Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Το φευγιό...
Η βαλίτσα απέναντι του. Χώρεσε τα απαραίτητα, σκέφτηκε. Ποια είναι τα «απαραίτητα»;
Οι φανέλες; Τα κοστούμια; Οι στιγμές; Τα σ’αγαπώ ; Τα «για πάντα»; Τα γέλια ; Τα χάδια του μικρού; Χωράνε όλα σε μια βαλίτσα;
Αναψε τσιγάρο. Δίπλα του η σκάλα.. πόσα σκαλοπάτια έχει; Δεν τα μέτρησε οχτώ χρόνια τώρα.
Και αυτά τα κάδρα.. τα προσπερνούσε ένα.. δυο.. δέκα ήταν.
Πότε έγιναν όλα ξένα; Ποια στιγμή άρχισε να απορρίπτει, να ρίχνει στόρια.. να έρχεται το πούσι
της θολούρας; Δύσκολή απόφαση να φύγει με εισιτήριο ληγμένο..
Η στάχτη έπεσε στο πάτωμα και την σκόρπισε με το πόδι.
Το δωμάτιο του μικρού.. το δικό τους.. Ανοιχτές οι πόρτες να ξεπηδούν οι στιγμές..
Τότε που την έφερε αγκαλιά με το νυφικό.. που η ευτυχία δεν είχε όρια. Το άρωμα της.. το νυχτικό ακουμπισμένο στην καρέκλα..
Τα παιχνίδια σκόρπια στο πάτωμα, το κρεβάτι ξέστρωτο και η ζελατίνα από την γκοφρέτα ακουμπισμένη στο κομοδίνο.. έσφιξε το πόμολο και οι αρθρώσεις άσπρισαν από τη δύναμη.
Χάιδεψε απαλά τα σεντόνια του και έχωσε το κεφάλι στο μαξιλάρι του να τον ανασάνει.. να τον έχει δικό του. Αγκάλιασε το μπουφάν και το πετούσε ψηλά σαν να ήταν μέσα το κορμί του…
Εεεεε ώπα! Του ξέφυγε ένα γέλιο ανάμεσα στους αναστεναγμούς.
Ξεκρέμασε μια ζωγραφιά με τους τρεις πιασμένους χέρι- χέρι και έναν ήλοι τεράστιο. Το δίπλωσε και το έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού εκείνη που ακουμπούσε στο μέρος της καρδιάς.
-Θα φύγω να μη με δει κανείς! Εγραψε σ’ένα χαρτί λόγια σκόρπια να τους εξηγήσει τη φυγή του.
Απολογίες, δικαιολογίες, εξηγήσεις δίχως ειρμό. Θα καταλάβουν; Ισως….
Είχε λιώσει το κορμί του. Οι τύψεις ισχυρές, ικανές να τον κάνουν σκιά.. να τον αφανίσουν..
-Θα με ψάξουν αλλά εξηγήσεις δεν θέλω να δώσω, η λογική τους με σκοτώνει..
Εσυρε τη βαλίτσα στο κάτω πάτωμα.
Σωριάστηκε στον καναπέ.. κουλουριάστηκε.. να γίνει έμβρυο να χαθεί εκεί από όπου ξεκίνησε..
Κοιτούσε γύρω του την απόλυτη τάξη.. έτσι ήταν μέχρι πριν λίγο καιρό η ζωή του..
Ξεδιπλώθηκε και έψαξε το χαρτί της μετάθεσης. Τόπος προορισμού ένα νησί της άγονης γραμμής.
Ο γιατρός που θα πάλευε με ξεχασμένους ταλαίπωρους ανθρώπους να σώσει ζωές..
Ειρωνεία; Λύτρωση; Θα δείξει…
Αναψε όλα τα φώτα, δεν έκλεισε τα πατζούρια να φωτίζει..
Εκλεισε την πόρτα πίσω του.
……………………………………………………………………………………………………….
Σάββατο πρωί και δεν είχε εφημερία. Ετοιμάστηκαν για εκδρομή στο σπίτι της μάνας του..
Ο μικρός πήρε τα παιχνίδια του και εκείνη τα δώρα.
Το φορτηγό που έχασε τον έλεγχο.. τα φρένα.. οι σειρήνες.. Η ΣΙΩΠΗ..
γιαγιά Αντιγόνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου