Η ταβέρνα του Φώτη ήταν στη γωνιά του δρόμου.
Την είχαν στήσει, σαν ήρθαν από την Καρδίτσα, αρχές του ’50.
Είχε πατάρι να μένει η φαμελιά του και στο ισόγειο η μπακαλοταβέρνα.
Ο χώρος μοιρασμένος με κόντρα- πλακέ, που δεν έφτανε μέχρι το ταβάνι,
λίγο πάνω από ένα ανθρώπινο μπόι…
Δυο πόρτες για να εξυπηρετεί την πελατεία.
Στην πλαϊνή έμπαιναν οι νοικοκυρές για τις καθημερινές προμήθειες και
το τηλέφωνο που καλούσε τις γειτόνισσες ..
Τσουβάλια λευκά διπλωμένα με τα όσπρια και την σέσουλα.
Το μεράκι του όμως ήταν η ταβέρνα…
Τα ξύλινα τραπέζια που έβγαζε τα καλοκαίρια, στο πεζοδρόμιο
Και στο χωμάτινο δρόμο που κάθε απόγευμα έριχνε νερό με τον σιδερένιο
κουβά να καταλαγιάσει η σκόνη….
Στην άκρη πάνω στο αντάμωμα των δρόμων, Μακεδονίας και Αιγαλεω
στην Αγια Σοφία στον Πειραιά, η ψησταριά του..
Ονομαστός για το αρνί της σούβλας και το κοκορέτσι που έφτιαχνε κάθε
μέρα η Γιωργία στο διπλανό καμαράκι.
Στο υπόγειο τα βαρέλια με το κρασί που ανεβοκατέβαζε τις
κανάτες να το ρίξει στα πορτοκαλί καρτούτσα.
Τέτοιες μέρες, τα βαρέλια έβγαιναν στο χωμάτινο δρόμο,
για την προετοιμασία του νέου γεμίσματος.
Τα πλάγιαζε, τα χάιδευε, τα καμάρωνε στρίβοντας
το παχύ μουστάκι του,
σαν κοπελούδες που θέλαν τρυφεράδα.
Χώνονταν τα μαστόρια, με τις μεταλλικές ξύστρες
να καθαρίσουν το μέσα τους.
Η ευωδιά απλωνόταν στους γύρω δρόμους.
Τα νερά κυλούσαν πάνω στο χώμα και εκείνος με το κοντό γέρικο κορμί του
επιστατούσε, μη και τα πληγώσουν..
Το γιασεμί στον τενεκέ δεν έστελνε μυρωδιές,
το νικούσε η σπιρτάδα των βαρελιών.
Στο τραπέζι πάνω στο πεζοδρόμιο, καθόταν σταυροπόδι κόβοντας
τις λαδόκολλες σε μικρά τετράγωνα για τις μερίδες του.
Ξέβγαλμα γερό και μετά προσμονή να στεγνώσουν τα μέσα τους
να δεχτούν το μούστο.
Ανήμερα της γιορτής, σαν σήμερα,
πήγαινε στην εκκλησία με ένα μάτσο βασιλικό
στο χέρι, τον ακουμπούσε στην εικόνα της Αγιά Σοφιάς
και στο γυρισμό, χάιδευε
τα βαρέλια να πάρουν την ευλογία για καλή χρονιά.
Το πιοτί των Θεών έλεγε…
Η γερασμένη Γιωργία τον καμάρωνε σκουπίζοντας
τα δάκρυα με την γκρι ποδιά της.
Τη μέρα που ερχόταν το φορτηγό για το γέμισμα, γινόταν γιορτή.
Οι πλάκες ανεβοκατέβαιναν στο τσουκ-μποξ
και εκείνος σφύριζε δυνατά
σα να πάντρευε παιδί…
γιαγιά Αντιγόνη
γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου