Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

“Τα ποιήματα της πνευματικότητος”


Α΄

Ένας άνθρωπος έστησε μια πνευματικότητα κοντά
στη θάλασσα. Ήταν από τσίγκο, σ’ ένα τελάρο ξύλινο
βαμμένο με λαδομπογιά. Το βράδυ την έριξε ο αέρας
και σκότωσε ένα περαστικό
1935

Β΄

Είχε πει πως η δική του πνευματικότης δε φοβάται
τίποτα, ήταν νέου συστήματος. Το τελάρο ήταν από ξύλο
εν συνδυασμώ με σιδερογωνίες. Ήταν ωραία και με-
γάλη, βαμμένη με ριπολίνα άσπρη, θαλασσιά και χρυσή.
Έγιναν και εγκαίνια. Υπήρχε κι ένας αρχιμανδρίτης.
Και χωρίς να φυσάει άνεμος, από κακό υπολογισμό, έπε-
σε η πνευματικότης την ώρα του αγιασμού. Το τί γίνηκε
δεν περιγράφεται. Ο παπάς πληγώθηκε. Η γυναίκα
του δημάρχου έπαθε διάσειση. Τους πήγαν όλους στο
νοσοκομείο.
1935

Γ’

Οι άλλες πνευματικότητες που πέσανε, πέφτουνε για-
τι κάτι τους λείπει. Κάποιος κακός υπολογισμός γίνε-
ται. Εγώ ετοιμάζω να στήσω μια καινούρια και είμαι
αισιόδοξος. Μα κι αν πέσει θα κάνω μιαν άλλη, ακόμα
πιο τέλεια. Ξέρω καλά την τέχνη μου.
1935

Δ’

Εγώ δε θα στήσω ποτέ μου πια πνευματικότητα και
υπερηφανεύομαι για αυτή μου την απόφαση. Ατυχήματα
και σκοτωμοί είναι το τέλος κάθε πνευματικότητος. Αν-
θρωποι και ζώα σκοτώνονται από την πτώση τους, αν-
τρες στο άνθος της ηλικίας τους, θύματα της περιέργειάς
των, κι ανύποπτα άλογα, σκύλοι και γάτες και πρόβατα,
που κατα τύχην περνούν από κει. Όχι πια άλλες πνευ-
ματικότητες. Αλλά ποιος είναι πρόθυμος να σ΄ακούσει;
1935

Γιάννης Τσαρούχης, “ (Α΄, Β’, Γ’, Δ’), (Ποιήματα, 1934-1937, εκδ. Άγρα)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΑ!