Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Νεομάρτυς Μάξιμος Σάντοβιτς ο πρεσβύτερος

Τη 6η του μηνός Σεπτεμβρίου μνήμη του αγίου νεομάρτυρος ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΑΝΤΟΒΙΤΣ του πρεσβύτέρος

Ο άγιος Μάξιμος γεννή­θηκε το 1886 στο χω­ριό Ζντένια της Καρπαθορωσίας (Ρουθηνίας), στα ση­μερινά σύνορα Πολωνίας και Σλοβακίας, ή οποία πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πό­λεμο υπαγόταν στην Αυ­στροουγγαρία. Από τα παι­δικά του χρόνια διακρινό­ταν για την πολλή του ευ­σέβεια. Στο κολέγιο σηκω­νόταν πολύ πρωί, για να διάβαση στο δωμάτιο του την ακολουθία του όρθρου και να ψάλει διάφορα τρο­πάρια. Ό πόθος του ήταν να γίνει ιερεύς ή μοναχός. Για αυτό, μόλις τελείωσε τα γυμνασιακά μαθήματα, εισ­ήλθε ως δόκιμος σε ουνιτικό μοναστήρι της γενέτειρας του. Απογοητευμένος όμως από τον τρόπο ζωής της αδελφότητας, υστέρα από τρεις μήνες έφυγε κρυφά και μετέβη στην λαύρα του Ποτσάεφ της Βολυνίας (δυ­τική Ουκρανία), που ήταν γνωστή τόσο για το αυ­στηρό τυπικό και την πνευ­ματικότητα της, όσο και για την μαρτυρία της Ορθοδοξίας.

Ενώ ήταν ακόμη δόκι­μος, ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Αντώνιος Χραποβίτσκυ (1863-1936) επι­σκέφθηκε την λαύρα και ζή­τησε από τον ηγούμενο ένα δόκιμο, με σκοπό να τον χει­ροτόνηση ιερέα, για να εξυπηρετεί τις κοινότητες των Καρπαθίων ορθοδόξων, πρώ­ην Ουκρανών ουνιτών. Ό κλήρος έπεσε στον Μάξιμο. Εγκατέλειψε κατ’ ανάγκην την επιθυμία του να μονάσει και ακολούθησε τον μη­τροπολίτη. Παρακολούθησε το ορθόδοξο σεμινάριο στο Ζιτομίρ και μετά τον γάμο του με λευκορωσίδα ο σεβασμιότατος Αντώνιος τον χειροτόνησε ιερέα (1911). Αναλαμβάνοντας αμέσως τα ποιμαντικά του καθήκον­τα, επέστρεψε στην πατρίδα του και τέλεσε στο Κράμπ, κοντά στο χωριό του, την πρώτη ορθόδοξη λειτουρ­γία μετά την επιβολή της Ουνίας στην Καρπαθορωσία (ιη’ αι.). Όταν επισκέ­φθηκε το πατρικό του σπί­τι, συνελήφθη και καταδι­κάσθηκε σε βαρύ πρόστιμο και οκτώ ήμερες φυλάκιση. Ό π. Μάξιμος, ανυποχώρη­τος, μετά την αποφυλάκιση συνέχισε τις λειτουργίες στα γειτονικά χωριά.

Ή θαρραλέα του στάσης έγινε αφορμή να καταδικασθεί και ο ίδιος αλλά και οι πιστοί που τον βοηθούσαν. Τον Μάρτιο του 1912 μετα­φέρθηκε αλυσοδεμένος σε φυλακή του Λβώφ και επί δύο χρόνια περνούσε από αλλεπάλληλες ανακρίσεις, με την κατηγορία ότι ήταν ορθόδοξος, ότι χρησιμοποι­ούσε εκκλησιαστικά βιβλία γραμμένα στα ρωσικά και ότι συνεργαζόταν με τους Ρώσους, εχθρούς των Αυστριακών. Παρά τις ψευδείς κατηγορίες που εξαπέλυαν εις βάρος του, τον Ιούνιο του 1914 αθωώθηκε και αυ­τός και ή συνοδεία του και επέστρεψε στο χωριό του με κλονισμένη υγεία από τις κακοποιήσεις, την απομόνωση και τα παντός εί­δους μαρτύρια.

Τον Αύγουστο, παρα­μονή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, συνελήφθη πάλι, αυτήν την φορά με την εγ­κυμονούσα σύζυγο του, τους γονείς του και ορθόδοξους συγχωριανούς του. Με ύβρεις σύρθηκαν όλοι α­λυσοδεμένοι στις φυλακές του Γκόρλιτσε. Στις 6 Σε­πτεμβρίου 1914 τον έβγα­λαν από το κελλί του και του ανακοίνωσαν, χωρίς εξ­ηγήσεις, ότι είχε καταδικασθεί σε θάνατο. Καθώς του έδεναν τα χέρια και τα μά­τια, είπε ήρεμα: «Δεν χρειά­ζεται· δεν πρόκειται να φύ­γω». Τον τουφέκισαν στην εσωτερική αυλή της φυλα­κής, μπροστά στα μάτια των γονέων του. Ό μάρτυς πρόφθασε να φωνάξει «Ζή­τω ή Ορθοδοξία!» και έπε­σε στο πλακόστρωτο. Έ­νας από τους φονείς του τον πλησίασε και τον απο­τελείωσε με τρεις ριπές, που τίναξαν τα μυαλά του στους τοίχους της φυλακής.

Το 1922 ή λάρνακα με το λείψανο του μεταφέρθηκε στο χωριό του Ζντένια και εντα­φιάσθηκε δίπλα στην εκ­κλησία. Έκτοτε ο τάφος του προσελκύει πολλούς προσκυνητάς και ή τιμή του ως αγίου εξαπλώθηκε μεταξύ των ορθοδόξων Καρπαθορώσων, ακόμη και μετά τον εκπατρισμό αυτοί) του λαού, για τον οποίο ο άγιος Μάξιμος έγινε το σύμβολο της εθνικής και θρησκευτι­κής του ταυτότητος.

Τοις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

πηγή