Σύγχρονο αντιπαραμύθι
Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ
1983 μ.Χ.
Μια κόρη, ας πούμε πως την έλεγαν Μαρία, γεννημένη σε μια δροσόλουστη κωμόπολη της Κρήτης, βρίσκεται στην Αθήνα για σπουδές. Ο πατέρας φτωχός εργάτης, η μητέρα της, εργαζόμενη κι αυτή. Μεροδούλι-μεροφάι, αλλά το «δόξα σοι, ο Θεός!» δεν λείπει από το στόμα τους.
Όμορφη η Κρητικοπούλα! Ο λαμπρογάλανος ουρανός της Κρήτης κ’ η νταντελοπλουμισμένη θάλασσά της, κ’ οι ζέφυροι και τα μαϊστράλια, λες κι έβαλαν τα δυνατά τους να την κάμουν σωστή ζωγραφιά!…
Από τα βάθη της Ανατολής, από χώρα εξωτική, ένα πριγκιπόπουλο, γιός ενός Μαχαραγιά, ένας νιός με περίσσια κι εκείνος ομορφιά, έρχεται στην Αθήνα από το Λονδίνο όπου σπούδαζε. Αντάμωσε το πριγκιπόπουλο της Ανατολής την κόρη της λεβεντογέννας και, όπως στα παραμύθια, μια μεγάλη αγάπη τους ένωσε! Την κόρη του εργάτη και τον γιό τού Μαχαραγιά! Μια θερμή αγάπη, που βάδιζε γοργά για γάμο…
Σε κάμποσο καιρό, ο Μαχαραγιάς πατέρας του παλληκαριού κάλεσε στη μακρινή πατρίδα του τους γονείς της Μαρίας νάρθουν μαζί με τα παιδιά, να γνωριστούν, να τους φιλοξενήσουν και να ετοιμάσουν και το γάμο. Φθάνοντας οι Κρητικοί στον τόπο του γαμπρού, στο παλάτι των «συμπεθέρων», νόμισαν πως ονειρεύονται. Κήποι, σωστές ζωγραφιές!… Λιμνούλες, πίδακες, πουλιά πολύχρωμα, λουλούδια κάθε λογής!… Σάλες παραμυθένιες! Διάκοσμος, που μόνο σε όνειρο μπορούσαν να δουν… Πλημμύρα από υπηρέτες! Χαμόγελα από γύρω-γύρω. Βασιλικά έξοδα και περιποιήσεις… Ζαλίστηκαν οι άνθρωποι από τη «χρυσή τύχη» της κόρης τους!
-Ποιος θα μας το ‘λεγε, παιδί μας, πως μια μέρα θα γινόσουν η βασιλοπούλα του παραμυθιού!…
Ήρθε η ώρα να κουβεντιάσουν για το γάμο. Η Κρητικοπούλα ρωτά:
-Πώς θα μας στεφανώσει ο πάπας, εμένα Χριστιανή κι εσένα Μουσουλμάνο;
-Ξέρεις, λέει κάπως δειλά το παλληκάρι, για να γίνει ο γάμος μας πρέπει ν’ αφήσεις την πίστη σου και να γίνεις Μουσουλμάνα! Εγώ δεν μπορώ ν’αλλάξω πίστη! Αν πω ότι αρνούμαι το Ισλάμ, χάνω τα δικαιώματά μου, την πατρική μου κληρονομιά, χάνω τα πάντα!.. Αν μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια, άφησε το Χριστιανισμό κι έλα στην πίστη του Προφήτη!…
-Το ξέρεις δα πως σ’ αγαπώ και πως για το χατίρι σου άφησα τον τόπο μου κ’ ήρθα στον δικό σου. Μα μου ζητάς πράγματα που δεν γίνονται!.. Είμαι φτωχή και άσημη. Ναι!… Μα είμαι Χριστιανή! Η πίστη του Χριστού είναι η κληρονομιά μου, ο πλούτος μου! Είμαι Ρωμηά κι Ορθόδοξη! Στο σπίτι μας δεν έσβησε της πίστης το καντήλι,,. Δεν είμαι ούτε αγία, ούτε αναμάρτητη. Μα ξέρεις, δεν μπορώ να πάρω αψήφιστα ούτε τη βάφτισή μου, ούτε τη «μεταλάβωση» που πήρα από παιδί στην Εκκλησία… Δεν γίνεται αυτό που μου γυρεύεις! Θα μείνω Χριστιανή. Δεν μπορείς να γίνεις κι εσύ Χριστιανός, να σώσουμε την αγάπη μας;
-Δεν δέχεσαι, λοιπόν; Λυπάμαι!… Χαλάλι σου, αγόρι μου, κ’ η ομορφιά σου, κι ο έρωτάς σου. κ’ η λεβεντιά σου και τα πλούτη σου!… Χαλάλι σου όλα!… Να ‘σαι καλά, παλληκάρι μου!…
…Σε δύο μέρες το αεροπλάνο έφερε τη Μαρία και τους γονείς της στην Αθήνα. Η περιπέτεια, ή -αν θέλετε- τ’ όμορφο όνειρο, τέλειωσε…
1985 μ.Χ.
Η Μαρία, παντρεμένη μ’ ένα ευλογημένο παλληκάρι, ένα Ρωμηόπουλο, χαίρεται το στεφάνι της, τον ταπεινό της τόπο, την «έντιμον πενίαν» της (όπως θάλεγε κι ο Παπαδιαμάντης) και πιο πολύ τη γλυκεία γαλήνη της συνείδησής της…
Ποιός είπε πως έλειψαν στις μέρες μας οι φίλοι κι ομολογητές του Χριστού;…
Οσμή ζωής, εκδ. Άθως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου