Τέτοιες μέρες άρχιζε η προετοιμασία της υποδοχής του χειμώνα.
Κάποιες δεκαετίες πριν..
Ανοιγαν τα μπαούλα. Οι πλεχτές κουβέρτες, τα πολύχρωμα χράμια, οι κουρελούδες του αργαλειού, μετακόμιζαν στη ταράτσα να απλωθούν στα σχοινιά να τα «δει» ο ήλιος, να πάρει τις μυρωδιές..
της ναφθαλίνης.
Τα βαριά στόρια για τα παράθυρα..
Τα χοντρά ρούχα, με τα μουντά χρώματα, να κρεμαστούν στις σκαλιστές ντουλάπες με τον καθρέφτη στη μέση.
Γενική καθαριότητα. Πλυσίματα και τρίψιμο στα σανίδια της σάλας. Και το γυάλισμα με την μυρωδιά του λούστρου. Το βελούδινο τραπεζομάντηλο..
Πόρτες που έχασκαν στο μπες-βγες των νοικοκυράδων και οι αυλές που σαν πιο μικρές μου φαίνονταν.
Πώς μίκραινε ο χώρος;
Ποιος φόβος τον έκανε θλιβερό;
Η γιαγιά Παναγιώτα βαρούσε με τον ξύλινο κόπανο τα στρώματα αμίλητη με βιάση. Το χαμόγελο σβησμένο…
-Αχ, πουλάκι μου, θα αρχίσεις να κρυώνεις και το κρύο δε νταγιαντιέται..
Θυμόταν τον Γεράσιμο που τα χρόνια του μαραίνονταν στην εξορία…
-Τα καλοκαίρια τον νοιώθω πιο λεύτερο, τον χειμώνα τον φοβούμαι. Τον σκέφτομαι κουρνιασμένο και δεν τ’ αντέχω.
Το τσαλακωμένο μαντήλι έκανε διαδρομές τσέπη, μάτια.
Κρύβαμε τη στεναχώρια της μη την μάθει ο γείτονας..
Ισως το δάκρυ της Παναγιώτας να στοίχειωσε τους χειμώνες μου..
Θέλω Φως, δεν μπορώ τα σκοτάδια..
Δεν είναι που κρύβεται ο ήλιος, είναι που κρυώνει η ψυχή..
Είναι που οι Γεράσιμοι κρυώνουν ακόμα…
γιαγιά Αντιγόνη
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Πολύ τρυφερό...
Δημοσίευση σχολίου