πάνω που κόμπιασε η βροχη, ξεμύτησε ένας ήλιος
κι αιτία ανήμπορος να βρει, μ'έριξε στη φωτια
στο κατευώδιο μιας ευχης, έγινε η νύχτα φίλος
σφυράω τρεις, κι ανάποδα, πορεία για το Νοτια
γαλάζιος φάρος στο γκρεμο, και γράφω μιαν αράδα
είναι μια ανάσα μακρυα; για εκατο οργιες;
νύμφη από ήχο, πού'κλαιγε κι έβγαζε σοροκάδα
γέλιο από κύμμα, πού'σκαγε και μ'άφηνε πληγες
χάδια απο ιδρώτα αβάφτιστα, φιλια που δε νογάνε
στον κάβο στρίβω, και βαρω της θάλασας ρυθμους
τι έχασε; τι κέρδισε; ποια τρέλλα μου χρωστάνε;
πάω να μετρήσω τη καρδια, χάνω τους αριθμους
τόξο από χρώμα, και οσμη βρόχινη, σα θυμάρι
γεύση από μέλι και γυαλο σε ψίθυρου ορμη
αν θέλει λύτρα ο θεος, ας έρθει να τα πάρει
γυμνος, χωρις αποσκευες, βουτάω στη στιγμη...
τι κάνει ένα ψιλόβροχο...
κι ένα βλέμμα στο χρώμα τ'ουρανου
σαν εκείνο εκει, στο βάθος...
Ενυδρείον
κι ένα βλέμμα στο χρώμα τ'ουρανου
σαν εκείνο εκει, στο βάθος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου