ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ (απόσπασμα)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΞΟΡΙΑΣ, Ι
27 Οκτωβρίου 1948
Εδώ τ' αγκάθια είναι πολλά -
αγκάθια, καστανά, κίτρινα αγκάθια,
σ' όλο το μάκρος της μέρας, ως μέσα στον ύπνο.
Όταν περνούν το συρματόπλεγμα οι νύχτες
αφήνουν μικρά κουρέλια απ' τη φούστα τους.
Τα λόγια που μας φάνηκαν όμορφα κάποτε
χάσαν το χρώμα τους σαν το γιλέκο του γέρου στο σεντούκι
σαν ένα λιόγερμα σβησμένο στα τζάμια.
Οι άνθρωποι περπατάνε με τα χέρια στις τσέπες
ή κάποτε χειρονομούν σα να διώχνουν μια μύγα
που ξανακάθεται στο ίδιο μέρος πάλι και πάλι
στα χείλη του άδειου ποτηριού ή πιο μέσα
σ' ένα σημείο απροσδιόριστο κι επίμονο
όσο κι η άρνησή τους να το αναγνωρίσουν.
29 Οκτωβρίου
Κοιμόμαστε λίγο' - δε μας φτάνει.
Όλη νύχτα ροχαλίζουν οι εξόριστοι -
κουρασμένα παιδιά, κουρασμένα.
Απ' όξω είναι τ' αστέρια - πολύ μεγάλα αστέρια
κουρεμένα αστέρια που οι τρίχες τους φυτρώνουν άγριες
σαν το κεφάλι τ' Aη-Γιάννη του Προδρόμου
ή σαν του δικού μας του Παναγιώτη.
Είναι και τα μικρά βατράχια μέσα στο φλισκούνι.
Το πρωί μας χτυπάει καταπρόσωπο ένας ρόδινος ήλιος
καθρεφτισμένος με τον πιο συνηθισμένο τρόπο στη θάλασσα πέρα
όμοιος με κείνες τις φτηνές ελαιογραφίες που πουλούν στα σκαλιά του Αρσακείου
κι είναι παράξενο που ένας τέτοιος ήλιος μας αρέσει.
Ένας-ένας, δυο-δυο, πολλές φορές και πιότεροι
σταματάμε στο προαύλιο ή στο λόφο και τον κοιτάμε.
Και τούτος ο ήλιος μας χτυπάει με δύναμη τα πρόσωπα
όπως εκείνος ο ξυπόλητος χωριάτης ραβδίζει
τις μυγδαλιές να πέσουν τα στερνά τους μύγδαλα.
Ύστερα σκύβουμε τα μάτια, κοιτάμε τα παπούτσια μας,
κοιτάμε το χώμα. Δεν έπεσε τίποτα.
29 Οκτωβρίου
Ανάμεσα στ' αγκάθια και στα πεσμένα φύλλα
βρήκαμε μια γυμνή γαϊδουροκεφαλή -
ίσως και νάναι το κεφάλι του καλοκαιριού
έτσι αφημένο στις βρεγμένες πέτρες
και γύρω του κάτι μικρά γαλάζια λουλούδια
που δεν ξέρουμε τ' όνομά τους.
Αν φωνάξει κάποιος πίσω απ' το φράχτη
η φωνή του κατακάθεται γρήγορα στο χώμα
σαν ένα χωνί από στρατσόχαρτο γεμάτο μαύρη σταφίδα.
Το βράδι ακούμε πέρα στους λόφους
που αλλάζουν τον ξεφούσκωτο τροχό του φεγγαριού.
Αργότερα τα πράγματα ξαναβρίσκουν τη θέση τους
όπως βρίσκεις τυχαία στο προαύλιο
το καφετί κουμπί του σακκακιού σου - και ξέρεις:
δεν είναι διόλου ένα κουμπί από τις στολές
των θεατρίνων του καλοκαιριού - όχι, διόλου -
ένα κοινότατο κουμπί που πρέπει να το ράψεις πάλι στο σακκάκι σου
μ' εκείνη την αδέξια, ευγενική προσοχή
του πάντοτε μαθητευόμενου.
1 Νοεμβρίου
Η καταχνιά έχει μαύρες φτερούγες σαν τις κάργιες
δεν έχει διόλου μάτια
ψάχνει με την τυφλότητά της τα μάτια μας τις τσέπες μας
όπως η γριά χαρτορρίχτρα την μαλάμη μας.
Τίποτα δεν μπορούμε πια να κρύψουμε.
Εδώ τα πράματα βγαίνουν τα μέσα έξω
όπως μια λερωμένη κάλτσα που τη βγάζουμε πριν απ' τον ύπνο
κι όλα τα πόδια είναι γυμνά και τα πρόσωπα το ίδιο.
Μέρα τη μέρα όλοι μιλάμε πια στον ενικό.
Κάθε ίσκιος έχει το σχήμα του θυμήσου
μα ο ίσκιος απ' το άφαντο χέρι της μητέρας
παίρνει το σχήμα κάθε φωνής που δε σου αντιστέκεται
γίνεται το φλιτζάνι ο καφές, ένα κομμάτι ψωμί, το θερμόμετρο
ακόμη κι η ξυριστική μηχανή πλάι στο κύπελλο μες στο μικρό καθρέφτη.
Οι λάμπες του θαλάμου είναι δύο.
Παστρεύουμε μ' εφημερίδες τα γυαλιά τους
τόνα εσύ, τ' άλλο εγώ - είμαστε της υπηρεσίας σήμερα.
Οι κινήσεις μας είναι όμοιες σχεδόν.
Δεν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αυτή την ομοιότητα.
Κοιτάμε απ' το παράθυρο τον ουρανό χαμένο στην ομίχλη.
Όλα τα πράγματα λοιπόν έχουν την έκφραση του πάντα.
2 Νοεμβρίου
Ο Μήτσος πήρε σήμερα ένα γράμμα απ' τη Σκόπελο.
Η Αντιγόνη γράφει: "Το νησιώτικο φθινόπωρο
γέμισε κίτρινα κρινάκια.
Καημένε Μήτσο - λέει - δε θα τα θυμάσαι κείνα τα κρινάκια'
δε σκάμπαζες ποτέ σου από βοτανική".
Ο Μήτσος
σκούπισε τα γυαλιά του, ξαναδιάβασε το γράμμα. Δίπλα του
παρατημένο στις πέτρες το "Εγχειρίδιο Φαρμακολογίας".
Χαμογελάει ο Μήτσος. Βγάζει πάλι τα γυαλιά του. Δεν τα σκουπίζει.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το Μήτσο
όχι με λέξεις
όλο με κίτρινα κρινάκια.
3 Νοεμβρίου
Μόλις πάμε ν' ανοίξουμε μια πόρτα
ο αγέρας την κλείνει.
Έτσι κλειδωμένοι απ' έξω
σφίγγουμε καθένας τα κλειδιά του
μ' όλο πούχουμε μονάχα μια στάμνα
μ' όλο που κανένας μας δεν έχει σπίτι.
Σήμερα δεν ξέρω να μιλήσω.
Σήμερα μιλάω σε πρώτο πρόσωπο.
Σαν σε χτυπάει ο δικός σου η πίκρα είναι διπλή.
Ένα λεωφορείο πέρασε το απόγευμα.
Ένας ξένος με χαιρέτησε στα χωράφια.
Ήθελα να του πω ευχαριστώ. Δε μίλησα.
Ξέχασα να κοιτάξω τα σύννεφα. Ναι, οι μυγδαλιές
πήρανε χρώμα καστανό-βιολετί - θάναι που χινοπώριασε
κι οι μύγες πλήθυναν πολύ' κάθονται στο χαρτί που γράφω.
Και τι που πήραν χρώμα καστανό-βιολετί; Τα μερμήγκια
έχουν το χωματένιο σπίτι τους - είναι ζέστη κει μέσα.
Εγώ δεν χωράω στη φωνή μου. Τα πόδια μου
μένουν απ' όξω. Κρυώνω. Και με βλέπουν.
Θα πρέπει ναφταιξα πολύ.
3 Νοεμβρίου
Ο Πανούσης φοράει μια μακριά χλαίνη.
Του τη χάρισε κάποιος φαντάρος.
Τη βάψαν μαύρη στο καζάνι του χωριού του.
Τώρα είναι πράσινη - μήτε και πράσινη.
Μέσα στις τσέπες του έχει
πέντε κουκκιά καλαμπόκι και δυο φύλλα καπνό
μαζί και το βλέμμα της αγελάδας του. Ο Πανούσης
τυλίγεται σε μια χοντρή βελέντζα. Η βελέντζα
είναι κόκκινη κι άσπρη. Κι ο ύπνος του Πανούση
έχει το χρώμα της βελέντζας. Πάντα του κοιμάται
με την τραγιάσκα, τα παπούτσια και το παντελόνι.
Αν είχε βγάλει τ' άρβυλά του, σίγουρα κει μέσα
ένα πουλί υα γεννούσε τ' αυγά του
κι ύστερα ο Πανούσης δε θάχε που να χώσει τα πόδια του.
Ο ύπνος του κάθε μεσημέρι
είναι σαν τον ίσκιο της βελανιδιάς μες στο νερό.
Τώρα πρέπει να οικονομήσει
άλλα πέντε κουκκιά καλαμπόκι για το παιχνίδι της εννιάρας
ώσπου να μεγαλώσει πάλι το μουστάκι του και να γυρίσει στο χωριό του.
4 Νοεμβρίου
Πολλά πράματα μας δυσκολεύουνε. Πολλά.
Πρέπει να πλύνουμε τα πιάτα μας, τα ρούχα μας
να κουβαλήσουμε νερό απ' τη βρύση με τις μεγάλες στάμνες
να σκουπίσουμε το θάλαμο δυο και τρεις φορές τη μέρα
να μπαλώσουμε καμμιά κάλτσα και τα λόγια μας -
Τρυπάνε γρήγορα κι οι χτεσινές κουβέντες
τα πρόσωπα αλλάζουν όσο τα κοιτάζεις
μπορεί ν' αλλάζεις και συ - γιατί κοιτάζοντας τα χέρια σου
καταλαβαίνεις πως μάθανε πια σε τούτες τις δουλειές
σε τούτες τις μέρες, σε τούτα τα σεντόνια
γνωρίζουν το σανίδι του τραπεζιού γνωρίζουν τη λάμπα
ξανακάνουν την ίδια κίνηση με πιότερη σιγουριά
δεν παραξενεύονται. Η φωτιά
θέλει συδαύλισμα, λιγόστεψε -
τούτο είναι που συλλογιόμαστε.
Το μεσημέρι με φωνάξανε πέντε γερόντοι
μου ψήσανε καφέ με φίλεψαν τσιγάρο
είπανε για τον Aη-Δημήτρη πάνου στο Λιτοχώρι
για το νερένιο χέρι του Aγιου πούδιωξε τους κακούς τσοπάνους -
Πέντε γερόντοι με μάτια μαλακά μ' άσπρα μουστάκια
που σιάχνουν μέρα-νύχτα ταμπακιέρες σιάχνουν κάντρα
κολλώντας άχερα χρωματιστά μικρά-μικρά κομμάτια
σαν το κεφάλι της καρφίτσας - μπελαλίδικα πράματα
όλο και κάτι γλάστρες με γεράνια, δυο ρωμέικες σημαίες
μια στεριανή και μια θαλασσινή, κάτι πεντάγωνα αστέρια
θέλουν να σιάξουν κι ένα περιστέρι - δεν τα καταφέρνουν -
είναι καλά γεροντάκια - δεν άκουγα τα λόγια τους
και τούτο είναι που συλλογιέμαι. Μ' είπανε "παιδί μου".
Δεν μπόρεσα να πω "πατέρα". Ο μαστρο-Θανάσης
λέει θα μου σιάξει ένα σκαμνί: "Να μην κάθεσαι, γιε μου,
κάτου στο χώμα και λερώνεται το παντελόνι σου".
Και τώρα συλλογιέμαι πόσα πράματα κι εγώ θα πρέπει να σιάξω
πόσο θα πρέπει να λερώσω το παντελόνι μου
έτσι που πια ο μαστρο-Θανάσης να μη σεκλετίζεται που κάθουμαι στο χώμα
έτσι που να μπορέσω να τον πω "πατέρα".
Τότες θαρρώ θάμαι άξιος πια να κάτσω στο σκαμνί του
σάμπως καβάλλα στα πλατάνια τ' Aη-Διονύση
και θα τινάξω απ' τους ώμους μου τα δύσκολα πράματα
όπως τινάζω τούτη τη μικρούλα αράχνη που αχνοδεργιανά στο χέρι μου
κι ούτε που θα κρυώνω λέω καθόλου το χειμώνα.
Γιάννης Ρίτσος
Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
ΥΠΕΡΟΧΑ...
Δημοσίευση σχολίου