Του Ηλία Προβόπουλου
Η τέχνη «του στρίβειν» να στρίβεις δηλαδή τσιγάρο με καπνό από το χωράφι σου, του γείτονα ή του συγχωροανού η οποία σαφώς και απέχει κατά πολύ από τη σημερινή μαϊμουδιά που υπαγορεύει ο συσκευασμένος καπνός και τα σχετικά με αυτόν χαρτάκια, φιλτράκια και μηχανάκια που κατέκλυσαν τα περίπτερα.
Το καλό τσιγάρο λοιπόν ήθελε πρώτα – πρώτα προσεκτικό κόψιμο των φύλλων πάνω σε ένα καθαρό ξύλο. Μοσχοβολούσε ο τόπος σαν ακούμπαγε η ακονισμένη κόψη του μαχαιριού πάνω στον καπνό που έτριζε κάτω από τα δάχτυλα του ανθρώπου που έκοβε ίσια – ίσια να γεμίσει την καπνοσακούλα του για να μην ξεθυμαίνει.
Από αυτό το ξανθό συννεφάκι που παραμέριζε από τα φύλλα με το κοφτερό μαχαίρι, έπιανε με τα δάχτυλά του μια μικρή τούφα που σπαρταρούσε σαν ζωντανή και την έστρωνε μέσα σε ένα κομμάτι χαρτί το οποίο καμιά φορά μπορούσε να είναι και από παλιά εφημερίδα επειδή για κάποιο λόγο, ήταν αποκλεισμένος από τις αρχές στην παραχώρηση τσιγαρόχαρτου με το οποίο έλεγχαν τους καλλιεργητές. Σαφώς με την εφημερίδα η γεύση του καπνού δεν ήταν καλή, αλλά μπροστά στην ανάγκη δεν υπήρχαν υποχωρήσεις. Πολλοί έστριβαν τον καπνό τους σε φύλλα καλαμποκιού τα οποία ομολογώ έδιναν μια άλλη γεύση, πιο ωραία από την εφημερίδα στο τσιγάρο και ήταν πιο προσιτά καθώς όλα τα χωράφια ήταν γεμάτα από καλαμπόκια.
Αφού δίπλωνε ο άνθρωπος το χαρτί τοποθετούσε μέσα στο αυλάκι τον ψιλοκομμένο καπνό και με αποφασιστική κίνηση με τη γλώσσα του σάλιωνε την μια άκρη του και το έστριβε με προσοχή μέχρι να κολλήσει. Ανάλογα με την επιδεξιότητά του ο καθένας έφτιαχνε χοντρά ή ψιλά τσιγάρα και συχνά έστριβε και για την παρέα. Κανένας δεν έλεγε όχι και φυσικά κανένας δεν είχε πρόβλημα να βάλει στο στόμα του τσιγάρο σαλιωμένο από τον άλλο γιατί απλά δεν είχε ακόμα προβληθεί ο φόβος για μικρόβια και κολλητικές ασθένειες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου