Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Το νέο κρυφό σχολειό

του Γιάννη Σιδέρη

Μένω κάπου στο κέντρο επειδή είναι πρακτικό για τη δουλειά μου και γιατί βαριέμαι να ψάξω αλλού. Γειτονιά παραδοσιακών αθηναίων παλιά, στη συνέχεια φοιτητών και μετά Aλβανών - οι φοιτητές στους καιρούς της δανει-α-κής άνεσης μετακόμισαν σε πιο σικ περιοχές!

Καθότι από χωριό, ο καφές στο καφενείο είναι για μένα σταθερή αδιαπραγμάτευτη αξία (τούρκικος βέβαια, πόθεν ελληνικός;) συνάμα με τσιγάρο («είναι μεράκι, με συνδέει με τα νιάτα μου, τους έρωτές μου, τη φύση, τα ταξίδια», έλεγε η Μελίνα στον Δ. Γκιώνη, όταν, όντας άρρωστη, την ρώτησε γιατί συνεχίζει να καπνίζει).

Οι Aλβανοί της γειτονιάς, πριν πέσει η οικοδομή, έρχονταν στο καφενείο, τους κέρναγα καμιά μπύρα που και που, κέρναγαν κανα τσίπουρο και αυτοί. Όταν το έφερνε η κουβέντα, τους έλεγα την άποψή μου, ότι κακώς τους άφησαν και ήρθαν στην Ελλάδα, γελούσαν αυτάρεσκα, ναι αλλά είμαστε εδώ λέγαν, πιες τώρα ένα τσιπουράκι, κερνάμε ώσπου να μας διώξεις, όχι σας κερνάω εγώ και να΄ ναι, το τελευταίο σας στη χώρα έλεγα, και γινόταν πλάκα.

Η οικοδομή έπνευσε τα λοίσθια, η πελατεία των αλβανών εξαφανίστηκε. Μαζεύονται πιο πέρα, στο ψιλικατζίδικο ενός βορειοηπειρώτη και πίνουν τη μπύρα 1,20 Ευρώ το μπουκάλι, όρθιοι στο πεζοδρόμιο ή καθισμένοι σε καφάσια. Στο καφενείο έμειναν οι παραδοσιακοί, ελάχιστοι πελάτες του: Συνταξιούχοι 70, 75. 80 και πλέον χρόνων. Και ύστερα ήρθε η καπνοαπαγόρευση. Άνθρωποι τέτοιας ηλικίας, πρόσωπα του μόχθου, που είχαν μάθει το τσιγαράκι από την εποχή που νέα παιδιά κάπνιζαν τριμμένη φλούδα κέδρου τυλιγμένη σε εφημερίδα επειδή δεν είχαν φράγκο, πρέπει να υπακούσουν τώρα στο νόμο της κας Μαριλίζας που ήρθε από τας Ευρώπας (και ο νόμος και η κα Μαριλίζα). Την Παρασκευή το βράδυ είχε ψυχρίτσα αρκετή για τις αντοχές τους, έπαιρναν το μπαστουνάκι τους, κούμπωναν το σακάκι και έβγαιναν έξω από το καφενείο για να καπνίσουν όρθιοι στο πεζοδρόμιο. Τους έβλεπες και αναρωτιόσουν, καλά τώρα αντέχουν ακόμα τον καιρό, το χειμώνα πως θα τη βγάζουν;

Ίσως η αποστειρωμένη κυβέρνηση Παπανδρέου –τι κυβέρνηση και αυτή, δυο τρεις μόνο καπνίζουν από τους 48- θα τους πει το πολιτικώς ορθόν, να κόψουν το τσιγάρο, τώρα στα 70 και 80 τους, γιατί κάνει κακό στην υγεία (ενώ το κόψιμο της σύνταξης κάνει καλό, θα γλυτώσουν και από τις χοληστερίνες), ή θα συνεχίσει να τους λέει χειμωνιάτικα να βγαίνουν στο πεζοδρόμιο και ας τους θερίζει το ψωφόκρυο!

