Το όνομά σου είναι σα λουλούδια. Σαν πουλιά που κελαηδάνε όλα μαζί ένα ανοιξιάτικο πρωί.
Έτσι της έλεγε και τη χάιδευε με τα μάτια του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της ντάτσας τους στα περίχωρα της Μόσχας, καθώς εκείνη χτένιζε τα κατάξανθα μαλιά της, όρθια δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.
Αυτό το ηλιόλουστο όνομα ήταν που τον έφερε κοντά της.
Βαστώντας με το γερό χέρι τον αγκώνα του άλλου, του χτυπημένου, κοίταξε τις διπλανές πόρτες των γιατρών στο διάδρομο του ήσυχου νοσοκομείου. Τώρα πια ούτε που θυμάται τι όνομα έγραφε η άλλη. Στην δική της πόρτα, το όνομά (της) του φάνηκε έξαφνα σαν μια αγκαλιά λουλούδια που μοσχομύρισε και τύλιξε τον πόνο του. Υπνωτισμένος, χτύπησε την πόρτα και μπήκε.
Έτσι, αυτή μπήκε στη ζωή του. Έτσι μπήκε ο ένας στη ζωή του άλλου. Από ένα χτυπημένο χέρι κι ένα τραγουδιστό όνομα.
Μηχανοδηγός σε ένα από τα έργα ανέγερσης γύρω από τον περιφερειακό δρόμο της Mόσχας ήταν. Αλλά τα μάτια του ήταν πιο γαλάζια απ'τον ουρανό κι εκείνη χάρηκε που φωτίστηκε το βαμμένο με λαδομπογιά δωμάτιο από την παρουσία του. Κι αυτός, μόλις την είδε-μόλις την άκουσε να μιλάει, δεν ήξερε πια να πεί αν ήταν η φωνή της που κελαηδούσε ή το όνομά της.
Έ, ποιός μπορεί να πει πόσο να κράτησαν αυτά τα λουλούδια; τα ζεστά δέρματα στα λευκά σεντόνια, τα κρυστάλλινα γέλια τους; (Πόσο βαστάει η ευτυχία;)
Τώρα, η ευτυχία τους έχει άλλη βαρύτητα. Μετριέται (μετριέται άραγε;) σε λευκόχρυσο, σε ακίνητα, σε μετοχές. Εκείνη ακόμα είναι -φυσικά- γιατρός, ακόμα είναι (φυσικά;) ξανθιά, μα ότι έχει επάνω της έχει βάρος. Eίναι ολόκληρη ένα βάρος-απέξω κι από μέσα της.
Κι εκείνος; τον βλέπεις και νομίζεις πως ποτέ, ποτέ δεν ήξερε τι θα πει χαμόγελο, ανοιξιάτικο πρωινό, τραγούδι.
lemon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου