Ποιος εις τον κόσμον φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει,
ποιος δεν την εδοκίμασε; ποιος δεν τήνε ξετρέχει;
Τη λαμπιράδα τση φωτιάς ορέκτηκα κι εθώρου,
κι εσίμωσα κι εκάηκα, να φύγω δεν εμπόρου.
Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα σε πίνακα του Θεόφιλου
(από την Βικιπαίδεια)
ποίημα ερωτικών
Ο Γ. Σεφέρης γράφει για τον Ερωτόκριτο:
Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει· μ’ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί, είτε φυστικί – μ’ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ερωτόκριτος, “ποίημα ερωτικών (το ον με με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης”. Κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους. Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: “Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!…” Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες. Ήταν για μένα η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδερφός. Αν με ρωτούσαν, δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον ένα από τον άλλον, όπως, το ίδιο, δε θα μπορούσα να βρω τίποτα που να ξεχωρίζει την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου. Κι οι δυο γυναίκες βασανίζονταν από μια μεγάλη στέρηση. Τι είδους στέρηση ήταν αυτή, δεν μπορούσα τότε να το καταλάβω. Καταλάβαινα όμως πως ήταν αρκετή για να τις πολιτογραφήσει στον κόσμο που με τριγυρνούσε. Κι αυτός ο κόσμος -άνθρωποι του αμπελιού και της θάλασσας- βασανιζότανε, καθώς έβλεπα, από μια μεγάλη στέρηση· αργότερα έμαθα πως ήταν η στέρηση της ελευθερίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄”
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Εύκολα το πιστεύγομε κείνο που μας αρέσει
Και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε μπορούσι
Πολλές βολές η μαστοριά ενίκησε τη φύση.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ “ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”
Μονομαχία Ερωτόκριτου – Αρίστου, από το ρουμάνικο εικονογραφημένο χειρόγραφο του Λογοθέτη Πετράτζε, (1878))
η γοητεία της επανάληψης
Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε σε ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει. Λέω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται “κατ’ απαίτησιν του κοινού”. Είναι με κάποιο τρόπο “μπιζαρίσματα”. (…) Για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία· και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη· είναι η ίδια φύση με την μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδιές, ίσως τις βραδιές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξαναπαίρναν από την αρχή· στο τέλος το μάθαιναν απ’ έξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν, προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΔΟΚΙΜΕΣ Α’ ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Όλοι αγαπούν τα ψόματα να λεν, να μας γελούσι,
και την αλήθεια άθρωπος δε θε να τη ακούση.
Κι όσο πλια η μοίρα στα ψηλά τον άθρωπο καθίζει,
τόσο και πλιότερα πονεί, όντε τόνε γκρεμίζει.
Πάντ’ η γυναίκα ανερωτά και πεθυμά ν’ ακούση
πως όλοι τήνε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι.
Τα πράματα ο καιρός γλυκαίνει κι αλαφραίνει,
το θάνατο μηδέ γιατρός μηδέ χορτάρι γιαίνει.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ “ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”
Απ’ ό,τι κάλλη έχει άθρωπος, τα λόγια ’χουν τη χάρη,
να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει,
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο,
κάνει και κλαίσιν και γελού τα μάτια των αθρώπω.
Τα μάτια, να ‘ναι κι ανοιχτά, τη νύχτα δε θωρούσι·
μέρα και νύχτα τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι·
χίλια μάτια ‘χει ο λογισμός, μερού νυχτού βιγλίζου,
χίλια η καρδιά και πλιότερα, κι ουδέ ποτέ σφαλίζου.
Όλα τα πράματ’ ο καιρός χαλά και μεταλλάσσει.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ “ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”
Άφησ’ τσι μέρες να διαβού, το χρόνο να περάσει·
τ’ άγρια θεριά μερώνωσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά λαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κι οι ταραχές σκολάζου,
και τα ζεστά κρυγαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κι οι αντάρες
κι ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες.
Το σιγανό, με τον καιρό, προθυμερόν εγίνη,
κι ήβαν, ο έρωτας κουρφά τα ξύλα στο καμίνι.
Ο πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρό σκολάζει.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ “ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου