… Νύχτα κατέβηκε στη Μάνη. Πεζός, αλαφροπάτητος και αμίλητος. Προχωρώντας μόνο στις σκιές και στα σκοτάδια, όπως κάνουν τα αγρίμια που βγαίνουν για να κυνηγήσουν. Σουρούπωνε, όταν μπήκε σαν τον αρχάγγελο του θανάτου στο κονάκι των Μιχοπουλαίων. Την ώρα που η γριά σταύρωνε το καρβέλι για να το κόψει, κάνει ‘‘μπραγκρ!’’ η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Λεωνίδας Λεωτύχης.
Τα ρουθούνια του είναι ανοιχτά σαν της πεινασμένης γάτας. Κρατάει όπλο στα χέρια του και, χουγιάζοντας, τους δένει όλους. Μόνο τη γριά δεν τη δένει. Τη σηκώνει με το μικρό του δαχτυλάκι, σαν μαύρο μπόγο από τσεμπέρια και μαύρα σκουτιά, και την απιθώνει στο σκαμνί δίπλα στο τζάκι, να καψαλίζει ψωμί. Η γριά είχε δει πολλά φονικά στη ζωή της – και μέσα στο σπίτι της και έξω από αυτό, και στην Αγία Γραφή ακόμη. Ξέρει καλά ότι το αίμα είναι ένα πράγμα μυστήριο. Ένα πράγμα που μαγνητίζει το σίδερο και θέλει να το γλείψει στην κόψη. Γι’ αυτό και κάθεται σοφή και πανάλαφρη στο παραγώνι. Ρίχνει φετούλες ψωμί στη θράκα, κουνάει το κουκουλωμένο της κεφάλι μπρος πίσω και μοιρολογάει χαμηλόφωνα.
Ο Λεωνίδας Λεωτύχης κλοτσάει τους υπόλοιπους στην κοιλιά και στο κεφάλι. Αφήνει το όπλο όρθιο πίσω από την πόρτα, βγάζει από το ζωνάρι το μαχαίρι, γονατίζει και, με σίγουρες κινήσεις, σκίζει ένα ένα τα ρούχα και τα μεσοφόρια της Αρετής Μιχοπούλου, της μοναχοκόρης. Ύστερα της ανοίγει τα σκέλια ξεδιάντροπα και την αφήνει έτσι, μέχρι που ο αέρας του σπιτιού αρχίζει να μυρίζει ξινή κολοκυθόπιτα και τη ζεστή και κόκκινη μυρωδιά που έχει το πρήξιμο. Και τη κοιτάει εκεί. Ο ήρωάς μας είναι μόνο δεκαέξι χρονών. Θέλει να δει πώς είναι οι γυναίκες εκεί κάτω. Βλέπει και θαμπώνεται. ‘‘Σαν εκκλησία είναι!’’ σκέφτεται φωναχτά από μέσα του. ‘‘Σαν εκκλησία που ανασαίνει!''.
Ο πατέρας της Αρετής, αν και δεμένος, βρίσκει τον τρόπο να μασουλάει τα μουστάκια του. Τη βρίζει ‘‘πουτάνα’’, γιατί ένα κορίτσι, και μάλιστα από σόι Μιχοπουλαίικο, δεν κάθεται έτσι να την καβαλήσουνε, έστω και με μαχαίρι στο λαιμό.
Όμως, η Αρετή δεν είναι κορίτσι. Εδώ και πέντε μήνες έχει πατήσει τα είκοσι τρία και είναι ακόμη στο ράφι, με την τρυφερή παρθενιά της στα αζήτητα. Και αυτό, γιατί εκείνο το κέρατο, ο πατέρας της, που τώρα κάθεται και αφρίζει ότι είναι ‘‘πουτάνα’’ κι ότι τα θέλει το ‘‘βρομόπραμά’’ της, κοίταζε τα ψηλά μπαλκόνια, κοίταζε τα βαριά ονόματα και το ‘‘συφέρο’’ από το πάντρεμα των περιουσιών. Δεν κοίταζε να κουκουλώσει κάπου την έρημη την Αρετή, που ήθελε να γεννήσει μωρά από τα δεκατέσσερά της, όπως είναι το πρέπον και το σωστό. Την Αρετούλα, που ζητούσε χαστούκια κι ανάποδες όχι από το δικό του χέρι, αλλά από χέρι ξένο, έτσι που ύστερα να μπορεί να του φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα. Κι όταν ο άντρας μαλάκωνε, εκείνη να έχωνε ολόκληρο ετούτο το ξένο χέρι κάτω από τις φουστάνες της, για να το ζεστάνει στις μυρωδιές της ξινής κολοκυθόπιτας που ανάβλυζαν από το πραγματικό της στόμα, το οποίο ποτέ δε λέει ψέματα – όχι όπως το άλλο, στο πρόσωπο, που όλο ψέματα λέει και την αλήθεια την έχει για ντροπή.
Κάνει μια έτσι τα δικά του βρακιά ο Λεωνίδας Λεωτύχης, τα κατεβάζει και την καπακώνει. Και ο πατέρας της Αρετής έχει ανασηκώσει το κεφάλι του και κοιτάζει τα έργα και τις ημέρες της θυγατέρας του. Και την κοιτάζει στα μάτια, να δει αν της αρέσει, της ‘‘παλιοπουτάνας’’, να τη βατεύουνε, που, αν δεν της είχε αδυναμία, θα την είχε σφάξει στο γόνατο από τότε που του τη φέρανε με ακόμη άδετο τον αφαλό, παρά να τη δει να δίνει την τιμή της έτσι παθητικά κι αναίμακτα στον πρώτο τυχόντα.
Ε, όχι και τόσο αναίμακτά… Η παρθενιά, όταν μείνει πολύ καιρό απείραχτη, γίνεται σαν το σφουγγάρι και μαζεύει μεγάλες ποσότητες αίματος εκεί. Γι’ αυτό και τις γεροντοκόρες τις πιάνει συχνά φαγούρα εκεί. Επειδή το αίμα που μαζεύεται κάνει το ‘‘αποκάτω’’ τους να πρήσκεται και να τις φαγουρίζει...
Μονάχα η μάνα της, η Μητρομιχοπούλαινα, ζει στο δικό της κόσμο. Κλαίει και, ανάμεσα στα σιγανά της αναφιλητά (να μην τους ακούσει η γειτονιά και βγούνε οι πομπές τους στο σεργιάνι), λέει στον Λεωνίδα Λεωτύχη:
«Τώρα που την ατίμασες, κοίτα να φανείς άντρας και να την πάρεις… Μωρέ, θα την πάρεις και θα πεις κι ένα τραγούδι… Και κοίτα μην αρχίσεις τα παζάρια για την προίκα, γιατί δεν ήρθες να τη ζητήσεις σαν άνθρωπος σωστός… Σταμάτα, ντε, σταμάτα αυτό το ‘‘ντούπου-ντούπου’’ πάνω της… Είναι κι άλλες γυναίκες εδώ μέσα και διαολίζονται μ’ αυτά τα πράγματα… Πάντως, σε καλό σπίτι θα μπεις, θυγατέρα μου…»
Η Μητρομιχοπούλαινα είναι Ζακυνθινιά, γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Τη Μάνη δεν την ξέρει καθόλου. Μονάχα τη ζει. Της είναι αδύνατον να τη ζει και ταυτόχρονα να τη φαντάζεται. Μισά, πράγματα βλέπει δηλαδή. Όμως η γριά που κάθεται στο τζάκι, αν και μισότυφλη, τα πράγματα τα βλέπει ολόκληρα. Γι’ αυτό και δε μιλάει καθόλου.Η Ζακυνθινιά βλέπει τον Λεωνίδα Λεωτύχη να χαλαρώνει τη δαγκωνιά που έχει πιάσει τη θυγατέρα της στο λαιμό. Τον βλέπει να σηκώνεται και να είναι ιδρωμένος. Τον βλέπει να σκουπίζει το όργανό του και τα χέρια του και τον θαυμάζει ακόμη πιο πολύ.
«Αν ερχόσουνα σαν άνθρωπος σωστός, να κάτσουμε να κουβεντιάσουμε, τζόγια μου, κι εμείς άνθρωποι είμαστε, ξέρουμε ότι αυτός είναι ο προορισμός του άντρα και της γυναίκας… Ούτε η Αρετή μας κάνει εξαίρεση, εδώ καν και καν μεγαλύτερες και… Θα σου τη δίναμε την Αρετούλα με την ευχή μας, όχι να κάνεις μπροστά στα μάτια μας ετούτες τις ντροπές, που μας κολάζουνε κι εμάς…»
Μα καλά, ντιπ δεν καταλαβαίνει αυτή η γυναίκα; Κι αν όχι, γιατί δεν παίρνει παράδειγμα από τη γριά, που είναι και παθός και μαθός; Παθός, γιατί τα πέρασε και η ίδια αυτά πριν από πενήντα χρόνια, και μάλιστα από τον παππού του Λεωνίδα Λεωτύχη, που ήταν κι εκείνος χ α ρ ι σ μ α τ ι κ ό ς, ο συχωρεμένος. Είχε δει και το ύστερα. Είχε δει και τον κομμένο λαιμό του πατέρα της.
Όπως ετούτη τη στιγμή κοίταζε η νύφη της, η Ζακυνθινιά, τον κομμένο λαιμό του αντρός της, έχανε αμέσως τη μιλιά της και γινόταν λιγότερο Ζακυνθινιά και πιο πολύ Μανιάτισσα...
***
... Ο Λεωνίδας Λεωτύχης σκούπισε τη ματωμένη μάχαιρά του στην πουκαμίσα του σφαγμένου, πήρε το τουφέκι που είχε αφήσει όρθιο πίσω από την πόρτα και χάθηκε αλαφροπάτητος μέσα στη νύχτα. Προτού, όμως, εξαφανιστεί, στάθηκε για μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο κι έριξε μια τρυφερή ματιά στην καταματωμένη κοιλιά της Αρετής, που εκείνη προσπαθούσε να σκεπάσει με τα κουρελάκια των ρούχων της.
Ούτε τις άλλες δύο γυναίκες πείραξε. Η ζωή της γριάς βρισκόταν στα δίχτυα του Θεού. Αυτός είχε το δικαίωμα να την κόψει ή να της πλέξει ακόμα μια ίνα, να αιωρηθεί κι άλλο το καντήλι της. Η Μητρομιχοπούλαινα τη γλίτωσε επειδή είχε ένα άδειο πράγμα στο κεφάλι της. Βέβαια, έπαιξε ρόλο και η ζακυνθινή καταγωγή της, γιατί η Μανιάτες σέβονται πολύ το έθιμο της βεντέτας, θέλουν να την κρατήσουν δική τους ολόκληρη, άσπιλη κι αμόλυντη, έτσι όπως την παρέλαβαν από τους προγόνους τους.
Να μην τους την πάρουν, για παράδειγμα, οι Αρκάδες και, μη ξέροντας τι πράγμα είναι, την κρεμάσουν τελικά τροκάνι στα τραγιά τους΄ οι Καλαματιανοί και τη στρίψουνε τσιγαριλίκι και τη φουμάρουν έως τζιβάνας΄οι Πυργιώτες και τη βγάλουν να κάνει πεζοδρόμιο με ξυραφιές στο μάγουλο΄ οι Αναπλιώτες και την τυλίξουν σε ζελατίνα και την πουλήσουν τεμαχισμένη σε μαγαζάκια τύπου GREEK ART΄ οι Πατρινοί και τη ρίξουν πάνω από τη θάλασσα, να παριστάνει τη ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου΄ οι Κορίνθιοι και την κρεμάσουν κόκκινο φανάρι έξω από το μπορντέλο της Λαΐδος. Κι άμα το πράγμα γίνει μόδα και μπούνε στο χορό και οι υπόλοιποι πάνω από το αυλάκι, τέρμα η βεντέτα, τα ’φαγε τα ψωμιά της. Μια δυο γενιές ακόμη, και θα ξεχαστεί η παράδοση, θα τη βλέπουμε μόνο σε λαογραφικά μουσεία και στις υπερβολές των εφημερίδων...
***
... Όταν το σκοτάδι κατάπιε τον Λεωνίδα Λεωτύχη, η γριά έπιασε με τα χεράκια της μια φέτα ψωμί από τα κάρβουνα, έκοψε με τα ούλα της (που είχαν γίνει σκληρά και κοφτερά σαν δόντια) μια δαγκωνιά ψωμί, την κατάπιε αμάσητη (μόνο την παπάρωσε λιγάκι με το σάλιο της) κι ύστερα, αφού έριξε το τσεμπέρι στους φτενούς της ώμους για να μαδάει ευκολότερα τα λιγοστά της μαλλιά, βγήκε ολοφυρόμενη έξω, να φωνάξει τους συγγενείς και τις μοιρολογίστρες...
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ‘‘Ο ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1998.)
Toυ Πάνου Σταθόγιαννη
1 σχόλιο:
Απίστευτη αφήγηση!
Απίστευτη!
Δημοσίευση σχολίου