Σεπτέμβριος του ’73. Πλοίο ΑΝΕΜΟΣ.
Λιμάνι φόρτωσης Ρότερνταμ.
Νωρίς το απόγευμα, πήραμε το τραίνο για Αμστερναμ.
Ηταν αρκετές φορές που πιάναμε αυτό το λιμάνι.
Τριγυρίζαμε με τον Νίκο στους παραμυθένιους δρόμους.
Στα ποταμάκια που διέσχιζαν τους δρόμους
και τους έκοβαν στη μέση....
Τα σπίτια, τα χωρίς παραθυρόφυλλα,, έτσι στολισμένα
Με λουλούδια.
Παντού χρώματα .
Το πρώτο σοκ, στο καφέ που πλησιάσαμε, είδαμε μια αφίσα.
Από την μια μεριά μια γροθιά, που έσταζε αίμα.
Πλάι η μορφή της Μελίνας με τα χέρια σηκωμένα.
Ολοι οι δρόμοι με αφίσες .
Τα νέα στο πλοίο τα μαθαίναμε ζαβά.
Ότι έστελνε ο σταθμός της χώρας μας.
Μιλώντας ο Νίκος με έναν Ολλανδό.
του εξήγησε ότι καλούσαν τους ντόπιους σε διαμαρτυρία,
για την χούντα στην Ελλάδα και να κρατούν κεριά.
Το επόμενο απόγευμα ήρθε η λάντζα να μας βγάλει έξω.
Φεύγαμε…..
Από την τηλεόραση, παρακολουθούσα το πλήθος
που ήρεμο είχε γίνει ποταμός με εκατοντάδες κεριά
και τα φώτα σβηστά.
Το γέλιο της Μελίνας. Και τα χέρια της ψηλά!
Το δάκρυ που κράταγα, γιατί, φοβόταν ο ένας τον άλλον,
Γιατί γινόταν ο ένας ρουφιάνος του άλλου.
Ένα παπόρι μια μικρή κοινωνία με τις αντιπαραθέσεις
τις κακίες, τις τρικλοποδιές, για την εύνοια του αφεντικούλη.
Λυπάμαι που στάθηκα , χέστρα.
Που άφησα το δάκρυ κρυφό.
Που έσφιγγα, τις παλάμες στα χερούλια
της πολυθρόνας , ενώ ήθελα να παλαμοκροτήσω.
Λίγο καιρό μετά είδα και άλλους χέστες, να κρατούν
τα λάβαρα από τηλεοράσεως.
Κάποιους που είχαν πνιγεί στη σκατίλα.
Να αρθρογραφούν οι συμμετέχοντες στο παιχνίδι .
Και ήταν άνθρωποι που στη συνέχεια θαυμάστηκαν
από την καπηλεία της μωροφιλοδοξίας τους.
Και ήταν πολλοί.
Και σιχάθηκα τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα.
γιαγιά Αντιγόνη
γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου