερα χρόνια με το ποσό των 2,5 εκατ. ευρώ και την κινηματογράφηση ανέλαβε η εταιρεία Silk Road Film Production που εδρεύει στο Παρίσι. Το έργο έχει την πρωτοτυπία ότι παίζουν Τούρκοι, Έλληνες, Πόντιοι που ζουν στην Ελλάδα και Ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι ηθοποιοί, και οι διάλογοί τους παραμένουν όπως είναι πρωτότυποι. Σε κάθε χώρα, όπως και στην Ελλάδα ο θεατής θα παρακολουθεί την ποικιλία αυτών των διαλόγων με υπότιτλους στη γλώσσα της χώρας προβολής.
Το έργο μέχρι στιγμής συμμετείχε στο 23ο Πανευρωπαϊκό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κωνσταντινούπολης (Απρίλιος 2004), όπου τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο της επιτροπής του εθνικού διαγωνιστικού τμήματος, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Μόντρεαλ (Αύγουστος 2004), στο Φεστιβάλ της Κορέας (Οκτώβριος 2004), στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με τρεις προβολές (Νοέμβριος 2004), του Νέου Δελχί (Νοέμβριος 2005), του Βερολίνου (Φεβρουάριος 2005), ενώ έχει προβληθεί στην ‘Αγκυρα, στη Σμύρνη και την Τραπεζούντα!
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Ριζούντα και την Τρίπολη του Πόντου, στα Πριγκηπόνησα, στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, στο Επταπύργιο, στα χωριά της Δράμας, Μαρμαριά, Νικηφόρος και Υψηλή Ράχη καθώς και στην Καβάλα, στην παλιά πόλη και στο Υδραγωγείο. Η δημιουργία του έργου συνάντησε το ζήλο και το πάθος του παραγωγού Μπεχρούζ Χασεμιάν, ο οποίος δε φείσθηκε κόπων και εξόδων για την επιτυχία της παραγωγής. Στην ιστορική και φωτογραφική ενίσχυση του έργου συνέβαλλαν ο Δήμος Καλαμαριάς και το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού και ο καθηγητής Κώστας Φωτιάδης.
Μέσα από το έργο και τα πραγματικά γεγονότα που έχει καταγράψει, προβάλλεται ένα μέρος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και στοχεύει στην ιστορική αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων, ως βάση της πραγματικής φιλίας των λαών. Η αναγνώριση του διαπραχθέντος εγκλήματος, η συγνώμη από την τουρκική ηγεσία και λαό θα είναι ένα βήμα μπροστά για την αναγέννηση του τουρκικού λαού και την πορεία του προς την απελευθέρωση και τον εκδημοκρατισμό.
Τέλος, για τον γράφοντα η ταινία αποτελεί σημαντική στιγμή γιατί, επιτέλους, μπορεί να καταλάβει πραγματικά το ηλικιωμένο ζεύγος Αρμένιου και Πόντιας, με τους οποίους είδε μαζί στο Τορόντο του Καναδά μία άλλη κινηματογραφική ταινία, «Το Αραράτ», η οποία κατέγραφε τα γεγονότα της αρμενικής γενοκτονίας. Με ανάλογες ταινίες όπως το «Περιμένοντας τα Σύννεφα», μετά τους Αρμένιους ανοίγει ο δρόμος για την αποκατάστασης της μνήμης και για τους Πόντιους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ
Ο συγγραφέας Γεώργιος Ανδρεάδης, γεννήθηκε στις παράγκες της Καλαμαριάς, το 1936. Φοίτησε στο Κολέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ, με υποτροφία και μετά σπούδασε Πολιτική Οικονομία, στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία. Ασχολούμενος με τα εθνικά μας θέματα, έχει επισκεφθεί τη γη των προγόνων μας, στη Μαύρη Θάλασσα, 52 φορές, από το 1960 μέχρι το 1998 και έχει δημοσιεύσει 35 βιβλία μέχρι τώρα, σχετικά με το χώρο εκείνο, πολλά από τα οποία κυκλοφόρησαν και στην αγγλική, γερμανική, ρωσική, τουρκική και κουρδική γλώσσα.
Το βιβλίο του ΤΑΜΑΜΑ, βραβεύτηκε το 1992 στην Κωνσταντινούπολη, με το βραβείο ΙΠΕΚΤΣΗ, αλλά και απελάθηκε ο ίδιος από την Τουρκία, στις 5 Δεκεμβρίου 1998, εξαιτίας της επιρροής, που επέφεραν πέντε από τα βιβλία του, σε τουρκική έκδοση, στο χώρο της διανόησης και της νεολαίας, στη γείτονα χώρα.
Το Δεκέμβριο του 2000, η Ακαδημία Αθηνών, βράβευσε το συγγραφέα Γεώργιο Ανδρεάδη, δια χειρός του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου, δια το συγγραφικό του έργο, αλλά και δια την αφύπνιση των εναπομεινάντων εξισλαμισθέντων Ποντίων της Μαύρης Θάλασσας.
Στις 26 Απριλίου 2003, ο εκδοτικός οίκος ΕΛΝΤΟΡΑΝΤΟ, παρουσίασε στην αίθουσα τελετών του πολυτεχνείου, στο Εριβάν της Αρμενίας, την αρμενική έκδοση του έργου ΤΑΜΑΜΑ στην Σαγκάη, της μακρινής Κίνας, στην κινεζική γλώσσα. Η διακίνηση του βιβλίου ξεκίνησε στις 13 Αυγούστου 2004, με την έναρξη των Oλυμπιακών Αγώνων. Η πολυεθνική κινηματογραφική εταιρεία SILKROAD FILM PRODUCTION, με έδρα το Παρίσι, ανέλαβε τη μεταφορά σεναρίου, που βασίζεται στο έργο ΤΑΜΑΜΑ, παγκοσμίως στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το έργο φέρει τον τίτλο «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ».
Τα γυρίσματα και η τεχνική επεξεργασία του έργου, περατώθηκαν εντός του 2003, ενώ το έργο προγραμματίζεται, να τεθεί παγκόσμια, σε διακίνηση, το χειμώνα του 2004-2005. Το έργο συμμετείχε, στα παρακάτω παγκόσμια Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Τον Απρίλιο, στο 23ον Πανευρωπαϊκό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε το Πρώτο βραβείο. Στις 30 Αυγούστου, στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Στις 10 Οκτωβρίου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στην Κορέα.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης καθορίστηκε, για την περίοδο 19 με 28 Νοεμβρίου 2004 και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στο Βερολίνο, για τις 10 με 20 Φεβρουαρίου, 2005.
Στην κινεζική έκδοση του βιβλίου ΤΑΜΑΜΑ, ο συγγραφέας και η μεταφράστρια κυρία Σου Κάϊ, εκχώρησαν τα δικαιώματα τους, υπέρ της ίδρυσης, Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού, στη Σανγκάη. Τα συγγραφικά δικαιώματα της τουρκικής έκδοσης, έχουν εκχωρηθεί στην ΟΥΝΕΣΚΟ, για την αναστήλωση της ιστορικής Μονής ΣΟΥΜΕΛΑ, στον Πόντο.
“Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε.
480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους:
Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.)
Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό….
Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές. “
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου