Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Το τάβλι του..

Αγορασμένο κάπου στην δεκαετία του ’20.
Ηταν του παππού.
Ακόμα φαίνονται τα νερά του ξύλου και σαν το χαιδέψεις
θα νοιώσεις την κόλληση του των σκουρόχρωμων σημείων.
Τα πούλια του μόνο δυο έχει αλλαχθεί και τα ζάρια.

Τα καλοκαιριάτικα απομεσήμερα έβγαινε στην αυλή,
το ακουμπούσαν στο τραπέζι της αυλής,
με το εμπριμέ μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο,
έσερναν δυο ψάθινες καρέκλες, ο πατέρας με τον παππού,
που βαρούσε παλαμάκια στην γιαγιά,
σαν να ήταν γκαρσόνα, για τα καφεδάκια.
Εκείνη πάλι πάνω από την πετρογκάζ κρατώντας το μπρίκι
κουνούσε την κεφαλή:
-Αντε πάλι τα τάκα-τούκα να μας λολάνουνε..

Ερχόταν ο δίσκος με το δαντελωτό πετσετάκι,
τα φλυτζανάκια με την χρυσή ρίγα
στο χερούλι , τα πιατάκια με το γλυκό του κουταλιού
και τα ποτήρια με το δροσερό νερό.
Κούναγε με το χέρι ο Γιάννης τον βασιλικό να μοσχοβολήσει,
ακουμπούσε τα τσιγάρα, στο πλάι
και ήταν έτοιμος για την μεγάλη μάχη.
Δίπλα του η Νότα που την θεωρούσε γουρλού, λίγο να καθίσει
στα δεξιά του πριν βγει στο δρόμο για κουτσό.
-Μμμ, πάλι την γουρλού έφερες; Πάλι θα χάσεις Γιάννο μου!
-Ασε με ρε χριστιανή μου, με τη γρουσουζά σου!
Ο ίδιος καυγάς πριν αρχίσουν.
Και η επίπληξη του παππού γιατί το δικό του γλυκό
ήταν μισή μερίδα.
-Για να μη σου ανέβει ο ζάχαρος!
-Εσύ μου τον ανεβάζεις, με τις παρατηρήσεις σου ώχου καημένη!
Μπαίναμε ιδρωμένες να πιούμε νερό
και εκεί να μαλώνουν οι δυο τους...
-Πάντα το ζάρι με το μέρος σου πατέρα!
-Ε, μια ζαριά είναι η ζήση γιέ μου.
Αν την προκάμεις και την παρακαλέσεις θα είναι καλή για πάρτη σου.
Θέλει όμως γλύκα και όχι βιάση, σαν την
γυναίκα λίγο πριν την ρίξεις στο κρεβάτι!
-Σους καλέ σ’ ακούνε και μικρά παιδιά.. ήμαρτον!
Το στοίχημα ήταν μια δραχμή στο κάθε παιδί
να πάρουμε χωνάκι παγωτό.
Πόσες φορές ανοιγόκλεισε…
Πόσες φορές παταχτήκαν τα πούλια, από το χτύπο του τραπεζιού…
Στους χειμώνες οι μάχες δίνονταν στη τραπεζαρία,
με τα ρούχα τα χοντρά φορεμένα και την πόρτα
κλειστή να διαβάσουν τα παιδιά.

Εχει ακούσει αναλύσεις πολιτικές, δυσκολίες οικονομικές,
αναγγελίες γάμων, ερχομούς εγγονιών,
απώλειες αγαπημένων...
Εχει νοιώσει βουβό κλάμα και βροντερή χαρά!

Πόσο χαιδεύτηκε!
Τόσο που το ζηλεύω...
Σταμάτησε να ανοιγοκλείνει
όταν ο παππούς έκλεισε τα μάτια του..

γιαγιά Αντιγόνη