Σημείωση: Σαφώς και ξέρω από πρώτο χέρι ότι η απαγόρευση είναι μια πλανητική υστερία, την έχω υποστεί άλλωστε προσωπικώς παντού, αλλά συχνά καταντάει φαρσοκωμωδία. Για παράδειγμα πριν τρία τέσσερα χρόνια στην πολύ βρώμικη Ινδία, στο παλιό αεροδρόμιο του Δελχί, που ήταν χειρότερο από επαρχιακό ΚΤΕΛ της δεκαετίας του 20 στην Ελλάδα και όπου σιχαινόσουν να καθίσεις στους λερούς καναπέδες γιατί ένιωθες ότι όλο και κάποια εξωτική αρρώστια θα κολλούσες, δεν είχε έστω ένα χώρο 2 επί 2, για όσους γουστάρουν να δηλητηριάζονται από τον καπνό. Φέτος στην Σρι Λανκα, στην όμορφη επαρχιακή πόλη Κάντυ, σε έπιανε ο βήχας (κυριολεκτώ) αναπνέοντας το πολύ πυκνό καυσαέριο των οχημάτων, ειδικά των αστικών λεωφορείων, έτσι που δημιουργούσαν μια ομίχλη μόνιμη στους δρόμους. Εκεί λοιπόν που τσούζαν τα μάτια και πνιγόσουν από το καυσαέριο, απαγορευόταν να περπατάς και να καπνίζεις. Ούτε κατά διάνοια βέβαια στο εσωτερικό των κτηρίων!

«Eμείς ανήκουμε στον πολιτισμένο κόσμο» , ακούω τους υποστηρικτές του μέτρου. Μα φυσικά ανήκουμε (όσο ανήκουμε, μην παίρνετε και όρκο) , αλλά με ποιους ρυθμούς ζωής; Είμαστε μια χώρα όπου το καφενείο (στην επαρχία για όλους, στην Αθήνα κυρίως για τους συνταξιούχους) είναι τρόπος ζωής και χώρος κοινωνικής συνύπαρξης. Ως λαός πηγαίνουμε πιο συχνά σε μπαρ και ταβέρνες, όταν έχουμε, όσο έχουμε, λεφτά και καθόμαστε πολύ περισσότερο χρόνο σε αυτά από οποιοδήποτε άλλο λαό στη γη. Αυτοί είμαστε και με βάση αυτό που είμαστε πρέπει να ορίζονται τα μέτρα.




Ο κυβερνητικός παραλογισμός έφτασε και στη διάθεση επιβολής προστίμου, αν ενήλιξ βλάξ καπνίζει σε αυτοκίνητο και μέσα υπάρχει παιδί ως 12 ετών. Πως θα ξέρει το όργανο της τάξεως την ηλικία του παιδιού, αν είναι 13, 12 ή 11 για να κόψει πρόστιμο; Βγάζουν ταυτότητα τόσο μικρά και μου διέφυγε; Θα έχει ο γονιός πάντα μαζί του κανα χαρτί μαιευτηρίου; Και αν ο ενήλιξ βλάξ καπνίζει σπίτι του χειμωνιάτικα με μικρά παιδιά και κλειστά παράθυρα, δεν θα πρέπει να μπουκάρει η αστυνομία και να τον χαρατσώσει; Ή εκεί ο καπνός είναι ακίνδυνος;


Ας ξαναγυρίσουμε στο καφενείο. Παρασκευή βράδυ λοιπόν, εξοντωμένος από τη δουλειά δεν άντεχα την ορθοστασία αλλά τι να κάνεις; Δυο συνταξιούχοι κάπνιζαν ήδη όρθιοι στο πεζοδρόμιο, ο ένας 82χρονος, ακουμπισμένος στην μαγκούρα του, παλιός αμοβολιστής - αυτού κι αν έχουν φάει τα πνευμόνια σκόνη. Ο καφετζής δεν αντέχει να τους βλέπει έτσι, μας καλεί μέσα, κλειδώνει την πόρτα, τραβάει τις κουρτίνες, κλείνει τα κεντρικά φώτα, η μια πλευρά του μαγαζιού τζαμαρία, φωτιζόταν από το δρόμο, μας δίνει βρεγμένες χαρτοπετσέτες ως …τασάκια για την στάχτη. Φέρνει το τσίπουρο και το μεζέ και μεις πίνοντας, καπνίζουμε παράνομα τα τσιγάρα που αγοράσαμε νόμιμα και από τα οποία το κράτος εισπράττει περίπου το 85% της τιμής ως φόρο!

Ευχάριστη η ατμόσφαιρα, τα γερόντια έχουν ύφος σχολιαρόπαιδων που κάναν σκανδαλιά στο δάσκαλό τους, τους λέω για την ποτοαπαγόρευση αλλά αδιαφορούν, είναι έξω από τις παραστάσεις τους. Μπα, εδώ αναστήσαμε το κρυφό σχολειό, λέει ένας τους και έσκασαν τα γέλια.

ΥΓ. Κε Λοβέρδο: Γιατί δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν καφενεία , μπαρ, ταβέρνες, εστιατόρια μη καπνιστών, να μην τους βλέπουμε και να μην μας βλέπουν;

ΥΓ 2: Κε Λοβέρδο, υπάρχει ανοιχτή γραμμή καταγγελιών για τους εγκληματίες που καπνίζουν. Για τους εγκληματίες που ρυπαίνουν πόσες ανοιχτές γραμμές υπάρχουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια: